Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Η σημασία του φαγητού στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών

Mια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση με θέμα την πολυδιάστατη σημασία του φαγητού θα λάβει χώρα αύριο, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, με τίτλο "Γεύση… αισιοδοξίας. Ιστορίες γύρω από ένα τραπέζι. Η τέχνη του φαγητού και των σχέσεων."
Σημαντικές προσωπικότητες από τον χώρο των γραμμάτων και των ΜΜΕ πρόκειται να συζητήσουν για τους τρόπους με τους οποίους η τέχνη του φαγητού επηρεάζει την καθημερινότητά μας και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Πιο συγκεκριμένα, ο κριτικός γεύσης και συγγραφέας Αλβέρτος Βαρούχ θα μιλήσει για τη μεσογειακή κουζίνα. Ο καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας του Παντείου Δημήτρης Ποταμιάνος, με πλούσιο συγγραφικό έργο γύρω από το κρασί, το φαγητό και τον πολιτισμό τους, θα μιλήσει για το ρόλο της θάλασσας στον πολιτισμό του φαγητού. Ο συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης θα αναφερθεί στη σχέση του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού με το φαγητό (Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσει δεκάδες παραδείγματα παραθέτοντας και τα ανάλογα μουσικά αποσπάσματα). Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου θα μιλήσει για την εμπειρία της συγγραφής του μυθιστορήματός της «Γιάντες» και τις πηγές που χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο του είδους της «γαστρονομικής λογοτεχνίας» και παράλληλα, ο συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης θα επιμεληθεί την προβολή ταινιών μικρού μήκους με θέμα το φαγητό. Επίσης, εννέα ποιητές θα διαβάσουν παλιότερα, αλλά και πρωτότυπα ποιήματα, δικά τους και άλλων ποιητών, πάντα με θέμα το φαγητό.

Ημερομηνία: Τετάρτη 1 Ιουνίου
Ώρα: 19:00.
Διεύθυνση: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών - Ιδρυμα Ωνάση, Λεωφόρος Συγγρού 107-109.
Τηλ: 213 0 178000, 210 9249090.
Είσοδος: ελεύθερη, με σειρά προτεραιότητας. Η διανομή των δελτίων εισόδου ξεκινά μία ώρα πριν την εκδήλωση.

1ο φεστιβάλ γαλλικής γαστρονομίας

Το πρώτο φεστιβάλ γαλλικής γαστρονομίας ξεκινάει μεθαύριο, την 1η Ιουνίου, και θα διαρκέσει ως τις 30 του μήνα.
Το φεστιβάλ διοργανώνεται στα πλαίσια της εκστρατείας "So French, So Good", που έχει ως στόχο την ενίσχυση των εξαγωγών γαλλικών προϊόντων και τροφίμων, καθώς και της γαλλικής "τέχνης του τραπεζιού".
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ανά την Αθήνα foodies παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μου, οι εκδηλώσεις που αφορούν την 7η και την 8η Ιουνίου:
Στις 7 Ιουνίου, ώρα 19:30, στο αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου, μπορείτε να παρακολουθήσετε τη συζήτηση με τίτλο: "Τι είναι οι σεφ σήμερα; Ταξιδιώτες, συγγραφείς ή επιχειρηματίες;". Η είσοδος είναι ελεύθερη και θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση.
Στις 8 Ιουνίου, στο Γαλλικό Ινστιτούτο και πάλι, στις 8 το βράδυ, προβάλλεται η ταινία "Mondovinο" και το εισιτήριο στοιχίζει 6 ευρώ. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με θέμα τον αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης σε διάφορες περιοχές παραγωγής κρασιού σε όλο τον κόσμο. Η ταινία ήταν, μάλιστα, υποψήφια για το βραβείο Χρυσού Φοίνικα των Καννών, το 2004.
Για περισσότερες πληροφορίες για το φεστιβάλ, καθώς και το αναλυτικό πρόγραμμα, δείτε εδώ.

"Αφού δεν πεινάω!" - Ο Βέγγος στα φόρτε του...

Εδώ και αρκετές μέρες, από τότε που χάθηκε ο μεγάλος κωμικός του ελληνικού κινηματογράφου και γενικότερα σπουδαίος ηθοποιός μας, Θανάσης Βέγγος, δεν έχει πάψει να τριβελίζει το μυαλό μου η κλασική αυτή -γαστρονoμικού περιεχομένου πάντα!- σκηνή από την ταινία "Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης", του 1963, οπότε αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σας.
Αποκλείεται να μην την ξέρετε: ο μικρός Βασιλάκης Καΐλας με τους γονείς του είναι πελάτες στο εστιατόριο "Αλικαρνασσός", όπου εργάζεται ο Βέγγος, αλλά ο πεισματάρης πιτσιρικάς αρνείται να φάει οποιοδήποτε από τα κλασικά πιάτα της ελληνικής παραδοσιακής μας κουζίνας κι αν του προτείνουν οι απελπισμένοι γονείς του ή ο Βέγγος, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αγανακτήσει και να του πετάξει τη μακαρονάδα που κρατάει στη μούρη....
Απολαύστε το!

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Σουφλέ του κυνηγού: κανιβαλιστικές συνταγές από το True Blood

To ότι είμαι βρικολακόφιλη και νάμπερ ουάν φαν κάθε ταινίας/βιβλίου/τηλεοπτικής σειράς που έχει να κάνει με βαμπίρια, ίσως σας είναι ήδη γνωστό. Σε ένα γαστρονομικό blog, φυσικά, οι βρικόλακες δεν μπορούν να έχουν θέση και πολύ συχνά, όταν όμως προκύπτει μια αφορμή, την εκμεταλλεύομαι.
Ξέρω ότι οι περισσότεροι από εσάς, διαβάζοντας ή βλέποντας την παρακάτω σκηνή, θα αναφωνήσουν "eeeeewwwwww" με αηδία και ενδεχομένως δεν πρόκειται να ξαναπλησιάσουν το ιστολόγιό μου... Αλλά εάν υπάρχει ανάμεσά σας, dear readers, έστω και ένας λάτρης της τηλεοπτικής σειράς True Blood, σίγουρα θα εκτιμήσει αυτή την ανάρτηση. Σε εσάς τους λίγους, λοιπόν, εξαιρετικά αφιερωμένο.
Και για όσους δεν είναι φαν της σειράς, εξηγώ αναλυτικά. Στο όγδοο επεισόδιο του δεύτερου κύκλου, η Maryann, ένα υπερφυσικό ον -μια Μαινάδα, συγκεκριμένα- κατασκηνώνει στο Bon Temps -το φανταστικό χωριό της Λουιζιάνα στο οποίο λαμβάνει χώρα η σειρά- και αρχίζει να ξεπαστρεύει τους κατοίκους του, ενίοτε και να τους προσφέρει ως θυσία στον θεό Διόνυσο (Ναι καλέ, αυτόν, τον δικό μας). Αγαπημένο της χόμπι; Η μαγειρική με ανθρώπινα εντόσθια από τα θύματά της... Στην παρακάτω σκηνή, φτιάχνει ένα "σουφλέ του κυνηγού" με την καρδιά της πολυμορφικής Ντάφνι, μιας εκ των πιστών της ακολούθων, την οποία ξέκανε δίχως οίκτο στο προηγούμενο επεισόδιο.

