Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Cucina Povera στο Παγκράτι, Part II

Για το Cucina Povera έχω ξαναγράψει κι έχω εξηγήσει αναλυτικά τους λόγους που το καθιστούν, κατά τη γνώμη μου ένα ιδιαίτερο εστιατόριο. Πηγαίνοντας και ξαναπηγαίνοντας, όμως, δεν μπορώ παρά να διαπιστώνω κάθε φορά πως το concept της καθημερινής ανανέωσης του μενού -ανάλογα με τα είδη που βρίσκει ο σεφ στην αγορά και την έμπνευση που αυτά του φέρνουν- σου δημιουργεί την αίσθηση πως κάθε φορά γευματίζεις και σε καινούργιο εστιατόριο!
Σκεφτείτε το: όταν ένα εστιατόριο το επισκέπτεστε ανά τακτά διαστήματα, τείνετε να παραγγέλνετε συχνά και τα ίδια πιάτα από το μενού, με αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα να τα βαριέστε πριν αυτά προλάβουν να ανανεωθούν. Το Cucina Povera, όμως, σας δίνει την ευκαιρία κάθε φορά, να γεύεστε και κάτι καινούργιο, με την εγγύηση δε ότι όλα όσα θα δοκιμάσετε θα είναι και φρεσκότατα.
Στην τελευταία μου επίσκεψη, λοιπόν, δοκίμασα μια τοματοσαλάτα με δυόσμο, γλιστρίδα (you don't find that every day, do you?), ντρέσινγκ που περιείχε πολτό ελιάς Καλαμών -μια ωραιότατη ιδέα- αραβικά πιτάκια και ζεστό χαλούμι (9 ευρώ). Δροσιστική και καλοκαιρινή όσο δεν πάει!
Ακόμα, το τηγανητό γαριδάκι με λευκή ταραμοσαλάτα (9 ευρώ) ήταν τόσο ψιλό που το έτρωγες ολόκληρο -σαν τσιπς ένα πράγμα- και από γεύση, γλύκισμα! Από τα κυρίως, δοκίμασα επιτέλους για πρώτη φορά το σαλάχι, που το έχω ξαναδεί να φιγουράρει στο μενού αρκετές φορές σε διάφορες συνταγές. Αυτή τη φορά σερβιριζόταν ποσέ με ξύδι από sherry και φάβα Σαντορίνης (9 ευρώ) κι ήταν γευστικότατο, αρωματικό και ταυτόχρονα όσο ανάλαφρο επιθυμείς να είναι ένα πιάτο μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Τα μελανούρια στη σχάρα με βραστές πατάτες και βλήτα σε λαδολέμονο (13,50 ευρώ) ήταν πολύ καλά ως πρώτη ύλη, αλλά ήθελαν λίγη σαλτσούλα ακόμα.
Tέλος, τα επιδόρπια ήταν όπως πάντα φανταστικά. Η γρανίτα από φρέσκα βερίκοκα με καραμελωμένους ξηρούς καρπούς (6,5 ευρώ) νοστιμότατη (αν και όχι ακριβώς my cup of tea αναγνωρίζω ότι ως εκτέλεση ήταν άψογη) και το προφιτερόλ με σκούρα σοκολάτα με τα σου του γεμιστά με παγωτό βανίλια απλώς θεϊκό (7 ευρώ).
Με λίγα λόγια, για ακόμα μία φορά το Cucina Povera με ικανοποίησε απόλυτα γευστικά. Η δε σχέση ποιότητας-τιμής στο κατάστημα αυτό, είναι ασυναγώνιστη. Αν δινόταν και λίγο περισσότερη προσοχή στο σέρβις, θα ήταν άψογο. Όχι ότι δεν είναι ευγενικοί οι άνθρωποι, αλλά έχουν κάποια -όχι ακραία, φυσικά- προβλήματα ταχύτητας και συντονισμού (για παράδειγμα, δεν γίνεται να σερβίρεται το πρώτο πιάτο και το κρασί να μην έχει φτάσει στο τραπέζι), αλλά σε γενικές γραμμές δεν θα συμβεί και κάτι που θα σου χαλάσει τόσο πια τη ζαχαρένια.

Ετυμηγορία: Τι; Ακόμα δεν πήγατε;
Κουζίνα: μεσογειακή
Τιμές: 22-30 ευρώ
Διεύθυνση:
Ευφορίωνος 13 & Ερατοσθένους (πεζόδρομος), Παγκράτι
Τηλ: 210 75 66 008

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Μπανάνα σπλιτ, επιδόρπιο blast from the past

Αααα, μπανάνα σπλιτ. Ένα ανεπανάληπτα κιτς επιδόρπιο που, όμως, σίγουρα όλοι σας έχετε απολαύσει μικροί έστω και μία φορά σε κάποια βόλτα με τους γονείς στο ζαχαροπλαστείο. Ένα μακρόστενο πιάτο, μια μπανάνα κομμένη κατά μήκος στα δύο, τρεις μπάλες παγωτού -κατά κανόνα κρέμα, σοκολάτα και φράουλα- αντίστοιχες γεύσεις σιρόπι για γαρνιτούρα, άφθονη σαντιγί και το απαραίτητο κερασάκι στην κορυφή.
Αυτό το επιδόρπιο επινοήθηκε από τον 23χρονο μαθητευόμενο φαρμακοποιό Ντέιβιντ Έβανς Στρίκλερ, το 1904. Η πόλη Λατρόουμπ της Πενσυλβάνια, από όπου κατάγεται ο κύριος Στρίκλερ, μάλιστα, το 2004 γιόρτασε υπερήφανα την 100η επέτειο του επιδόρπιου αυτού. Τώρα πως κατέληξε το μπανάνα σπλιτ να γίνει της μόδας στην Ελλάδα με τόση καθυστέρηση -νομίζω πως ευδοκίμησε ιδιαίτερα στα 80s- ένας Θεός ξέρει. Το μπανάνα σπλιτ, φυσικά, δεν είναι και το σπουδαιότερο επιδόρπιο του κόσμου (υποθέτω πως το γεγονός ότι το επινόησε ένας φαρμακοποιός και όχι κάποιος ζαχαροπλάστης πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο), αλλά είναι το επιδόρπιο που προσωπικά λατρεύω να μισώ!
Ο Louis Prima, μάλιστα, έγραψε ένα τραγουδάκι με θέμα το μπανάνα σπλιτ και την καλή του. Βρίσκω τους στίχους του τρομερά διασκεδαστικούς, αφού από ό,τι φαίνεται ο Λούι είναι μπατίρης και κερνάει το αίσθημα ένα πληθωρικό μπανάνα σπλιτ -μην το γελάτε, στα 50s κόστιζε αρκετά και σίγουρα περισσότερο από ό,τι οποιοδήποτε άλλο sundae!- αλλά δεν του φτάνουν τα λεφτά οπότε ο ίδιος αναγκάζεται να αρκεστεί σε ένα απλό ποτήρι νερό. Απολαύστε το.

