Eίναι, νομίζω, γνωστό τοις πάσι πλέον, πως η Αθήνα έχει γεμίσει μοντέρνα μαγειρεία/ οινομαγειρεία/ μεζεδοπωλεία/ ουζερί/ ταβέρνες/ ψαροταβέρνες/ χασαποταβέρνες και η περιοχή των Εξαρχείων δεν πάει καθόλου πίσω, καθότι το σηκώνει και το κοινό της. Το Ριφιφί ανήκει στην συνγκεκριμένη κατηγορία, αλλά αφενός μετρά ήδη αρκετά χρόνια στο κουρμπέτι και αφετέρου, για διάφορους λόγους έχει πολλούς αφοσιωμένους θαμώνες, διάσημους και μη, που τείνουν και να το διαφημίζουν συχνά-πυκνά στα διάφορα free press της πόλης ως το στέκι τους.
Εγώ το έχω επισκεφθεί δύο φορές. Η πρώτη ήταν πριν καμία εξαετία (αν δε με απατά η μνήμη μου), όταν ακόμα η σχετική αγορά των Εξαρχείων ήταν υπό διαμόρφωση, τότε που είχαν πρωτοεμφανιστεί και το Food Company, το Mystic Pizza, το Il Doppio και το Cookoo food (που δεν υπάρχει πλέον) και είχαν αρχίσει να σπάνε το μονοπώλιο της παραδοσιακής ταβέρνας στη γειτονιά. Θυμάμαι πως δεν είχα μείνει ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Το φαγητό μου είχε φανεί από αξιοπρεπές στην καλύτερη περίπτωση ως αδιάφορο στη χειρότερη και το απογοητευτικότερο στοιχείο του καταστήματος ήταν το σέρβις. Οι παραγγελίες είχαν καθυστερήσει τραγικά και το προσωπικό ήταν -με τη σύμφωνη γνώμη και της υπόλοιπης παρέας μου- αρκετά βαριεστημένο ως και αγενές.
Πριν από λίγο καιρό αποφάσισα να το επισκεφθώ ξανά, γνωρίζοντας και ότι στο μεταξύ είχε ανακαινιστεί και ανανεωθεί γενικότερα.
Από τον χώρο μην περιμένετε καινοτομίες. Είναι ευχάριστος, με ζωηρά χρώματα, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα καφενείου, λαδόκολλα αντί τραπεζομάντιλου, καθώς και με ό,τι άλλο περιλαμβάνει η κλασική διακόσμηση της συγκεκριμένης εστιατορικής κατηγορίας. Η πινελιά που το κάνει να ξεχωρίζει κάπως είναι οι ενδιαφέρουσες ποπ φωτογραφίες τροφίμων που κοσμούν τους τοίχους: αρακάς σε φούξια φόντο και κατακόκκινο κρεμμύδι πάνω σε λευκό. Ο σερβιτόρος, όμως, ούτε γνώριζε ποιανού καλλιτέχνη ήταν δημιούργημα ούτε και ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει να μου πει περισσότερες λεπτομέρειες.
Το μενού, που το επιμελείται -από ό,τι έχω διαβάσει- ο Αλέξανδρος Γιώτης, έχει πολλές παραδοσιακές ελληνικές επιλογές, αλλά και κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα: πολλές τοπικές συνταγές και πρώτες ύλες. Σε αρκετά πιάτα του καταλόγου, μάλιστα, σημειώνεται και η προέλευση των υλικών (όπως π.χ. ρεβύθια Μπράλου, φάβα Φενεού ή τυροζούλι Ανωγείων), κάτι που θα ήθελα να δω σε περισσότερα εστιατόρια με ελληνική κουζίνα. Δεύτερον, εκτίμησα το ότι -σύμφωνα με τον κατάλογο πάντα, διότι δεν το δοκίμασα- στις πίτες το φύλλο είναι χειροποίητο. Αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, θα μου πείτε, αλλά δυστυχώς στη συντριπτική πλειοψηφία των εστιατορίων της κατηγορίας αυτής, σερβίρονται πίτες με σφολιάτες και χωριάτικο φύλλο ετοιματζίδικο, το οποίο, ακόμα χειρότερα, συνήθως ούτε ξεπαγώνεται, αλλά ούτε και ψήνεται σωστά. Τρίτον, ενδιαφέρουσες είναι και οι διάφορες βιολογικές πινελιές, αλλά και το ότι καθημερινά το μενού περιλαμβάνει και αρκετά πιάτα ημέρας, μια ανανέωση που είναι χρήσιμη και ευχάριστη, ιδιαίτερα για τους τακτικούς πελάτες ενός μαγαζιού. Από την άλλη, ωστόσο, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι μάλλον κάπου το έχουν παρακάνει με την -ολίγον τι μπανάλ κατά την ταπεινή μου άποψη- σάλτσα μουστάρδας, η οποία είδα να γαρνίρει πολλά από κρέατα του καταλόγου: τα συκωτάκια, το μπιφτέκι γαλοπούλας και το ψαρονέφρι.