Βρισκόμαστε στην κουζίνα της Σούκι Στάκχαουζ. Η Μ
εριάν σιγομουμουρίζει κεφάτη έναν σκοπό ενώ μαγειρεύει. Ο φακός εστιάζει στο τηγάνι, όπου σωτάρονται διάφορα λαχανικά: αρακάς, καρότα και πατάτες, κομμένα κονκασέ (βλ. φωτογρ. επάνω αριστερά). Η Μεριάν τα φλαμπάρει με κάποιο αλκοολούχο ποτό. Στη συνέχεια, πιάνει ένα μπολ, το οποίο περιέχει ένα κομμάτι κρέας με μπόλικο αίμα και... Ω, ναι, είναι η καρδιά της Ντάφνι. Αφού την ψιλοκόψει, την προσθέτει κι αυτή στο τηγάνι. Λίγο μετά, πηγαίνει να φωνάξει την Τάρα και τον Εγκς:

Μεριάν: Έτοιμο το φαγητό! Ελπίζω να πεινάτε.

Η Μεριάν φέρνει και εναποθέτει στο τραπέζι το αριστούργημά της.

Τάρα: Θεέ μου! Φαίνεται τ
έλειο! Τι είναι;
Μεριάν: (υπερήφανα) Σουφλέ του
κυνηγού.
Εγκς: Δεν ήξερα ότι οι κυνηγοί έφτιαχναν και σουφλέ.
Μεριάν: Οι περισσότεροι δεν φτιάχνουν. Απολαύστε το!

Η Τάρα και ο Εγκς κάθονται στο τραπέζι. Η Τάρα παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι και χαράζει την επιφάνεια της ζύμης σφολιάτας που καλύπτει το σκεύος. Αχνιστό αίμα αρχίζει να αναβλύζει από μέσα του. Σερβίρει ένα κομμάτι σε ένα πιατάκι και ο Εγκς την ταΐζει μια κουταλιά.

Τάρα: (ενθουσιασμένη) Ουάου! Τι έχει εδώ μέσα; Είναι ο λαγός που είχες πιάσει;
Μεριάν: (με πονηρό, παιχνιδιάρικο, αυτάρεσκο ύφος) Μεταξύ άλλων...
Τάρα: (στον Εγκς) Πρέπει να το δοκιμάσεις.
Εγκς: (δοκιμάζει) Θεούλη μου!

Η Μεριάν παρακολ
ουθεί τον Εγκς και την Τάρα να καταβροχθίζουν λαίμαργα το σουφλέ του κυνηγού και ευχαριστιέται αφάνταστα να τους βλέπει να βγάζουν επιφωνήματα απόλαυσης...

Στην επόμενη σκηνή, το σκεύος έχει αδειάσει και η τοξική, μεθυστική, αιματηρή, γκουρμέ δημιουργία της Μεριάν έχει αρχίσει να επιδρά στον οργανισμό της Τάρα και του Εγκς, φέρνοντας στην επιφάνεια τη βίαιη και λάγνα πλευρά του χαρακτήρα τους.

Η Τάρα αναφωνεί:

Τάρα: Θεούλη μου! Το χλαπάκιασα το σκασμένο! (στον Εγκς) Ξέρεις τι; Δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν, αλλά ήταν ακόμα καλύτερο κι από την πίτα της!
Εγκς: Πολύ καλύτερο!
Tάρα: Πρέπει να μάθω να μαγειρεύω!
Εγκς: Εγώ νιώθω σαν υπερήρωας. Θέλω να πω...
(Παριστάνει με τα χέρια του ότι πετάει σαν τον Σούπερμαν.)
Τάρα: Όντως μοιάζεις με υπερήρωα.
Εγκς: Σοβαρά; Τώρα;
Σηκώνεται και σκίζει με τα χέρια του το t-shirt του, μουγκρίζοντας άγρια.
Εγκς: Νιώθω άτρωτος! Νιώθω ότι δεν μπορεί κανείς να με πειράξει!
Τάρα: (κοιτάζοντάς τον) Α ναι; Εγώ, όμως, σε μισώ. Σε μισώ όσο δεν πάει.
Εγκς: Σκύλα! Κι εγώ σε μισώ.
Ο Εγκς πιάνει την Τάρα απ' τον λαιμό. Την κοιτάζει ερωτικά.
Εγκς: Ούτε καν προσπαθείς, έτσι;

Η Τάρα τον φιλάει. Στη συνέχεια, του ρίχνει ένα δυνατό χαστούκι. Η Μεριάν που παρακολουθεί τη σκηνή από απόσταση, γελάει ικανοποιημένη. Ο Εγκς κι η Τάρα αρχίζουν να γελάνε κι αυτοί. Η Τάρα σκάει μια γερή μπουνιά στον Εγκς και ταυτόχρονα γελάει σαν χαζή.

Εγκς: Μόνο αυτό μπορείς;

Η Τάρα, γελώντας, του ρίχνει μια ακόμα πιο δυνατή μπουνιά κι ο Εγκς γονατίζει από τον πόνο.

Εγκς: (σηκώνεται) Ήταν και γαμώ!

Ο Εγκς χαϊδεύει το μάγουλο της Τάρα και της σκάει κι αυτός ένα χαστούκι. Η Τάρα πέφτει κάτω από τον πόνο.

Τάρα: Που να σε πάρει, αγόρι μου. (συνέρχεται) Κάν' το πάλι! (χαμογελώντας).

Ο Εγκς της ρίχνει ένα πιο δυνατό χαστούκι.

Τάρα: Γαμώτο, σε θέλω πάρα πολύ.

Πέφτει πάνω του κι αρχίζουν να φιλιούνται. Η Μεριάν εγκαταλείπει το δωμάτιο, χαμογελώντας αυτάρεσκα με το κατόρθωμά της...

Δείτε και το βίντεο (μόνο για τολμηρούς):



Τώρα, για να μη λέτε ότι εγώ είμαι υπερβολική, που να δείτε τι κυκλοφορεί out there... Μέχρι και συνταγές που έχουν δημιουργήσει διάφοροι αφοσιωμένοι φαν της σειράς με βάση το συγκεκριμένο επεισόδιο, για να φτιάξετε κι εσείς το δικό σας Hunter's Souffle αλά Μεριάν. Όχι με ανθρώπινη καρδιά -duh- αλλά με το second best, όπως ας πούμε καρδιά μοσχαρίσια, ή αντ' αυτού, διάφορα άλλα διασκεδαστικά που μοιάζουν με αίμα στην όψη, όπως ας πούμε μαρμελάδα κεράσι...
Κι αν έχετε όρεξη για κανιβαλιστικά μαγειρέματα, ορίστε και μια συνταγή. Μόνο μην αρχίσετε κι εσείς τα χαστούκια μετά το φαγητό!

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Έργο τέχνης από φυστικοβούτυρο