Banana split for my baby, a glass of plain water for me.
Banana split for my baby, a glass of plain water for me

Dispenser Man, If you please, serve my gal a mess of calories
Banana split for my baby, a glass of plain water for me.

Flip back the lid, scoop everything in sight, make it a rainbow of red, brown and white
Chocolate chip and everything that's nice, tutti frutti and spumoni twice
Banana split for my baby, a glass of plain water for me.

Spread the whip cream for at least an hour, pile it as high as the Eiffel Tower
Load it with nuts, about 16 ton, top it with a pizza just for fun
Banana split for my baby, a glass of plain water for me.

Stack her up with crazy goop, cause thats the stuff she likes to wade through
Banana split for my baby, a glass of plain water for me.

Now add the cherries, the kind she likes to munch, skip one banana use the whole darn bunch
Drown it in fudge, 6 or 7 cans, giver her two spoons, she'll use both hands

Banana split for my baby, a glass of plain water for me.
Seperate checks, It must be, charge the split to her, the water to me
Banana split for my baby, a glass of plain water for me.
I ain't got no money, a glass of plain water for me


Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Food Quote # 9

Food quote #9

"Πώς να κυβερνήσεις μια χώρα που έχει διακόσια σαράντα έξι διαφορετικά είδη τυριού;"

Τάδε έφη Charles de Gaulle
(Από το "Les Mots du Général", Ernest Mignon, 1962)


Well, δεν είχε κι άδικο ο άνθρωπος. Βέβαια, στην πραγματικότητα τα τυριά της Γαλλίας είναι πολύ περισσότερα. Παραδοσιακά, ήταν περίπου 350 (άλλωστε οι Γάλλοι συνηθίζουν να αστειεύονται ότι έχουν ένα διαφορετικό τυρί για κάθε μέρα του χρόνου), αλλά πλέον έχουν ξεπεράσει τα 1.000.

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Il Postino στο Κολωνάκι

Ναι, πάλι ιταλικό. Πώς να το κάνουμε, έχω κι εγώ τις αδυναμίες μου. Ιl Postino στο Κολωνάκι, λοιπόν, για σήμερα.
Το Il Postino βρίσκεται ήδη αρκετά χρόνια στο Κολωνάκι, αλλά τώρα τελευταία ανανεώθηκε. Επεκτάθηκε και στο διπλανό χώρο και πλέον δε χρειάζεται να γίνει σφαγή προκειμένου να πιάσεις τραπέζι, όπως θυμάμαι γινόταν παλιότερα.
Για όσους δεν το ξέρετε, μια σύντομη περιγραφή του χώρου: κλασική ιταλική τρατορία, με φωτεινά χρώματα, γαλάζια ντουλάπια και κίτρινες λεπτομέρειες, γλαστράκια στα παράθυρα, κολλημένες καρτ-ποστάλ στους τοίχους (λόγω Ταχυδρόμου) και η κουζίνα ανοιχτή, με τις μυρωδιές να σου γαργαλάνε τη μύτη. Αν και τα τραπέζια ήταν στρωμένα με αληθινό καρό τραπεζομάντηλο αντί για το αυτοκόλλητο που βάζουμε στα συρτάρια, θα ήταν τέλεια. Επίσης, καλό θα ήταν μια καλύτερη επιλογή στη μουσική αντί για Love Radio. E, όσο να ΄ναι η Βανδή, η Κοκκίνου και η Τάμτα δεν κολλάνε και πολύ σε ιταλικό εστιατόριο. Από την άλλη, μιας και το 'φερε η κουβέντα, έχω επίσης βαρεθεί να ακούω Eros Ramazotti σε όποιο ιταλικό ρεστοράν πηγαίνω. Έλεος, ρε παιδιά. Χάθηκαν τα ιταλικά canzoni, ας πούμε; Ή λίγη Mina, λίγη Rita Pavone, ένας Gianni Morandi, βρε αδερφέ. Μια
Raffaella Carrà, τελοσπάντων (Mi piacci, tanto, tanto, ah!)...
Ορίστε, παρασύρθηκα πάλι. Στο ψητό, λοιπόν.
Το Il Postino σερβίρει κυρίως pasta, αλλά θα βρείτε και 2-3 κρεατικά στον κατάλογο, ενώ στα πιάτα ημέρας όλο και κάποιο risotto θα εμφανιστεί. Παρεμπιπτόντως, υπάρχουν αρκετά πιάτα ημέρας πάντα. Όπως επίσης και αρκετά ορεκτικά, που θα σας τα φέρει ο σερβιτόρος πάνω σε ένα μεγάλο δίσκο, για να διαλέξετε ό,τι θέλετε. Πολύ έξυπνη κίνηση αυτή από επιχειρηματικής άποψης, by the way, γιατί είναι αδύνατο να μη λιμπιστείς κάτι όταν σου το βάζουν κάτω από τη μύτη και το βλέπεις έτσι, φρέσκο και λαχταριστό. Άσε που όλα τα πιατάκια κοστίζουν πέντε ευρώ έκαστο. Μια χαρά, δηλαδή. Εμείς από το δίσκο τσιμπήσαμε το μαρινάτο γαύρο, που ήταν νοστιμότατος, και ένα πιατάκι με μπρεζάολα, φετάκια παρμεζάνας και ραπανάκι. Τώρα, για το δεύτερο, ε, θα μπορούσε οι φέτες της μπρεζάολα να ήταν τέσσερις αντί για δύο, ρε παιδιά. Ήμαρτον. Πάντως ο δίσκος έχει πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες επιλογές για αρχή, στη λογική του μεσογειακού μεζέ. Θυμάμαι παλιότερα είχα δοκιμάσει το κατσικίσιο τυρί που σερβίρεται μαζί με ένα πέστο μαϊντανού -τύπου- κι είναι πολύ καλό, ενώ για την επόμενή μου επίσκεψη έχω βάλει στο μάτι τα ψητά μανιτάρια και τη μελιτζάνα φούρνου.
Στη λίστα κρασιού θα βρείτε οικονομικές επιλογές και το ποτήρι στοιχίζει μόνο 3 ευρώ -αν και για να είμαι ειλικρινής το Cabernet που πήρα εγώ (νομίζω ότι είναι house wine) ήταν λιγουλάκι νερουλό. Αλλά εντάξει, ας μην έχουμε και υπερβολικές αξιώσεις.
Τα κυρίως τα διαλέξαμε και τα δύο από τα πιάτα ημέρας. Οι πέννες bareso με μικρά κεφτεδάκια και κόκκινη σάλτσα (9 ευρώ) ήταν αξιοπρεπώς μαγειρεμένες, αλλά κάπως άτονες γευστικά, όμως, τα linguini με καραμελωμένο κρασί chianti, πράσο και πεκορίνο (10 ευρώ) ήταν νοστιμότατα. (Να πάρει η ευχή, είπα chianti και πάλι τον Hannibal Lecter θυμήθηκα!) Άσε που δεν είναι και πιάτο που το συναντάς κάθε μέρα, έχει μια σχετική πρωτοτυπία. Τώρα, αν έριχναν και τα υλικά λίγο πιο απλόχερα μέσα, θα ήμουν απόλυτα ευχαριστημένη, γιατί όσο να 'ναι, τα πέντε λεπτοκομμένα φετάκια πεκορίνο είναι κομματάκι μίζερα. Τυρί είναι, ρε παιδιά, όχι ράβδος χρυσού.
Ο κατάλογος πάντως έχει συμπαθητικά πιάτα κι αυτός. Θυμάμαι ότι πριν χρόνια έτρωγα μανιακά τις πέννες με γκοργκοντσόλα, προσούτο και κρέμα (10.00 ευρώ), αλλά πλέον έχω κατατάξει την κρέμα γάλακτος στα συστατικά non grata, προσωπικά. Με χαρά μου παρατήρησα ότι η καρμπονάρα που σερβίρουν στο Il Postino είναι vera, με κρόκο αυγού, δηλαδή και παντσέτα (τα 'χουμε, πει επί του θέματος, μην επαναλαμβάνομαι), οπότε κάποια στιγμή θα τη δοκιμάσω κι αυτήν. Πάντως, όλα τα κυρίως πιάτα κυμαίνονται από 8 ευρώ έως το πολύ 14 για κάποια που περιέχουν θαλασσινά, πράγμα πολύ θετικό. Με λίγα λόγια, το Ιl Postino είναι ένα ευχάριστο εστιατόριο για κάθε μέρα, αφού ο λογαριασμός δύσκολα θα ξεπεράσει τα 20-23 ευρώ. Άσε που θα σας τον φέρουν και σε χαριτωμένο άσπρο-μπλε φακελάκι air mail. Πιο Il Postino δε γίνεται.