Εμείς ξεκινήσαμε με χορτοκεφτέδες με μαντζουράνα και ντιπ γιαουρτιού (5.50 ευρώ), που ήταν πολύ νόστιμοι και αρωματικοί, αλλά η σαλάτα βραστών λαχανικών (4.50 ευρώ), που υποτίθεται ότι θα ήταν μπρόκολο και κουνουπίδι όπως μας είπε ο σερβιτόρος όταν τον ρωτήσαμε, ήταν τελικά καρότο, πατάτα και κολοκύθι. Από τα κυρίως, η σαρδέλα στη σχάρα (7 ευρώ) ήταν πολύ ωραία ψημένη και γευστική, αλλά τα κεμπαπάκια με πίτα, κρεμμύδι και σκορδάτη σάλτσα γιαουρτιού (6.50 ευρώ) είχαν αρπάξει αρκετά και το κρέας είχε στεγνώσει τελείως στο ψήσιμο, πράγμα αρκετά απογοητευτικό.
Γενικώς, χωρίς να μπορώ να πω ότι δοκίμασα κάτι που με ενθουσίασε ή θα μου μείνει αξέχαστο, οι γεύσεις ήταν ευχάριστες και το κυριότερο ατού του Ριφιφίου (χαχα) είναι οι καλές τιμές του και η χαλαρή του ατμόσφαιρα. Σίγουρα χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια στην εκτέλεση, για να αποφεύγονται αστοχίες όπως το κακό ψήσιμο, αλλά το βασικό μειονέκτημα του μαγαζιού θεωρώ ότι είναι το σέρβις του. Όλα τα πιάτα μας καθυστέρησαν τραγικά, παρόλο που το μαγαζί δεν ήταν ιδιαίτερα γεμάτο, ενώ οι σερβιτόροι -που γενικώς ήταν αρκετά βαριεστημένοι- εξαφανίζονταν διαρκώς μέσα στην κουζίνα για ώρα και ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις κάποιον για να του ζητήσεις το οτιδήποτε.
Ετυμηγορία: Χαλαρό περιβάλλον, καλές τιμές και συμπαθητικές γεύσεις, αλλά αδυναμίες στην εκτέλεση των συνταγών και το σέρβις.
Κουζίνα: ελληνική παραδοσιακή/μοντέρνα ταβέρνα
Τιμές: 15-23 ευρώ το άτομο.
Διεύθυνση: Εμμ. Μπενάκη 69Α & Βαλτετσίου, Εξάρχεια
Tηλ: 210 33 00 237
Εγώ το έχω επισκεφθεί δύο φορές. Η πρώτη ήταν πριν καμία εξαετία (αν δε με απατά η μνήμη μου), όταν ακόμα η σχετική αγορά των Εξαρχείων ήταν υπό διαμόρφωση, τότε που είχαν πρωτοεμφανιστεί και το Food Company, το Mystic Pizza, το Il Doppio και το Cookoo food (που δεν υπάρχει πλέον) και είχαν αρχίσει να σπάνε το μονοπώλιο της παραδοσιακής ταβέρνας στη γειτονιά. Θυμάμαι πως δεν είχα μείνει ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Το φαγητό μου είχε φανεί από αξιοπρεπές στην καλύτερη περίπτωση ως αδιάφορο στη χειρότερη και το απογοητευτικότερο στοιχείο του καταστήματος ήταν το σέρβις. Οι παραγγελίες είχαν καθυστερήσει τραγικά και το προσωπικό ήταν -με τη σύμφωνη γνώμη και της υπόλοιπης παρέας μου- αρκετά βαριεστημένο ως και αγενές.
Πριν από λίγο καιρό αποφάσισα να το επισκεφθώ ξανά, γνωρίζοντας και ότι στο μεταξύ είχε ανακαινιστεί και ανανεωθεί γενικότερα.
Από τον χώρο μην περιμένετε καινοτομίες. Είναι ευχάριστος, με ζωηρά χρώματα, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα καφενείου, λαδόκολλα αντί τραπεζομάντιλου, καθώς και με ό,τι άλλο περιλαμβάνει η κλασική διακόσμηση της συγκεκριμένης εστιατορικής κατηγορίας. Η πινελιά που το κάνει να ξεχωρίζει κάπως είναι οι ενδιαφέρουσες ποπ φωτογραφίες τροφίμων που κοσμούν τους τοίχους: αρακάς σε φούξια φόντο και κατακόκκινο κρεμμύδι πάνω σε λευκό. Ο σερβιτόρος, όμως, ούτε γνώριζε ποιανού καλλιτέχνη ήταν δημιούργημα ούτε και ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει να μου πει περισσότερες λεπτομέρειες.