Ρε παιδιά, στο θεό σας. Να σηκωθείς ο άνθρωπος πρωί-πρωί να πας σ' ένα μουσείο, να δεις λίγη τέχνη να ξεστραβωθείς και να καταλήξεις να πληρώνεις για την καταστροφή έργου; Κι όμως, συνέβη. Το μουσείο Boijmans van Beuninge στο Ρότερνταμ είχε μόλις πριν λίγους μήνες αγοράσει το έργο του Ολλανδού καλλιτέχνη Wim T. Schippers με τίτλο "Peanut Butter Platform", που είναι στην ουσία μια μεγάλη επιφάνεια (14 x 4 μέτρα), στρωμένη με φυστικοβούτυρο (1.100 λίτρα για την ακρίβεια, ή αλλιώς, περίπου 2.000 βάζα φυστικοβούτυρου).
Ναι, φυστικοβούτυρο. Το καλλιτεχνικό μότο
του κυρίου Schippers είναι το εξής: “in principle everything is meaningless and absurd, but is therefore worth the effort nevertheless”, που σημαίνει ότι μπορεί τα πάντα να είναι παράλογα ή ασήμαντα, παρόλα αυτά, όμως, αξίζουν τον κόπο. (Όχι, κύριε Schippers, λέω εγώ. Το φυστικοβούτυρο δεν είναι καθόλου ασήμαντο. Ούτε παράλογο.)
Anyway, που λέτε, πρίν λίγες μέρες, ένας επισκέπτης του μουσείου, ενώ βόλταρε αμέριμνος χαζεύοντας τα εκθέματα, κατά λάθος πάτησε επάνω στο έργο και το κατέστρεψε. Εντάξει, "κατέστρεψε" το λέει η διεύθυνση του μουσείου, κάπως υπερβολικό το
βρίσκω όμως. Στο κάτω-κάτω, λίγο ξόφαλτσα το πήρε μόνο στην άκρη, ο Χριστιανός (δείτε και τη φωτό, στην κάτω δεξιά γωνίτσα φαίνονται τα αποτυπώματα των παπουτσιών του). Το θέμα είναι ότι τώρα ο κύριος καλείται να πληρώσει ένα υπέρογκο ποσό για τη ζημιά, η οποία τελικά δεν καταλαβαίνω με τι τρόπο κοστολογήθηκε, αφού από ό,τι βλέπω, με ένα βαζάκι (δηλαδή πόσο; τρία ευρώ;) διορθώνεται μια χαρά, και περισσεύει και αρκετό για να κάνουν κι ένα μπραντς οι επιμελητές του μουσείου.
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε και ελαφρυντικό: δεν υπήρχε ούτε προστατευτικό κιγκλίδωμα γύρω από το έργο ούτε και καμία προειδοποιητική πινακίδα. Άσε που στο σύντομο διάστημα που βρίσκεται στο μουσείο το έργο, το ίδιο ατύχημα έχει ξανασυμβεί άλλες δύο φορές (όχι
από τον ίδιο επισκέπτη, χελόου, είπαμε στόκος, αλλά πόσο πια;)! Κι ωστόσο, η διεύθυνση αρνείται να τοποθετήσει κάγκελα γύρω από το έργο, με το επιχείρημα ότι θα κατέστρεφαν την αισθητική του όλου καλλιτεχνικού εγχειρήματος.
Τελικά, μου φαίνεται πως το έργο είναι γιαλλαντζί. Όλα μιλημένα είναι. Είναι στην ουσία μια παγίδα, για να προσελκύουν ανυποψίαστους επισκέπτες και να βγάζουν τα έξοδα του μουσείου (γιατί τέτοια έργα, ποιος να πλ
ηρώσει εισιτήριο για να πάει να τα δει;). Μήπως πρέπει να επιχειρήσουμε κι εμείς κάτι ανάλογο στις εγχώριες πινακοθήκες; 'Ισως είναι ένας καλός τρόπος να μαζέψουμε λεφτά για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που έχει καταντήσει γιοφύρι της Άρτας τόσα χρόνια, ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν...
Εγώ
πάντως, τον κύριο που πάτησε το έργο δεν τον αδικώ, ούτε και τους άλλους δύο πριν από αυτόν. Κι εμένα, το φυστικοβούτυρο με τραβάει σαν μαγνήτης. Αν το καλοσκεφτείτε, το συγκεκριμένο έργο είναι κάτι σαν τις μυγοπαγίδες με την κόλλα. Περνάς εσύ αμέριμνος, ζουζουνίζοντας, βζζζζζζ, το μυρίζεις -γιαμ γιαμ, σλουρπ!- και πας και κολλάς πάνω, χλατς, παγιδεύεσαι κι αυτό ήταν. Κι εγώ θα βουτούσα με τα χίλια. Και θα το έτρωγα κιόλας. Όλο, εκτός από το σημείο που πάτησαν τα παπούτσια μου, γιατί είπαμε, δεν είμαι και γύφτος.
Πάντως, αν ο κύριος Schippers ή κάποιος άλλος καλλιτέχνης ενδιαφέρεται να κάνει πραγματικότητα και την άλλη μου γαστριμαργική φαντασίωση, μια πισίνα γεμάτη λιωμένη σοκολάτα (με βατήρα, παρακαλώ), ας με ενημερώσει. Στο μεταξύ, φαντασίωση νούμερο 1, τουτέστιν μοκέτα από φυστικοβούτυρο, check!

Υ.Γ. Και για όποιον ενδιαφέρεται για τις υπόλοιπες καλλ
ιτεχνικές δημιουργίες του Schippers, το αμέσως επόμενο διασημότερο έργο του Ολλανδού καλλιτέχνη, είναι αυτό εδώ:

Ναι, καλά βλέπετε. Είναι ένα σκυλοκούραδο μνημειωδών διαστάσεων, τοποθετημένο στους περίφημους ολλανδέζικους κήπους Keukenhof, κοντά στην πόλη Lisse της Ολλανδίας. Ο καλλιτέχνης υπερασπίστηκε το έργο του λέγοντας ότι η ομορφιά μπορεί να βρεθεί ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Τα σχόλια δικά σας.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Mετά το El Bulli, τι;