Ετυμηγορία: Ναι μωρέ, γιατί όχι; Είναι και στο κέντρο, βολικότατο.
Τιμές: 15-23 ευρώ
Σέρβις: Φιλικό
Καλοκαίρι: βράδυ τραπεζάκια στον πεζόδρομο/το μεσημέρι μέσα με το air condition
Crowd: ως επί το πλείστον νεανικό, αρκετοί ιθαγενείς (βέροι Κολωνακιώτες δηλαδή, χαχά) -που είναι και σταθεροί θαμώνες, ενίοτε και οικογένειες με πιτσιρίκια.
Διεύθυνση: Γριβαίων 3, Κολωνάκι
Τηλ: 210 36 41 414


P.S. Η φωτό είναι του Μ. Ρουκουνάκη, από την κριτική των appetit-ικών, στο σάιτ της Καθημερινής.

P.S. 2 Πάρτε και την Raffaella Carrà με το Tuca Tuca. Διασκεδαστικότατο. Btw, αυτό το κομμάτι το έχουν διασκευάσει πολύ ωραία και οι Pink Martini στον τελευταίο τους δίσκο.

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Jaipur Palace στο Μαρούσι

Όντας λάτρης της ινδικής κουζίνας, δεν μπορώ παρά να παρατηρώ ξανά και ξανά μετά λύπης μου πόσο πάσχει η Αθήνα από ινδικά εστιατόρια. Το αγαπημένο μου ινδικό ρεστοράν της πόλης μας, πάντως, είναι με διαφορά το Red Indian στου Ψυρρή. Ακολουθεί το Noor στο Μεταξουργείο, το οποίο, όμως, είναι ένα απλό συνοικιακό (και ακαλαίσθητο) εστιατόριο για ένα γρήγορο γεύμα και όχι ένας χώρος όπου μπορείς να πας το Σαββατοκύριακο. Με δεδομένο, λοιπόν, πρώτον ότι το Red Indian αυτή τη στιγμή είναι κλειστό λόγω ανακαίνισης, δεύτερον ότι το Noor δεν ενδείκνυται για καλοκαίρι (η περιοχή δεν είναι και ότι καλύτερο για να κάτσει κανείς στο πεζοδρόμιο, εν μέσω οίκων ανοχής), και τρίτον το ότι είχαμε πεθυμήσει ένα καυτερό πιάτο, βρε αδερφέ, πήραμε την απόφαση να επισκεφθούμε το Jaipur Palace στο Μαρούσι.
Στο εστιατόριο αυτό είχαμε ξαναπάει πριν 2-3 χρόνια και δεν είχαμε μείνει ιδιαίτερα ευχαριστημένοι, αλλά μετά από τόσο καιρό -και κυρίως ελλείψει άλλης λύσης- είπαμε να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Εκ των προτέρων, όμως, θα σας πω ότι η ετυμηγορία βγήκε και αποφασίστηκε ότι ήταν και η τελευταία.
Διευκρινίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι στην ποιότητα του φαγητού. Από αυτή θα έλεγα ότι μείναμε αρκετά ευχαριστημένοι. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ήταν βράδυ καθημερινής και μάλιστα σχετικά νωρίς. Είχαμε κάνει κράτηση -όπως πάντα- αλλά μπαίνοντας στο εστιατόριο, το οποίο είναι αρκετά μεγάλο σε έκταση, διαπιστώσαμε ότι ήμασταν ολομόναχοι -με την εξαίρεση ενός ζευγαριού. Καθίσαμε, λοιπόν, στον κήπο και μας έφεραν τους καταλόγους. Παρεμπιπτόντως, το Jaipur είναι ο ναός του κιτς: ό,τι ινδικό μπιχλιμπίδι και συμπράγκαλο μπορείτε να φανταστείτε, θα το βρείτε σε κάποια γωνία. Ξύλινοι κόκκινοι ελέφαντες και κουνιστά αλογάκια, γύψινοι Σιντάρτα Γκαουτάμα σε μέγεθος τρίφυλλης ντουλάπας, διάσπαρτες θεές Κάλι που σε κοιτάνε απειλητικά έτοιμες να σου ρίξουν σφαλιάρα με κάποιο από τα περισσευάμενα χέρια τους, τσιγκελωτά χρυσοποίκιλτα έπιπλα και γενικότερα, ό,τι μπορεί να προορίζεται για το παλάτι ενός μαχαραγιά.
Ανοίγοντας τον κατάλογο, δεν μπόρεσα παρά να διαπιστώσω για δεύτερη φορά πόσο παράλογη είναι η κοστολόγηση των πιάτων, σε σχέση τόσο με τα υπόλοιπα -λιγοστά έστω- ινδικά εστιατόρια της πόλης μας, αλλά και με ό,τι ινδικά εστιατόρια έχω δοκιμάσει στο εξωτερικό. Πώς να το κάνουμε, ρε παιδιά, δεν μπορείτε να κοστολογείτε ένα μπολάκι Lamb Pasanda (που περιέχει 5 μπουκιές αρνιού με σάλτσα) 21.80 ευρώ! Αν δηλαδή σκεφτείς σε τι κλάσης εστιατόρια της πόλης μας κοστίζουν τόσο τα κυρίως πιάτα, είναι εξωφρενικό! Φαίνεται, όμως, πως το Jaipur, έχοντας -σχεδόν- το μονοπώλιο στην ινδικής προέλευσης εστίαση στην πόλη, βαράει αβέρτα. Στο μεταξύ, όση ώρα χαζεύαμε τον κατάλογο -αλλά και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του γεύματός μας- η σερβιτόρα, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, στεκόταν όρθια σε ένα μέτρο απόσταση από το τραπέζι μας, πράγμα που, όπως και να το κάνουμε είναι κάπως αγχωτικό.