Το μενού, που το επιμελείται -από ό,τι έχω διαβάσει- ο Αλέξανδρος Γιώτης, έχει πολλές παραδοσιακές ελληνικές επιλογές, αλλά και κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα: πολλές τοπικές συνταγές και πρώτες ύλες. Σε αρκετά πιάτα του καταλόγου, μάλιστα, σημειώνεται και η προέλευση των υλικών (όπως π.χ. ρεβύθια Μπράλου, φάβα Φενεού ή τυροζούλι Ανωγείων), κάτι που θα ήθελα να δω σε περισσότερα εστιατόρια με ελληνική κουζίνα. Δεύτερον, εκτίμησα το ότι -σύμφωνα με τον κατάλογο πάντα, διότι δεν το δοκίμασα- στις πίτες το φύλλο είναι χειροποίητο. Αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, θα μου πείτε, αλλά δυστυχώς στη συντριπτική πλειοψηφία των εστιατορίων της κατηγορίας αυτής, σερβίρονται πίτες με σφολιάτες και χωριάτικο φύλλο ετοιματζίδικο, το οποίο, ακόμα χειρότερα, συνήθως ούτε ξεπαγώνεται, αλλά ούτε και ψήνεται σωστά. Τρίτον, ενδιαφέρουσες είναι και οι διάφορες βιολογικές πινελιές, αλλά και το ότι καθημερινά το μενού περιλαμβάνει και αρκετά πιάτα ημέρας, μια ανανέωση που είναι χρήσιμη και ευχάριστη, ιδιαίτερα για τους τακτικούς πελάτες ενός μαγαζιού. Από την άλλη, ωστόσο, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι μάλλον κάπου το έχουν παρακάνει με την -ολίγον τι μπανάλ κατά την ταπεινή μου άποψη- σάλτσα μουστάρδας, η οποία είδα να γαρνίρει πολλά από κρέατα του καταλόγου: τα συκωτάκια, το μπιφτέκι γαλοπούλας και το ψαρονέφρι.
Εμείς ξεκινήσαμε με χορτοκεφτέδες με μαντζουράνα και ντιπ γιαουρτιού (5.50 ευρώ), που ήταν πολύ νόστιμοι και αρωματικοί, αλλά η σαλάτα βραστών λαχανικών (4.50 ευρώ), που υποτίθεται ότι θα ήταν μπρόκολο και κουνουπίδι όπως μας είπε ο σερβιτόρος όταν τον ρωτήσαμε, ήταν τελικά καρότο, πατάτα και κολοκύθι. Από τα κυρίως, η σαρδέλα στη σχάρα (7 ευρώ) ήταν πολύ ωραία ψημένη και γευστική, αλλά τα κεμπαπάκια με πίτα, κρεμμύδι και σκορδάτη σάλτσα γιαουρτιού (6.50 ευρώ) είχαν αρπάξει αρκετά και το κρέας είχε στεγνώσει τελείως στο ψήσιμο, πράγμα αρκετά απογοητευτικό.
Γενικώς, χωρίς να μπορώ να πω ότι δοκίμασα κάτι που με ενθουσίασε ή θα μου μείνει αξέχαστο, οι γεύσεις ήταν ευχάριστες και το κυριότερο ατού του Ριφιφίου (χαχα) είναι οι καλές τιμές του και η χαλαρή του ατμόσφαιρα. Σίγουρα χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια στην εκτέλεση, για να αποφεύγονται αστοχίες όπως το κακό ψήσιμο, αλλά το βασικό μειονέκτημα του μαγαζιού θεωρώ ότι είναι το σέρβις του. Όλα τα πιάτα μας καθυστέρησαν τραγικά, παρόλο που το μαγαζί δεν ήταν ιδιαίτερα γεμάτο, ενώ οι σερβιτόροι -που γενικώς ήταν αρκετά βαριεστημένοι- εξαφανίζονταν διαρκώς μέσα στην κουζίνα για ώρα και ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις κάποιον για να του ζητήσεις το οτιδήποτε.
Ετυμηγορία: Χαλαρό περιβάλλον, καλές τιμές και συμπαθητικές γεύσεις, αλλά αδυναμίες στην εκτέλεση των συνταγών και το σέρβις.
Κουζίνα: ελληνική παραδοσιακή/μοντέρνα ταβέρνα
Τιμές: 15-23 ευρώ το άτομο.
Διεύθυνση: Εμμ. Μπενάκη 69Α & Βαλτετσίου, Εξάρχεια
Tηλ: 210 33 00 237
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από την Καθημερινή.
Nice to find you!
ΑπάντησηΔιαγραφή