Σύσσωμος ο κόσμος της υψηλής γαστρονομίας απόρησε όταν ο Ferran Adrià, ένας από τους διασημότερους και ιδιοφυέστερους σεφ όλων των εποχών, ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να κλείσει το περίφημο εστιατόριό του El Bulli στην Κόστα Μπράβα της Ισπανίας, ένα εστιατόριο που έχει βραβευθεί επανειλημμένα ως το καλύτερο του κόσμου, διαθέτει τρία αστέρια Michelin και δέχεται πάνω από 2.000.000 αιτήσεις για κράτηση ετησίως.
Η σχετική ανακοίνωση, που έγινε τον περασμένο Ιανουάριο, ξεσήκωσε θύελλα κουτσομπολιών και υποθέσεων περί των λόγων για τους οποίους ο
Adrià οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη απόφαση: λόγοι οικονομικοί; λόγοι υγείας; Τι ήταν, τελοσπάντων, αυτό που έσπρωξε τον Καταλανό σεφ να κλείσει ένα εστιατόριο που ήταν τόσο επιτυχημένο;
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο των New York Times, λοιπόν, ο
Adrià έσπευσε να εξηγήσει ότι πρώτα από όλα, έχοντας μάλιστα εργαστεί τόσο σκληρά τα τελευταία χρόνια, ήθελε να περάσει ένα διάστημα μακριά από την κουζίνα. Μάλιστα, μέσα στα σχέδιά του είναι να διδάξει, από τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, ένα μάθημα για την "επιστήμη της μαγειρικής" στο Χάρβαρντ. Μέσα στους επόμενους, δε, στόχους του είναι να επαναλειτουργήσει το El Bulli ως ίδρυμα γαστρονομικών ερευνών, που θα δημοσιεύει τα ευρήματά του δωρεάν στο διαδίκτυο. Όπως είπε ο πατέρας της μοριακής γαστρονομίας -όρος τον οποίο ο ίδιος υποτίθεται πως απεχθάνεται- σκοπός του δεν είναι τόσο το να δημιουργήσει νέες συνταγές, αλλά να αναπτύξει τεχνικές και μεθόδους μαγειρικής που μπορεί να βρουν εφαρμογή σε εστιατόρια ανά τον κόσμο και να φανούν χρήσιμες σε σεφ, οι οποίοι ενδεχομένως δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο ώστε να γίνουν αρκετά δημιουργικοί. Κατά τα λεγόμενα του αρθρογράφου των Times, Raphael Minder, με τον αλτρουιστικό αυτό τρόπο σκέψης ίσως ο Adrià ελπίζει να εξαλείψει την όποια ελιτίστικη αντίληψη έχει ενδεχομένως δημιουργήσει -άθελά του μεν, αναπόφευκτα δε- με το El Bulli. (Αναπόφευκτo και κατά τη δική μου γνώμη, όταν ένα δείπνο στο συγκεκριμένο εστιατόριο κοστίζει περίπου 300 ευρώ, τα οποία παρεμπιπτόντως ο Adrià θεωρεί λίγα για αυτό το οποίο προσφέρει και τονίζει ότι "και 1.000 να χρέωνε το άτομο, πάλι γεμάτο θα ήταν το εστιατόριο". Τριάστερο, δεν λέω, αλλά και πάλι, λίγα δεν τα λες, n' est-ce pas?)
Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο ήταν, παρεμπιμπόντως, ένα
υπερπολυτελές δείπνο που διοργάνωσε η Dom Perignon, με chef τον Ferran Adrià και chef de cave τον Richard Geoffroy, ένα δείπνο 47 πιάτων, παρακαλώ, και μάλιστα με τρομερά exclusive -και cosmopolitan- guest list στο Roses της Ισπανίας.
Αυτό το δείπνο πρέπει να ήταν πραγματικά
η απόλυτη γαστρονομική εμπειρία... Φυσικά, είναι σχετικά απίθανο να παραβρεθούμε ποτέ σε ένα τέτοιο event και επειδή δεν προλαβαίνουμε να πάμε και στο El Bulli (υποψιάζομαι ότι μέχρι τον Ιούλιο, που κατεβάζει ρολά, θα είναι κλεισμένο, αλλιώς θα πήγαινα, χαχα), ο ακούραστος και πολυπράγμων σεφ μας ετοιμάζει κάτι άλλο: ένα εστιατόριο για tapas, στη Βαρκελώνη, παρέα με τον αδερφό του Alberto. Ό,τι πρέπει, δηλαδή, για να μπορέσουμε κι εμείς, οι κοινοί θνητοί, να γευτούμε ένα κομματάκι από τη μεγαλοφυΐα του Adrià, αν και ο ίδιος τονίζει πως πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό από το El Bulli.
Σκοπός του ήταν ν
α ανοίξει ένα εστιατόριο που να συνδυάζει το μοντέρνο με το παραδοσιακό, και τι πιο παραδοσιακό για τους Ισπανούς από τα περίφημα tapas; Tα tapas, κατά τους Adrià, είναι ένα είδος ταυτότητας, ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή. Είναι μια γαστρονομική γλώσσα, ένας διασκεδαστικός και ανεπίσημος τρόπος να τρως και να μοιράζεσαι το γεύμα σου με άλλους ανθρώπους. Οι αδερφοί Adrià προσπαθούν με αυτό το νέο εγχείρημα να διαδώσουν τη στάση του tapear, που σημαίνει να κάνεις barhopping για να απολαύσεις tapas παρέα με τους φίλους σου.
Και τι πρόκειται να γευτούμε στο εστιατόριο των α/φών
Adrià; Μεταξύ άλλων, όστρακα που περιέχουν μια εδώδιμη πέρλα -κατασκευασμένη με μία από τις διάσημες τεχνικές μοριακής γαστρονομίας του Adrià, αλλά και παγωτό που θα μας σερβίρουν από ένα παραδοσιακό τροχήλατο καροτσάκι παγωτατζή, που θα φέρνουν οι σερβιτόροι στο τραπέζι μας, καθώς και άλλα πολλά διασκεδαστικά, γιατί οι Adrià εξηγούν πως βλέπουν την εστιατορική αυτή εμπειρία ως μια παράσταση με πρωταγωνιστή το φαγητό! Μια παράσταση, με τίτλο "La Vida Tapa", σε ένα εστιατόριο (ταπατζίδικο; ταπισερί; πώς λέγεται τελοσπάντων;) ονόματι Tickets! Δεν ξέρω αν εσείς ανυπομονείτε να πάτε στη Βαρκελώνη μετά από αυτό, εγώ πάντως σίγουρα!

Παρακάτω, μπορείτε να απολαύσετε το βίντεο που δημοσίευσε η Guardian, όπου παρουσιάζεται αναλυτικά το εστιατόριο Tickets.







Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Food Quote #13

Food quote #13

"Το φαγητό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο. Εκπροσωπεί τη ζωή. Σ' όλους τους πολιτισμούς, μετά από μια κηδεία ακολουθεί κι ένα τραπέζι. Αυτοί που μένουν πρέπει να φάνε, γιατί το φαγητό απομακρύνει τον θάνατο. Είναι η ζωή."


Αντόνιο Ταμπούκι, Ιταλός συγγραφέας (γ. 1943).

Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι από συνέντευξη του συγγραφέα στο "Επτά" της Ελευθεροτυπίας, που δόθηκε με αφορμή τη διάλεξή του στο Μέγαρο Μουσικής στις 19/5.

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Εστιατόριο Funky Gourmet στον Κεραμεικό

Ενώ καθόμουν εδώ και λίγες βδομάδες σε αναμμένα κάρβουνα, αναρωτώμενη εάν το Αθηνόραμα θα επαναλάμβανε και φέτος την προσφορά της μισής τιμής για τα prix fixe menus στα εστιατόρια των Χρυσών Σκούφων, κι έμπαινα και ξανάμπαινα στην ιστοσελίδα του περιοδικού και προσφορά δεν έβλεπα και το είχα πια ξεγράψει, με πήρε τηλέφωνο η φίλη μου η Ν. την προηγούμενη Πέμπτη και μου είπε πως άκουσε σχετική διαφήμιση. Έσπευσα φυσικά να αγοράσω το τεύχος και να κάνω κρατήσεις...
Αποφάσισα, λοιπόν, να ξεκινήσω με το Funky Gourmet, για το οποίο ακούω πολύ καλά λόγια από την πρώτη στιγμή που άνοιξε τις πόρτες του. Οι ιδιοκτήτες του, Αργυρώ και Γεωργιάννα Χιλιαδάκη και Νίκος Ρούσσος (οι τελευταίοι δύο είναι και οι chef του Funky Gourmet), ξεκίνησαν την επιχείρηση ως εταιρεία private cheffing, διοργανώνοντας δείπνα κατά παραγγελία είτε στον χώρο των πελατών, είτε στον δικό τους χώρο, στον Κεραμεικό, ώσπου αποφάσισαν να λειτουργήσουν και ως κανονικό εστιατόριο.
Το κτήριο είναι ένα πανέμορφο, αναπαλαιωμένο νεοκλασικό και το εστιατόριο βρίσκεται στη βεράντα του επάνω ορόφου, η οποία περιστοιχίζεται από τζαμαρία, προσφέροντας θ
έα στα τριγύρω -υπέρκομψα επίσης- νεοκλασικά. Ο χώρος είναι λιτός, με μαύρα τραπέζια και λευκές καρέκλες, ενώ τους επίσης μαύρους τοίχους κοσμούν πίνακες του Στέφανου Ρόκκου.
Αμέσως μόλις καθίσαμε, μας πρόσφεραν το μενού τυπωμένο, καθώς και τη λίστα κρασιού, για να επιλέξουμε τι θα πιούμε. To menu αποτελείτο από πέντε πιάτα, από τα οποία το πρώτο προσγειώθηκε μπροστά μας σχεδόν με το που καθίσαμε. Μας έκανε αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι το εστιατόριο δεν πρόσφερε ούτε amuse bouche ούτε καν ένα ντιπ ή έστω ένα βούτυρο για να συνοδεύσουμε το ψωμί μας, αλλά υποθέτω ότι αυτό μπορεί να είναι και θέμα concept.
Το πρώτο πιάτο, λοιπόν, ήταν χωριάτικη σαλάτα σε μορφή γρανίτας, μέσα σε μια σούπα αμυγδάλου. Ενδιαφέρου
σα ιδέα, αλλά μετά τις δύο πρώτες μπουκιές, που έχεις ξεπεράσει πια την πρωτοτυπία του εγχειρήματος, δεν σου μένει κάτι γευστικά -το δε αμύγδαλο δεν μπορώ να πω ότι "ακουγόταν" με ένταση.
Το επόμενο πιάτο, ο σολομός με αρώματα thai και κρέμα wasabi, ήταν κατά τη σύμφωνη άποψη και των δύο μας το καλύτερο του μενού. Άψογη αισθητική, άρτια γεωμετρία και εντυπωσιακές αντιθέσεις χρωμάτων και υφών: τρεις κύβοι σολομού στη σειρά, καλυμμένοι από μια λωρίδα ζελατίνης από ξύδι ρυζιού, δύο σταγόνες μαρμελάδας και κρεμμυδιού στο πλάι του καθενός και μπροστά τους τρία λοφάκια από ψίχουλα φρυγανισμένου ψωμιού με τριμμένο τζίντζερ και ξύσμα λεμονιού. Πραγματική απόλαυση για τον ουρανίσκο!