Οι τιμές αυτές, όπως είναι φυσικό, μας απέτρεψαν από το να παραγγείλουμε πολλά πράγματα. Όσο σκεφτόμασταν τι θα πάρουμε, κάνοντας νοερές προσθαφαιρέσεις για να μην πληρώσουμε τα δάνεια της Αγγλίας, ήρθαν και τα απαραίτητα papadam που συνηθίζεται να σερβίρονται σε κάθε ινδικό εστιατόριο με μια γλυκιά σος, ένα ντιπ μέντας-γιαουρτιού κι ένα τουρσί. Αυτό μας έφτιαξε κάπως τη διάθεση. Ξεκινήσαμε το γεύμα με πιτάκια vegetable samosas (6.20 ευρώ), τα οποία οφείλω να ομολογήσω πως ήταν νοστιμότατα. Στο σημείο αυτό μου δημιουργήθηκε για άλλη μια φορά η απορία γιατί στις ασιατικές κουζίνες τα ορεκτικά σερβίρονται πάντα σε τρία τεμάχια. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος συμβολισμός ή παράδοση πίσω από αυτήν τη φαινομενικά παράλογη -για τα δυτικά δεδομένα- μοιρασιά, αφού συνηθίζεται οι συνδαιτημόνες να είναι σε ζυγούς αριθμούς. Και καλά αν είστε δύο, μοιράζεστε το τρίτο samosa. Αν είστε τέσσερις τι κάνετε; Ρίχνετε κλήρο;
Τεσπά, εγώ, λοιπόν βούταγα αμέριμνη τα samosas μου μέσα στο ντιπ μέντας-γιαουρτιού που προορίζεται για τα papadam και τότε μου ήρθε η ιδέα ότι ίσως στα μάτια ενός Ινδού πρόκειται για τρομερό γαστρονομικό faux-pas. Περίπου, δηλαδή, όπως φαίνονται σε εμάς οι τουρίστες στις ταβέρνες των νησιών που παραγγέλνουν τζατζίκι και Ό,ΤΙ ΑΛΛΟ υπάρχει επάνω στο τραπέζι το ντιπάρουν μέσα σε αυτό, από την πατάτα (αποδεκτό ως εδώ) και την ντομάτα (ας πάει και το παλιάμπελο), ως το χοιρινό παϊδάκι (έλεος) και τον γαύρο τον τηγανητό (double έλεος). Εγώ βέβαια έμεινα απτόητη, και ο Σ. μου έδωσε το ελεύθερο να συνεχίσω ακάθεκτη το ατόπημα, αφού συμφώνησε ότι "πάει ωραία".
Anyway, πάλι ξέφυγα από το θέμα (το συνηθίζω, που να πάρει η οργή).
Παραγγείλαμε, λοιπόν, από τα ψωμιά, το garlic kulcha (2.60 ευρώ). Ε, εκεί μου δημιουργήθηκε και δεύτερη απορία, διότι δεν ήξερα ποια είναι η διαφορά του kulcha από το γνωστό naan bread ή το paratha, που επίσης συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο. Όταν ρώτησα τι σερβιτόρα, μου απάντησε βαριεστημένα ότι "είναι το ίδιο πράμα (sic)". E, συγγνώμη, όταν πας σε ένα εστιατόριο με εθνική κουζίνα, δεν είναι υποχρεωμένο το προσωπικό να σε κατατοπίζει και να λύνει τέτοιες απορίες; Σε κάθε περίπτωση πάντως, το garlic kulcha ήταν νοστιμότατο κι εγώ έλυσα την απορία μου χάρη στον καλό κύριο Γκουγκλ για άλλη μία φορά. Το naan, το paratha και το kulcha είναι παρόμοια στην παρασκευή τους (όλα στρογγυλές, επίπεδες πίτες) και μπορεί να έχουν διαφορετική γέμιση, αλλά η διαφορά έγγειται στο είδος του αλευριού και του βουτύρου που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του καθενός. Πάντως, γευστικά, στον δικό μας δυτικό ουρανίσκο φαντάζουν ίδια. Οι Ινδοί ωστόσο, συνοδεύουν με άλλο τύπο ψωμιού τα διαφορετικά εδέσματα.
Από τα κυρίως, παραγγείλαμε το mughai murgh korma (16.90), που είναι κοτόπουλο μαγειρεμένο με αρωματική σάλτσα από κάσιους (στην παράδοση των Μογγόλων), μόνο που εμείς το ζητήσαμε με αρνί. Ήταν καλομαγειρεμένο και αρωματικό, αλλά κάπως ελλιπές σε καρυκεύματα. (Δεν εννοώ ότι δεν ήταν αρκετά καυτερό, γιατί ούτως ή άλλως το συγκεκριμένο πιάτο είναι mild). Το συνοδεύσαμε με το απαραίτητο μπασμάτι. Διαλέξαμε το ρύζι με σαφράν (3.60), το οποίο, όμως, δεν είχε κατά τη γνώμη μου αρκετό σαφράν. Τέλος, παραγγείλαμε κι ένα chana masala (8.80), ρεβύθια δηλαδή μαγειρεμένα με κρεμμύδι, τζίντζερ, σκόρδο και ντομάτα, που ήταν και το νοστιμότερο πιάτο από όσα φάγαμε δοκιμάσαμε.
Κι ενώ ήμασταν αρκετά ικανοποιημένοι από τα πιάτα μας, ζητήσαμε το λογαριασμό, που μας έκανε έξω φρενών όταν διαπιστώσαμε ότι το korma που ζητήσαμε με αρνί αντί για κοτόπουλο είχε χρεωθεί 21.80 αντί για 16.80, δηλαδή ΠΕΝΤΕ ολόκληρα ευρώ παραπάνω. Όταν ζήτησα εξηγήσεις από το σερβιτόρο, μου είπε πως ό,τι σερβίρεται με αρνί τιμολογείται 21.80. Του είπα πως αν πρόκειται να χρεωθούμε 5 ευρώ περισσότερα, καλό θα είναι να μας ενημερώνετε με την παραγγελία, και πως ούτως ή άλλως η διαφορά των 5 ευρώ του αρνιού από το κοτόπουλο είναι υπερβολική, ειδικά για ένα πιάτο που περιέχει όλα κι όλα 5 κομμάτια αρνιού. Αυτός βέβαια παρέμεινε απτόητος και μου εξήγησε ότι έτσι συνηθίζει το κατάστημα και ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Όχι ότι εμείς του ζητήσαμε να κάνει κάτι, αλλά και μόνο αυτή η λογική κοστολόγησης με έκανε να νιώθω ότι το μαγαζί κοιτάζει απλώς από πού μπορεί να βγάλει περισσότερα και όχι πώς να ικανοποιήσει τον πελάτη του. Ίσως γι' αυτό, Πέμπτη βράδυ, δειπνούσαμε μόνο εμείς κι άλλοι δύο.