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το ασιατικό αυτό πιάτο, κατά τη γνώμη μου, δεν έδενε αρμονικά με το επόμενο, που ήταν κα
θαρά μεσογειακής έμπνευσης: το ριζότο κουνουπιδιού ήταν μάλλον το πιο αδύναμο πιάτο του μενού, αφού η υπερπληθώρα συστατικών στοιχείων δεν παρουσίαζε συνοχή ως σύνολο. Ωραία μεν τα μεμονωμένα στοιχεία, όμορφα χυλωμένο το ριζότο, χαριτωμένη πινελιά το τσιπς κουνουπιδιού, ενδιαφέρον και πρωτότυπο το βάσκικο τυρί Idiazábal, όμως, το μπρόκολο, η κρέμα πιπεριάς Φλωρίνης, καθώς και η ελιά θεωρώ πως δεν εξυπηρετούσαν γευστικά σε κάτι και απλώς προκαλούσαν σύγχυση.
Στο μεταξύ, το ένα πιάτο προσγειωνόταν στο τραπέζι μας μετά το άλλο, σχεδόν πριν καλά-καλά προλάβουμε να ακουμπήσουμε κάτω το πηρούνι, πράγμα που σε ένα τέτοιο δείπνο, όπου η κάθε μπο
υκιά θέλει και νοητική επεξεργασία, ήταν τουλάχιστον αγχωτικό.
Το επόμενο πιάτο, το κοτοπουλάκι poussin με πατάτες, ήταν συμπαθέστατο, αλλά όχι απογειωτικό. Το κρέας αυτό καθαυτό ήταν φυσικά τρυφερότατο και άψογα ψημένο. Ωραία και η πανακότα φέτας, ωραία και η αλοιφή πιπεριάς, νοσταλγική πινελιά παράδοσης η μίνι σαλατούλα μαρουλιού και άνιθου, όμως, το πιάτο δεν είχε κάποιο στοιχείο που να κάνει την έκπληξη.

Μ' αυτά και μ' αυτά, φτάσαμε και στο επιδόρπιο, που είναι -απ' ό,τι έχω καταλάβει, καθότι έχω δει ουκ ολίγες αναφορές γι' αυτό στον Τύπο- και το grand succès του καταστήματος: το Black Forest. Κυριολεκτικά!
Εν ολίγοις, ένα σκοτεινό, παραμυθένιο δάσος, βγαλμένο κατευθείαν από το σύμπαν του Τόλκιν, τις ιστορίες το
υ Σαρλ Περό ή ακόμα και ταινία του Τιμ Μπάρτον ή του Τέρι Γκίλιαμ, φτιαγμένο αποκλειστικά από γλυκίσματα! Δεντράκια με κορμό από σοκολάτα και φύλλωμα από μαλλί της γριάς, χώμα από κακάο σε σκόνη και βραχάκια από σοκολάτα που περίκλειαν παγωτό βανίλια... Με άλλα λόγια, ένα επιδόρπιο με άψογη παρουσίαση αφενός και διασκεδαστικό και παιχνιδιάρικο στην κατανάλωσή του αφετέρου!
Συνοψίζοντας, το Funky Gourmet είναι όντως και funky και gourmet. Έχω κάποιες ενστάσεις, κυρίως ως προς τον σχεδιασμό του συγκεκριμένου μενού, διότι θεωρώ ότι δεν ήταν πολύ ταιριαστή η ακολουθία των πιάτων, αλλά και ως προς το σερβίρισμα του συγκεκριμένου event, που θα έπρεπε να είναι λιγάκι πιο χαλαρό. Φανταστείτε ότι 5 πιάτα μας πήραν περίπου μία ώρα κι ένα τέταρτο: ένιωσα λες και κυνηγούσαμε κάποιο παγκόσμιο ρ
εκόρ της ταχύτερης κατανάλωσης μενού degustation! Όλα τα πιάτα έχουν άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα, και αυτό που κάνει το εστιατόριο να ξεχωρίζει είναι κατά τη γνώμη μου η πρωτοτυπία στην παρουσίαση των πιάτων, με ένα κέφι και μια πληθωρικότητα που είναι πολύ διασκεδαστική -και funky, αν μη τι άλλο. Αυτή η πληθωρικότητα των συστατικών στοιχείων που λειτουργεί πολύ καλά στην εμφάνιση, όμως, ένιωσα ότι δεν είχε πάντα την ίδια ανταποδοτικότητα και στον τομέα της γεύσης. Για παράδειγμα, το πέταλο βιολέτας (ναι, εδώδιμη είναι, μην απορείτε) στόλιζε μεν ωραιότατα το ριζότο, αλλά του πρόσθετε κάτι γευστικά; Θετική εντύπωση μου έκανε και η μετρημένη χρήση των τεχνικών της μοριακής γαστρονομίας (μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Γεωργιάννα Χιλιαδάκη έχει θητεύσει και στο τριάστερο El Bulli, πλάι στον πολύ Ferran Adrià), γιατί πραγματικά δεν είναι ανάγκη να αποτελείται ολόκληρο το πιάτο από χημικά τρικ, ένα ή δύο στοιχεία του αρκούν και κάνουν τη διαφορά.
Βέβαια, για όλα αυτά, μια επίσκεψη δεν αρκεί για να βγάλει κανείς ετυμηγορία, και εστιατόρια αυτή της κατηγορίας χρειάζονται επαναληπτικές επισκέψεις για να τα εμπεδώσεις στην πλήρη έκτασή τους, οπότε επιφυλάσσομαι. Και το θετικό είναι ότι το Funky Gourmet οπωσδήποτε με τραβάει να το εξερευνήσω περισσότερο...

Κουζίνα: σύγχρονη διεθνής δημιουργική
Τιμές: 70-100 ευρώ το άτομο
Spotted: Αλέξανδρος Παπανδρέου
Διεύθυνση: Παραμυθιάς 13 & Σαλαμίνος, Κεραμεικός
Τηλ: 210 52 42 727


Y.Γ. Ρίξτε μια ματιά στις εικόνες, στην ιστοσελίδα του Funky Gourmet. Θα εντυπωσιαστείτε!
Y.Γ.2 Η φωτογραφία είναι από το qubo.gr.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Ο chef Donald φτιάχνει βάφλες...

Tίποτα δεν συγκρίνεται με ένα καλό κλασικό καρτούν από εκείνα τα παλιά, τα πρώτα... Στο συγκεκριμένο film, που τιτλοφορείται "Chef Donald" και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1941, ο Ντόναλντ αποφασίζει να φτιάξει βάφλες ακούγοντας μια συνταγή από το ραδιόφωνο. Κι εκεί που όλα πάνε κατ' ευχήν, μπερδεύει το δοχείο του μπέικιν πάουντερ με ένα άλλο που γράφει επάνω "rubber cement". Και φυσικά, ως συνήθως, ακολουθεί το χάος, αφού στην κουζίνα του οξύθυμου παπιού γίνεται κυριολεκτικά της κολάσεως. Και βέβαια κανένα καρτούν με τον Ντόναλντ δεν θα ήταν ολοκληρωμένο χωρίς τη χαρακτηριστική φωνή του μοναδικού Clarence Nash να αρθρώνει ακατάληπτες ατάκες τις οποίες τις περισσότερες φορές μάταια οι θεατές προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν...
Favorite moment:
στο 4.43', ο Ντόναλντ κατά λάθος ψήνει στη βαφλιέρα την ουρά του (το ουρλιαχτό που πατάει ειδικά, με πεθαίνει σας λέω χαχαχα), η οποία αποκτά καφέ τετραγωνάκια, και στη συνέχεια η φωνή από το ραδιοφώνο ρωτά τους ακροατές: "Is your waffle a nice golden brown? Perhaps you should cook it just a little longer..."

Απολαύστε το:



Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

O Stephen Fry ως chef Gordon Gordon Wyatt στο Bones

To Bones είναι μία από τις αγαπημένες μου τηλεοπτικές σειρές και, όχι, αν αναρωτιέστε, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη γαστρονομία, αλλά με την επίλυση φόνων από έναν πράκτορα του FBI, τον πράκτορα Μπουθ (David Boreanz) και μία ανθρωπολόγο με ειδίκευση στην εγκληματολογία, την δρα Τέμπερανς Μπρέναν (Emily Deshanel) που εργάζεται στο Jeffersonian Institute, στην Ουάσινγκτον. Στη σειρά, έχει συχνά κάνει γκεστ εμφανίσεις ο γνωστός ηθοποιός Stephen Fry ως ο εκκεντρικός Βρετανός ψυχίατρος Γκόρντον Γκόρντον Γουάιατ με το φλεγματικό χιούμορ, που έχει δανείσει αρκετές φορές τα φώτα του στους δύο πρωταγωνιστές για υποθέσεις που χρειάζονταν ψυχιατρική ανάλυση. Κάποια στιγμή, όμως, ο Γκόρντον Γκόρντον Γουάιατ αποφασίζει ότι η καριέρα του σεφ τού ταιριάζει καλύτερα και παρατά την ψυχιατρική για χάρη της κουζίνας... (Και εδώ έρχομαι εγώ, που φυσικά δεν χάνω ευκαιρία να παντρέψω τα χόμπι μου μεταξύ τους, χαχά. Άλλωστε, όπως λέει και ο Γκόρντον στο συγκεκριμένο επεισόδιο, "there is more than one way to feed people"...)
Η παρακάτω σκηνή, λοιπόν, εκτυλίσσεται στο εστιατόριο όπου εργάζεται ο Γκόρντον, όταν ο Μπουθ πηγαίνει να τον βρει προκειμένου να του ζητήσει τη βοήθειά του για ένα προσωπικό θέμα που τον απασχολεί. (Κύκλος 5, επεισόδιο 7.)

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Πάμε, δύο λαυράκια, μία πάπια κι ένα rib eye, ψήσιμο rare!

(Μπαίνει ο Μπουθ.)

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Το ένα λαυράκι είναι χωρίς πατάτες. Καλά, αυτός χάνει, ο άσχετος φαταούλας κοιλαράς!

ΜΠΟΥΘ: Δηλαδή, προτιμάς αυτό εδώ από την ψυχιατρική;

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Πράκτορα Μπουθ! Nαι, για να είμαι ειλικρινής, το προτιμώ. Έχει να κάνει με τις μυρωδιές... Κι επιπλέον, το "σεφ Γκόρντον Γκόρντον Γουάιατ" ακούγεται πολύ πιο εντυπωσιακό από το "Δρ. Γκόρντον Γκόρντον Γουάιατ". Τι λες κι εσύ; (Τείνει ένα τηγάνι προς το μέρος του Μπουθ. Ο Μπουθ το μυρίζει.)

ΜΠΟΥΘ: Oυάου, φανταστικό!

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: (Ενθουσιασμένος) Μα δεν είναι; Δεν είναι; Λοιπόν, σε τι οφείλω την ευχαρίστηση;

ΜΠΟΥΘ: Κοίτα, βασικά...

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: (Εκνευρισμένος) Προσοχή με τις μορχέλλες, 'Ιλαν, κοστίζουν 120 δολάρια το κιλό!

ΊΛΑΝ: Συγγνώμη, σεφ!

MΠΟΥΘ: Σεφ, χρειάζομαι τη συμβουλή σου.

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Κοίτα, μπορώ να σε συμβουλεύσω πώς να φτιάξεις μια καλή ομελέτα ή πώς να ψήσεις χοιρινά παϊδάκια σε κενό αέρος.

ΜΠΟΥΘ: Όχι, συμβουλή τρελογιατρού χρειάζομαι.

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Έχω σταματήσει να είμαι ψυχίατρος εδώ και αρκετό καιρό, όπως ξέρεις. Έτοιμες οι δύο πίτες του βοσκού και το καρέ αρνιού! Έχει να κάνει με την εγχείρηση που έκανες στην γκλάβα σου πέρυσι;

ΜΠΟΥΘ: Αυτό θα ήθελα να μάθω.

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Φοβάμαι πως η εξειδίκευσή μου σε θέματα εγκεφάλου πλέον περιορίζεται στην προετοιμασία ενός υπέροχου πιάτου με μυαλά σοταρισμένα, συνοδεία σάλτσας beurre noir.

ΜΠΟΥΘ: Πες πως είμαι κι εγώ μια συνταγή προς εκτέλεση.

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Ξέρεις τι; Να, πάρε αυτό εδώ. (Δίνει στον Μπουθ ένα πιάτο με φαγητό.)

ΜΠΟΥΘ: Οκέι.

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Κι αυτό εδώ. (Δίνει στον Μπουθ ένα πηρούνι.)

ΜΠΟΥΘ: Έγινε.

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Πήγαινε κάτσε σ' εκείνο το τραπέζι. (Στο προσωπικό:) Το τραπέζι του σεφ, κάποιος, τελοσπάντων! Ετοιμάστε το! Ευχαριστώ!

ΜΠΟΥΘ: Δηλαδή, αν το φάω αυτό, θα γίνω καλά;

ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΟΥΑΪΑΤ: Φυσικά και όχι. Απλώς θα έχεις κάτι ν' ασχοληθείς μέχρι το διάλειμμά μου. Ας έρθει επιτέλους κάποιος να πάρει τα πιάτα! Ευχαριστώ!

(Ο Μπουθ τσιμπάει με το πηρούνι του ένα περίεργο πράγμα μέσα από το πιάτο και το κοιτάει διερευνητικά.)