Ετυμηγορία: Μπα... Έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουνε samosas.
Τιμές: 30-45 ευρώ. Εμείς πληρώσαμε 25, αλλά παραγγέλνοντας λίγα πράγματα και χωρίς ποτά.
Σέρβις: Βαριεστημένο.
Crowd: Well, αν κρίνουμε από τη συγκεκριμένη βραδιά, αν είστε μόνο εσείς και άλλοι δύο, ό,τι και αν είναι αυτοί οι άλλοι δύο δε θα σας νοιάζει, απλώς θα προσεύχεστε να μην φύγουν και αυτοί και μείνετε μόνοι, με το σερβιτόρο πάνω από το σβέρκο σας. Θέλω να ελπίζω πως τα Σαββατοκύριακα όλο και κάποιος τρίτος θα εμφανιστεί.
Καλοκαίρι: Υπάρχει ένας ευρύχωρος κήπος με δέντρα και θάμνους. Αν δεν σας ενοχλούν οι περίπου δέκα γάτες που σβουρνάνε στα πόδια σας καραδοκώντας να σας πέσει κάνα κομμάτι kulcha απ' το τραπέζι, δεν είν' κακά. Εμένα πάντως, με ενοχλούν, από την άποψη της υγιεινής και μόνο.
Διεύθυνση:
Αγ. Κων­σταντίνου & Θέμιδος, Μαρούσι. Υπάρχει κι ένα δεύτερο Jaipur στη Γλυφάδα, Λαζαράκη 63.
Τηλ: 210 80 52 762-3 (Μαρούσι), 210 89 45 366 (Γλυφάδα).