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Εστιατόριο Χριστίνα δια χειρός Τσελεμεντέ στην Κηφισιά

Όντας εις μόνιμη αναζήτηση εστιατορίων με προσιτές τιμές για κάθε μέρα, είναι προφανές το πόσο χάρηκα όταν ανακάλυψα την καινούργια προσθήκη στην άνωθεν λίστα μου: το Χριστίνα δια χειρός Τσελεμεντέ στην Κηφισιά.
O χώρος είναι πολύ περιποιημένος, σύγχρονος, σε τόνους του γκρι και του λευκού, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια αύρα παλιακότητας, κυρίως χάρη στις φερ φορζέ λευκές πολυθρόνες στην αυλή, που μ' έκαναν να θυμηθώ με νοσταλγία το σπίτι της γιαγιάς μου (ποιο ελληνικό σπίτι δεν είχε τέτοιες στην αυλή, τον κήπο, τη βεράντα ή το μπαλκόνι του, πριν αντικατασταθούν συλλήβδην από τα Μade in Indonesia έπιπλα από ξύλο teak;), αλλά και τα χάρτινα, άσπρα δαντελωτά σουπλά για τα πιάτα -τύπου σεμεδάκι κεντητό- μια πινελιά που εμένα μου θύμισε παλιό συνοικιακό ζαχαροπλαστείο...
Η κουζίνα είναι κλασική ελληνική και αποπνέει μια αίσθηση οικειότητας, η οποία προφανώς οφείλεται στο ότι ένας από τους ιδιοκτήτες είναι και ο εγγονός του Νίκου Τσελεμεντέ, του εθνικού μας αρχιμάγειρα και συνταγογράφου. O κατάλογος είναι μικρός αλλά περιεκτικός και περιλαμβάνει πολλά παραδοσιακά ελληνικά πιάτα, όπως σουτζουκάκια, λεμονάτο χοιρινό, λαχανοντολμάδες ή κουνέλι στιφάδο.
Ξεκινήσαμε με μια σαλάτα πράσινη ανάμεικτη, με φλοίδες αμυγδάλου, φέτα μαριναρισμένη σε λάδι και πιπεριές Φλωρίνης (9,5 ευρώ), η οποία ήταν το μόνο πιάτο που μας απογοήτευσε, καθώς τα λαχανικά δεν ήταν φρεσκοκομμένα και είχαν κάπως μαραθεί. Μας αποζημίωσαν, όμως, με το παραπάνω οι τηγανητές πατάτες με αυγά (7 ευρώ) -που απ' ό,τι έχω καταλάβει είναι και το σουξέ το μαγαζιού. Το αυγό μάτι στη μέση, μέσα σε μια φωλιά από λεπτοκομμένες πατάτες, ζουμερό και με μπόλικο κρόκο, σε προσκαλεί για άφθονες βούτες χωρίς καμία αιδώ.
Από τα κυρίως, το δικό μου κοκκινιστό χταποδάκι με μακαρονάκι κοφτό ήταν πολύ νόστιμο (αν και ίσως λίγο παραπάνω αλμυρό από ό,τι θα έπρεπε), ενώ η γεμιστή με μοσχάρι κοκκινιστό και φέτα μελιτζάνα (12,5 ευρώ) του Σ. ήταν άψογη και ζουμερή.
Η σπίτισια αίσθηση επεκτείνεται και στο ρεπερτόριο των επιδορπίων, από τα οποία είπαμε να επιλέξουμε το σπιτικότερο όλων: το σοκολατένιο μωσαϊκό. Αν και δεν είναι ακριβώς το καταλληλότερο γλύκισμα για να ολοκληρώσει κανείς ένα δείπνο (για να λέμε την αλήθεια, είναι κάπως απογευματινό treat), ήταν ακριβώς αυτό που περιμένει κανείς από ένα μωσαϊκό: αυτό που λέμε comfort food. Όμορφη ιδέα και το κέρασμα στο τέλος: λικέρ μαστίχας με λεμόνι και δροσερές φέτες αγγουριού... (Η ιδέα εκλάπη και θα την εφαρμόζω κι εγώ συστηματικά πλέον στα καλέσματά μου, χαχά.)
Με λίγα λόγια, τη Χριστίνα δια χειρός Τσελεμεντέ τη συστήνω, για την ανεπιτήδευτη ατμόσφαιρα, τις προσιτές τιμές και τις νοσταλγικές, σπιτικές γεύσεις. Σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, τόσο στην εκτέλεση ορισμένων συνταγών, όσο και στο σέρβις, ωστόσο σε γενικές γραμμές, το εστιατόριο είναι αυτό που λέμε value for money.

Κουζίνα: ελληνική παραδοσιακή
Τιμές: 15-20 το άτομο
Διεύθυνση: Πλατεία Αγ. Δημητρίου 17, Κηφισιά
Τηλ: 210 80 85 233

Y.Γ. Και μιας και μιλούσαμε για τον Τσελεμεντέ, έτυχε να διαβάσω πρόσφατα αυτό το ενδιαφέρον άρθρο του Μανώλη Πιμπλή στην εφημερίδα "Τα Νέα", με θέμα τη διατροφή στην Κατοχή, που γράφτηκε με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου "Συνταγές της πείνας" της Ελένης Νικολαΐδου από τις εκδόσεις Οξυγόνο.
Στο άρθρο συμπεριλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, tip του Νίκου Τσελεμεντέ (βλ, φωτογρ. κάτω δεξιά) με τίτλο "ψιχουλολογία", για τις νοικοκυρές της εποχής:

"Και τώρα ας κάµωµε και λίγη ψιχουλολογία! Προ καιρού ακούονται οι συµβουλές από τους αρµοδίους να µαζεύωµεν τα ψίχουλα καινα τα χρησιµοποιούµε στην µαγειρική. Στην αρχή ο πολύς κόσµος το πήρε στ’ αστεία γιατί το νόµιζε ανάξιο προσοχής. Οσοι όµως δοκίµασαν το µάζευµα είδον µε έκπληξί τους ότι σε µια βδοµάδα γέµιζαν ένα σακκουλάκι. Και όσοι δεν το πιστεύουν ακόµα ας ακούσουν µια στατιστική του υπουργείου Αγορανοµίας.
Υπολογίζοντες 8 δράµια ψίχουλα την ηµέραν, από κάθε οικ
ογένειαν – και τα οποία επήγαιναν στα σκουπίδια – έχοµεν ένα ποσόν ηµερησίως από 40 τόννους σιτάρι. Και ούτω πετούµε στον τενεκέ των σκουπιδιών µίαν ποσότητα από ψίχουλα που κοστίζουν τον χρόνον περί τα 100 εκατοµµύρια δραχµάς. Αν τα υπολογίσωµεν 4 δράµια µόνον την ηµέραν, τώρα που δεν είνε άφθονα, έχοµε πάλι περί τα 50 εκατοµµύρια σπατάλη. Και αν θέλωµεν να κάµωµε και άλλο σκόντο στο τέταρτο, δεν είνε λίγα και τα 25 εκατοµµύρια να πηγαίνουν στα σκουπίδια. Να λοιπόν τι αξίζει να µαζεύωνται τα ψίχουλα»."


Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Eστιατόριο Cibus στο Ζάππειο