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Kuzina στο Θησείο

Ο Άρης Τσανακλίδης μου είναι πολύ συμπαθής ως σεφ και τον εκτιμώ ιδιαίτερα. Τη θετική αυτή εντύπωση μου την έχει δημιουργήσει τόσο μέσα από συνεντεύξεις του που έχω διαβάσει, όσο και μέσα από το εστιατόριό του Bar.B.Q. στη Νέα Σμύρνη, το οποίο έχω επισκεφτεί αρκετές φορές. Έτσι, όταν φίλοι μού πρότειναν να δειπνήσουμε στην Kuzina στο Θησείο, δέχτηκα με ενθουσιασμό.
Ο χώρος είναι ιδιαίτερα προσεγμένος και το σημείο που βρίσκεται το εστιατόριο δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Για το καλοκαίρι, υπάρχουν αρκετά τραπεζάκια στον πεζόδρομο της Αδριανού, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν θα σας τα συνιστούσα, γιατί το πραγματικό ατού του Kuzina είναι η ταράτσα του. Μπείτε, λοιπόν, μέσα στο εστιατόριο κι ανεβείτε τη λευκή ξύλινη σκάλα. Θαυμάστε λίγο το καταπληκτικό op art μωσαϊκό και χαζέψτε την αίθουσα τέχνης που στεγάζεται στον πρώτο όροφο του εστιατορίου. Ανεβείτε άλλον έναν όροφο και προετοιμαστείτε πριν διασχίσετε το κατώφλι της πόρτας, γιατί θα σας κοπεί η ανάσα. Όσο κλισέ ή τουριστική κι αν θεωρείτε τη θέα στην Ακρόπολη, αυτό το θέαμα αποκλείεται να σας αφήσει ασυγκίνητους. Η ταράτσα του Kuzina έχει ίσως την καλύτερη θέα προς την Ακρόπολη που θα βρείτε ποτέ σε εστιατόριο του κέντρου της Αθήνας: ο μεν Παρθενώνας είναι μέσα στα πόδια σας, τον δε ναό του Ηφαίστου νομίζεις ότι αν απλώσεις το χέρι μπορείς να τον αγγίξεις, ενώ στο βάθος φαίνεται και το φωτισμένο αστεροσκοπείο.
Η διακόσμηση είναι επίσης καλαίσθητη και καλοκαιρινή. Το πάτωμα ξύλινο και βαμμένο λευκό, τα τραπεζοκαθίσματα επίσης άσπρα, το μπαρ χτισμένο με πέτρα, συρμάτινα καλαθάκια του ψαρέματος που λειτουργούν ως κρεμαστά φαναράκια και δίνουν χαμηλό φωτισμό στα τραπέζια, ενώ μια ξύλινη πέργκολα που καλύπτει μερικά από τα τραπέζια κατά μήκος του ενός τοίχου είναι ντυμένη με λευκές κουρτίνες που λικνίζονται απαλά από το βραδινό αεράκι. Πιο ρομαντικό δεν νομίζω ότι γίνεται το ντεκόρ -το επόμενο βήμα θα ήταν να έρχεται κάποιος να παίζει στο βιολί του παραγγελιές στο αίσθημά σας την ώρα που δειπνείτε πιασμένοι χεράκι-χεράκι.
Ο κατάλογος είναι πολύ ενδιαφέρων. Έμφαση δίνεται στην ελληνική κουζίνα, με αρκετά παραδοσιακά πιάτα, που έχουν όμως και νεολογισμούς. Υπάρχει βέβαια και η fusion διάθεση, στα πιάτα που ο Τσανακλίδης εμπνέεται από τη θητεία του ως σεφ σε διάφορες πόλεις και χώρες. Μην ξεχνάμε ότι έχει εργαστεί σε εστιατόρια από τη Νέα Υόρκη και το Μεξικό ως τις Παρθένες Νήσους, την Ιαπωνία και το Χονγκ Κονγκ.
Εμείς ξεκινήσαμε με μια επιλογή από τα ορεκτικά, η οποία θεωρώ ότι ήταν κάπως ατυχής. Η συκομαΐδα, μαριναρισμένα δηλαδή σύκα σε γλυκάνυσο και ούζο, τυλιγμένα σε φύλλο καρυδιάς και καρύδια (10.60) ήταν ένα ενδιαφέρον πιάτο με υπέροχα αρώματα, το οποίο, όμως, συμφωνήσαμε όλοι μας πως ταιριάζει λιγότερο στο ξεκίνημα ενός δείπνου και περισσότερο ως συνοδευτικό ενός απογευματινού καφέ ή, όπως είπε ο φίλος μου ο Δ., ως σνακ που θα γευτεί κανείς ωραιότατα με ένα κονιάκ. Προχωρήσαμε στη σαλάτα, η οποία, δυστυχώς μας απογοήτευσε. Η σαλάτα με ρεβύθια, πράσινα λαχανικά εποχής, πιπεριές, τομάτα, λεμόνι, ελαιόλαδο και αραβική πίτα (9.50 ευρώ), ατύχησε καταρχάς στην περιγραφή. Πρώτον, μια σαλάτα η οποία περιέχει πράσινα λαχανικά και 5 ρεβύθια κομμένα στη μέση δεν μπορεί να περιγράφεται ως σαλάτα με ρεβύθια, γιατί δίνει λάθος εντύπωση σε αυτόν που την παραγγέλνει. Δεύτερον, το dressing ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
Πλέον, ελπίζαμε όλοι τα κυρίως πιάτα μας θα ήταν αυτά που θα κάνουν τη διαφορά. Και την έκαναν, ως έναν βαθμό. Ο ψητός σολομός ponzu με λαχανικά σοταρισμένα στο γουόκ, αχνιστό ρύζι και σος από φύκι wakame με tamari soy sauce (18,70 ευρώ) που παρήγγειλα εγώ, ήταν ένα νοστιμότατο πιάτο, ολόσωστα μαγειρεμένο. Ο σολομός ήταν τρυφερός, το ρύζι sticky όπως αρμόζει σε ένα γιαπωνέζικο πιάτο, τα λαχανικά κομμένα σε υπέρλεπτα sticks και η σος απλώς τέλεια. Το δεύτερο πιάτο που δοκίμασα ήταν επίσης πολύ καλό: το χοιρινό, ψημένο στο φούρνο για 12 ώρες, με κρέμα από μοσχολέμονο, βασιλικό και σάλτσα από ανανά, ξινόμηλο, αγγούρι, ρέβα και φρέσκο κόλιανδρo (14,50 ευρώ), ήταν ζουμερό και αρωματικότατο.
Στο μεταξύ, αυτά τα απολαμβάναμε με ένα λευκό κρασί Frontera Concha Y Toro από τη Χιλή (sauv. blanc, 18.50 ευρώ), ένα συμπαθέστατο κρασί που το είχαμε ξαναδοκιμάσει στο Bar.B.Q. Θα έλεγα, όμως, ότι οι τιμές της λίστας κρασιού είναι αρκετά τσιμπημένες, και ειδικά σε μερικά κρασιά πραγματικά ανεξήγητες. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι η Άδολη Γης του Αντωνόπουλου κόστιζε 35.70 ευρώ, ενώ μόλις λίγες μέρες πριν στο Polly Maggoo την πληρώσαμε 22, ενώ το Θέμα του Παυλίδη -επίσης 35,70 στην Kuzina- στο Απλά Αριστερά Δεξιά (ένα εστιατόριο που είναι και κατά τι ακριβότερο από την Kuzina σε γενικές γραμμές), το πληρώσαμε 27. Γενικά, οι πιο οικονομικές επιλογές ήταν απειροελάχιστες κι ελπίζω αυτό στο μέλλον να αλλάξει. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν κατάλαβα αυτή την πατέντα των εστιατορίων να κοστολογούν τα κρασιά τόσο πολύ ακριβότερα σε σχέση με την τρέχουσα τιμή τους στις κάβες. (Στο κάτω-κάτω, τι κάνετε ρε παιδιά; Παίρνετε μία φιάλη και την ανοίγετε με το τιρμπουσόν! Σιγά τον κόπο!) Αλλά και η τόση -ανεξέλεγκτη- διαφοροποίηση στι τιμές από το ένα εστιατόριο στο άλλο, είναι επίσης παράλογη. Ιδιαίτερα, μάλιστα, με παραξενεύει η κοστολόγηση αυτή, σε σχέση με τα εξής λεγόμενα του Τσανακλίδη σε συνέντευξη:
"Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην τιμή πώλησης του κρασιού. Ειδικά τις ακριβές ετικέτες τις τιμολογούμε λίγο πάνω από την τιμή διάθεσης στη λιανική. Διαφορετικά δεν θα την επιλέξει κανείς… Θεωρώ υπερβολικό να βάζεις τρεις φορές την τιμή ενός κρασιού και να απαιτείς να κάνεις κατανάλωση."
Aaaanyhoo, σε ένα τόσο ωραίο περιβάλλον, είναι δύσκολο να σου χαλάσει διάθεση. Έτσι κι εμείς, απτόητοι, προχωρήσαμε στο επιδόρπιο: κρέμα λεμονιού σε μπισκότο αμυγδάλου με μαρέγκες και φρέσκα βατόμουρα (8.60 ευρώ). Νόστιμη, αλλά την ήθελα λίγο πιο ανάλαφρη, ειδικά για το καλοκαίρι.
Συνοψίζοντας, νομίζω πως είχα πολύ μεγάλες προσδοκίες και απογοητεύτηκα λιγάκι. Ίσως επειδή έχω αδυναμία στο Βar.B.Q. και συμπαθώ τον Τσανακλίδη ούτως ή άλλως, από το Kuzina, λοιπόν, όπου έχει μεγαλύτερο περιθώριο να ξεδιπλώσει το ταλέντο του συγκριτικά με ένα κρεατoφαγικό ρεστοράν όπως το Bar.B.Q. που εκ των πραγμάτων θέτει κάποιους περιορισμούς, περίμενα να εντυπωσιαστώ περισσότερο. Ίσως δεν κάναμε και τις καλύτερες επιλογές στο ξεκίνημα του δείπνου, γιατί όπως οφείλω να παραδεχτώ, από τα κυρίως πιάτα έμεινα πολύ πιο ευχαριστημένη. Νομίζω πως θα του δώσω άλλη μια ευκαιρία πριν βγάλω την ετυμηγορία, λοιπόν. Είναι που έχει κι αυτή τη θέα, η οποία δεν ξεπερνιέται με τίποτα...

Κουζίνα: fusion
Τιμές: 30-45 ευρώ (εμείς πληρώσαμε 32 το άτομο)
Καλοκαίρι: ταράτσα με συγκλονιστική θέα
Μουσική: εδώ μου τα χάλασε, αλλά αυτά είναι προσωπικά γούστα. Ο dj έπαιξε Yanni, μια διασκευή του θέματος του Godfather με τσέλο, το ταγκό της Νεφέλης, το Empire State of Mind του Jay Z feat. Alicia Keys (άσχετο) και το Yes I do από τον καινούργιο δίσκο της Monika (εδώ βελτιώθηκαν τα πράγματα.
Crowd: Στον πεζόδρομο, είναι καθισμένοι τουρίστες και οικογένειες με παιδάκια που οργώνουν την Αδριανού με τους γονείς τους να τα κυνηγούν με το πηρούνι (κλασικά πράγματα). Στην ταράτσα θα δείτε πολλά ζευγαράκια (για ευνόητους λόγους), αλλά και παρέες. Στην διπλανή παρέα ευκατάστατων 50άρηδων, ένας από τους συνδαιτημόνες επέμενε να μας ενημερώνει σε ανεβασμένα ντεσιμπέλ για τα διάφορα εξοχικά του σε εξωτικούς προορισμούς, μεταξύ των οποίων και στη Χαβάη. Επίσης, για κάποιο περίεργο λόγο, στην ταράτσα σχεδόν όλοι οι θαμώνες ήταν ντυμένοι στα λευκά, ασορτί δηλαδή με το ντεκόρ -ούτε συνεννοημένοι να ήτανε.
Σέρβις: εξυπηρετικό.
Κράτηση: οπωσδήποτε. Η Kuzina έχει μια πρώτη βάρδια, που ξεκινάει στις 8 και μια δεύτερη, που ξεκινάει στις 10 και μισή. Στις 8 φαντάζομαι ότι θα τρώτε παρέα με Άγγλους και Αμερικανούς με τις φωτογραφικές μηχανές πάνω στο τραπέζι σε ετοιμότητα. Καλύτερα πάτε στην επόμενη, που δεν έχει και ώρα λήξης.
Διεύθυνση: Αδριανού 9, Θησείο
Τηλ: 210 32 40 133

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Γαστρονομικοί ορισμοί από το "Αλφαβητάρι του Διαβόλου"

Μετά από τόσες κριτικές εστιατορίων σερί, νομίζω πως είναι ώρα και για κάτι λογοτεχνικό, με θέμα -όπως πάντα- τη γαστρονομία. Χαζεύοντας τη βιβλιοθήκη μου έπεσα πάνω στον Ambrose Bierce (1842-1914), έναν συγγραφέα όχι ιδιαίτερα γνωστό στην Ελλάδα (αν και έχουν μεταφραστεί κάποια βιβλία του), αλλά πολύ αγαπητό στην Αμερική. Ο Bierce ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας -κυρίως διηγημάτων- αλλά μεταξύ άλλων έχει γράψει και το The Devil's Dictionary (Το αλφαβητάρι του Διαβόλου), ένα σατιρικό λεξικό όπου δίνει δικούς του, ποικίλης ύλης ορισμούς για έννοιες αφηρημένες, όπως η Aισιοδοξία ή η Αλήθεια, ως και διάφορα αντικείμενα και φαινόμενα της καθημερινότητας. Εξαιτίας της κυνικότητας με την οποία συνηθιζε να αντιμετωπίζει την ανθρώπινη φύση, του δόθηκε το παρατσούκλι "Bitter Bierce" (Μπιρς ο Πικρόχολος θα λέγαμε) και θα διαπιστώσετε σε λίγο ότι μάλλον δικαίως του βγήκε τ' όνομα -ειδικά αν κρίνουμε από τον τελευταίο ορισμό για τη λέξη "φαγώσιμος"! Βεβαίως, δεν του λείπει και ο αυτοσαρκασμός -δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ήταν στενοί φίλοι με τον Mark Twain. Παραθέτω, λοιπόν, μερικούς ορισμούς από το Αλφαβητάρι του Διαβόλου, οι οποίοι σχετίζονται με τη γαστρονομία, αλλά και τη λαιμαργία...