'Ολο και περισσότερα εστιατόρια της πόλης αρχίζουν να πιάνουν το νόημα και να οργανώνουν βραδιές προσφορών με prix fixe μενού. Ένα από αυτά είναι και το Cibus, που εδώ και λίγους μήνες κάθε Τετάρτη -και πλέον και τις Πέμπτες- προσφέρει ένα μενού στην τιμή των 30 ευρώ. Πολύ καλή προσφορά, δεδομένου ότι, υπό κανονικές συνθήκες, στοιχίζει γύρω στα 60 ευρώ το άτομο για να δειπνήσει κανείς στο συγκεκριμένο ρεστοράν. Το μενού έχει τίτλο "Ελληνικά Βραβευμένα" και πρόκειται για μία "σύνοψη" των γεύσεων που οδήγησαν τον σεφ Δημήτρη Δημητριάδη στη φετινή διάκριση του εστιατορίου στα βραβεία Χρυσών Σκούφων στην κατηγορία Ελληνικής Κουζίνας.
"Cibus" σημαίνει "φαγητό" ή "τροφή" στα Λατινικά, και μπορεί ετυμολογικά να μη συνδέεται με το "τσιμπούσι", πάντως εσείς προετοιμαστείτε για ένα cibus-ι με τα όλα του, καθώς το μενού αποτελείται από πέντε πιάτα...
Πριν μπείτε στο εστιατόριο, κάντε και μια μικρή βόλτα στον κήπο του Ζαππείου, που το βράδυ -ειδικά τώρα που ανοίγει και ο καιρός- είναι πραγματικά υπέροχος. Η διακόσμηση του Cibus είναι λιτή και ο χώρος είναι εντελώς μίνιμαλ, πράγμα σοφό, κατά τη γνώμη μου, γιατί η εκπληκτική θέα στην Ακρόπολη (η μία πλευρά καλύπτεται ολόκληρη από τζαμαρία) είναι από μόνη της αρκετό στολίδι. Κομψές εκρού δερμάτινες πολυθρόνες, τοίχοι επενδεδυμένοι με λευκό δέρμα και λευκά λινά τραπεζομάντηλα, χαμηλός φωτισμός, you get the drill. Με εξέπληξαν, οφείλω να σας πω, οι μουσικές επιλογές: χαλαρή φανκ σε χαμηλούς τόνους, που είναι πάντα ευπρόσδεκτη, as far as I am concerned.
Το γεύμα ξεκινά με την απαραίτητη τριπλέτα από amuse bouche: ζελέ ντομάτας σε σχήμα κύβου με μια φέτα ελιάς, κατσικίσιο τυρί σε μορφή πανακότας πάνω σε κράκερ χαρουπόψωμου και μαριναρισμένο χταπόδι μέσα σε κουτάλι. Συνοδεύτηκαν, φυσικά, από ζεστά μικρά ψωμάκια.
Το ξεκίνημα ήταν πολύ δυνατό: ψαρόσουπα με χτένια, γαριδάκι Σύμης, ταπιόκα και αρωματικά (τιμή καταλόγου 13 ευρώ). Τα θαλασσινά είναι τοποθετημένα σε γεωμετρική παράταξη στο πιάτο και κατά το σερβίρισμα, ο ζωμός περιχύνεται καυτός επάνω τους. Ιδανικός συνδυασμός comfort food και ντελικάτης μεσογειακής γεύσης, η ταπιόκα δίνει εξαιρετικό άρωμα, όσο για το χτένι, όταν το βάλετε στο στόμα σας (αφήστε το για το τέλος), θα θέλετε να μην σας ενοχλήσουν για αρκετά δευτερόλεπτα...
Συνεχίσαμε με σουπιές με σπανάκι, άγριο μάραθο, φύλλο απο μελάνι σουπιάς και ντοματάκι κονφί (14 ευρώ). Επίσης πολύ καλό πιάτο, με φινετσάτη, σύγχρονη παρουσίαση. Εκπληκτικό το φύλλο με μελάνι σε συνδυασμό με το ντοματάκι, οι σουπιές, όμως, συμφωνήσαμε ομόφωνα πως, αν και άψογες σε υφή, χρειάζονταν λίγο περισσότερη γευστική ένταση, λίγο tweak που λέει κι ο Jamie Oliver.
Το επόμενο πιάτο ήταν κατά τη γνώμη μου το second best μετά την άψογη σούπα: κουσκουσάκι ριζότο με άγρια μανιτάρια, καπνιστό χοιρινό, θυμάρι και τοματίνια κονφί (15 ευρώ). Τέλεια υφή και χύλωμα στο κουσκουσάκι, τα μανιτάρια ήταν βασιλομανίταρα (που τα λατρεύω) τα τοματίνια πρόσθεταν την απαραίτητη γλύκα, ενώ το χοιρινό έδινε την ιδανική πικάντικη νότα στο σύνολο.
Το κυρίως πιάτο, μάγουλα μόσχου με νιόκι από κασέρι, ζωμό μανιταριών και τρούφα (24 ευρώ), αν και ολόσωστα μαγειρεμένο, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν το απόλαυσα τόσο όσο τα υπόλοιπα. Συντελεί βέβαια και το γεγονός ότι δεν είμαι μεγάλος φαν των μαγούλων, ωστόσο όλοι συμφωνήσαμε πως δεν είχε τη γευστική ποικιλία των τριών προηγούμενων πιάτων, ενώ τα νιόκι με κασέρι βρήκα πως υστερούσαν σε υφή (ομολογώ πως είμαι τρομερά αυστηρή στο θέμα των νιόκι, βέβαια). Παρόλα αυτά, εκτίμησα πολύ το σερβίρισμα του κρέατος μέσα στον ζωμό των μανιταριών.
Το επιδόρπιο μας δίχασε: σιμιγδαλένιος χαλβάς με αχλάδι, φιστίκια Αιγίνης και παγωτό με γάλα αμυγδάλου. Ενδιαφέρουσα πινελιά το "παραδοσιακό" σερβίρισμα μέσα σε βάζο με καπάκι, το γευστικό αποτέλεσμα, όμως, το βρήκα υπερβολικά πληθωρικό. Το παγωτό ήταν πραγματικά ά-ψο-γο, το ποσαρισμένο αχλάδι επίσης, όσον, όμως, αφορά τον χαλβά αυτόν καθεαυτόν, η υφή του ήταν υπερβολικά τραγανή για τα γούστα μου, ενώ τα ολόκληρα φυστίκια Αιγίνης θεωρώ πως δημιουργούσαν ένα σύνολο από διαφορετικές υφές που προσωπικά με μπέρδευε κάπως. Θα προτιμούσα το συγκεκριμένο επιδόρπιο με ένα στοιχείο λιγότερο. Ο φίλος Γ., από την άλλη, διαφώνησε καθέτως και περιμάζεψε και ό,τι είχα αφήσει στο πιάτο μου, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ολοκληρώσαμε το γεύμα με τα mignardises, που ήταν καταπληκτικά και τα τρία: guimauve από passion fruit, καραμελωμένα φρούτα και ξηροί καρποί με επικάλυψη λευκής σοκολάτας και σοκολατάκι γάλακτος με επικάλυψη κακάο.
Γενικά το επίπεδο της κουζίνας ήταν πολύ υψηλό, τόσο όσον αφορά την τεχνική, όσο και τις γεύσεις και μείναμε όλοι μας πολύ ικανοποιημένοι. Επίσης, το σέρβις ήταν άψογο και το προσωπικό ευχάριστο, διακριτικό όσο πρέπει, αλλά και πάντα παρόν. Η τιμή, δε, των 30 ευρώ είναι πολύ καλή για το συγκεκριμένο μενού, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες στοιχίζει γύρω στα 75 ευρώ. Ωστόσο, έχω να παρατηρήσω, ότι βρίσκω την τιμή των 8 ευρώ υπερβολική για ένα ποτήρι κρασί, καθώς μαζί με το νερό τελικά κληθήκαμε να πληρώσουμε 40 ευρώ το άτομο. Κατά τα άλλα, η κοστολόγηση των πιάτων του καταλόγου είναι αρκετά λογική, αναλογικά πάντα με την ποιότητα, το ύφος και την κατηγορία του εστιατορίου. Θα ξαναπήγαινα αργότερα το καλοκαίρι, για να απολαύσω το φαγητό, αλλά και την υπέροχη θέα από κάποιο από τα τραπέζια στον κήπο του...

Κουζίνα: ελληνική δημιουργική
Τιμές: 50-70 ευρώ το άτομο, προσφορά κάθε Τετάρτη και Πέμπτη το μενού πέντε πιάτων με τίτλο "ελληνικά βραβευμένα", με 30 ευρώ το άτομο χωρίς ποτό.
Διεύθυνση: Κήπος Ζαππείου (είσοδος από Βασ. Όλγας).
Τηλ: 210 33 69 364, 210 33 69 300

Y.Γ. Η φωτογραφία είναι από το lifo.gr.