Κοιλιά (ουσ.): Ο ναός του θεού Στομάχου, τον οποίο υποχρεούται να λατρεύει -προσφέροντας τις ανάλογες θυσίες- κάθε σωστός άντρας. Η αρχαία αυτή λατρεία δεν απαιτεί απ' τις γυναίκες παρά μόνο κάτι μισόλογα. Κάπου-κάπου διακονούν τον βωμό με μισή καρδιά και χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, αλλά δεν ένοιωσαν ποτέ πραγματικό σεβασμό για τη μοναδική θεότητα που λατρεύουν οι άντρες. Αν οι γυναίκες είχαν το πάνω χέρι στην παγκόσμια αγορά, θα βοσκούσαμε χορτάρι.

Μαγιονέζα (ουσ.): Μία από τις σάλτσες που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι αντί για επίσημη θρησκεία.

Νέκταρ (ουσ.): Ποτό που έπιναν στα συμπόσιά τους οι θεοί του Ολύμπου. Το μυστικό της παρασκευής του έχει χαθεί, αλλά οι σύγχρονοι κάτοικοι του Κεντάκυ πιστεύουν πως βρίσκονται πολύ κοντά στην ανακάλυψη του κύριου συστατικού του.

Ντεζενέ (ουσ.) [< γαλλ. Dejeuner] To πρόγευμα του Αμερικανού που βρίσκεται στο Παρίσι. Προφέρεται όπως να 'ναι.

Παρατρώω
(ρ.): Δειπνώ.

Σάλτσα (ουσ.): Το μόνο αλάνθαστο σημάδι πολιτισμού και καλλιέργειας. Ένας άνθρωπος χωρίς καμία σάλτσα έχει χίλια ελαττώματα. Ένας άνθρωπος με μία σάλτσα έχει 999 ελαττώματα. Κάθε φορά που επινοείται και καθιερώνεται μία σάλτσα, αποκηρύσσεται και συγχωρείται ένα ελάττωμα.

Σιτάρι (ουσ.): Δημητριακό που μόλις και μετά βίας δίνει ένα ουίσκι κάπως καλό, αλλά μπορεί να φτιάξει και ψωμί. Λένε πως οι Γάλλοι καταναλώνουν τις μεγαλύτερες per capita ποσότητες ψωμιού από κάθε άλλο λαό. Είναι φυσικό, αφού μόνο αυτοί ξέρουν πώς να το κάνουν να τρώγεται.

Τσιμπούσι (ουσ.): Γιορτή. Θρησκευτικός εορτασμός ο οποίος συνήθως σημαδεύεται από λαιμαργία και μπεκρουλίκι. Συχνά προς τιμήν κάποιου αγίου γνωστού για την εγκράτειά του.

Φαγώσιμος (επίθ.): Εύγευστος και υγιεινός, όπως το σκουλήκι για το βάτραχο, ο βάτραχος για το φίδι, το φίδι για το γουρούνι, το γουρούνι για τον άνθρωπο και ο άνθρωπος για το σκουλήκι.

Οι ορισμοί είναι παρμένοι από την ελληνική έκδοση του Devil's Dictionary, από τις εκδόσεις Ηλέκτρα, σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Food quote #8

"Μόνο μία διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε μια μακρά σε διάρκεια ζωή κι ένα καλό δείπνο: στο δείπνο, το γλυκό έρχεται τελευταίο."

Robert Louis Stevenson
(Σκοτσέζος συγγραφέας, μεταξύ άλλων και του "Δόκτωρ Τζέκυλ και μίστερ Χάιντ", 1850-1894)


Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Πιπεριά στο Νέο Ψυχικό

Εδώ και αρκετό καιρό είχα στο μυαλό μου να γράψω για αυτό το συμπαθέστατο εστιατόριο το οποίο επισκέπτομαι συχνά τα τελευταία δύο-τρία χρόνια. Πρόκειται για μια μοντέρνα ψαροταβέρνα στο Νέο Ψυχικό, που ονομάζεται "Πιπεριά". Παρόλο που βρίσκεται στη στεριά, λοιπόν, η Πιπεριά αγαπάει τη θάλασσα και προσφέρει νόστιμους ψαρομεζέδες, με διάθεση σαν να βρισκόταν δύο μέτρα από το νερό.
Η διακόσμηση είναι το κλασικο ντεκόρ μοντέρνας ταβέρνας -άσπρα τραπεζοκαθίσματα, λιτό, φαναράκια κρεμασμένα πάνω απ' τα τραπέζια να φωτίζουν την πλακόστρωτη αυλή, λαδόκολλα στρωμένη στα τραπέζια, κλπ κλπ. Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, αλλά ο χώρος είναι ευχάριστος.
Μόλις καθίσετε, θα σας σερβίρουν το απαραίτητο γλυκό ντιπ πιπεριάς μαζί με ζεστά ψωμάκια -έτσι, για να μην ξεχνάμε και το όνομα του καταστήματος- το οποίο είναι ό,τι πρέπει για τσιμπολόγημα ώσπου να αποφασίσετε τι θα παραγγείλετε.
Η κουζίνα είναι κατά βάση ελληνική, υπάρχουν, όμως, όπως θα διαπιστώσετε και κάποιες πολυσυλλεκτικές πινελιές στο μενού, όπως ας πούμε μια ασιατική χροιά. Ο σολομός τατάκι με σόγια και γουασάμπι και το καλαμάρι σοτέ αλά thai είναι μερικές από αυτές. Το μενού επιμελείται ο Παναγιώτης Παπανικολάου και τις συνταγές εκτελεί ο Γιώργος Λαμπρόπουλος,
Από ορεκτικά υπάρχει μεγάλη ποικιλία και όσα έχω δοκιμάσει κατά καιρούς είναι νόστιμα. Ωραιότατη για ξεκίνημα είναι η φάβα με φρέσκα και ξερά καραμελωμένα κρεμμύδια (6 ευρώ). Αγαπημένο μου ορεκτικό για καιρό ήταν τα μαυρομάτικα φασόλια με φινόκιο, πιπεριά και ούζο, αλλά στην τελευταία μου επίσκεψη διαπίστωσα ότι τα έβγαλαν από το μενού -ελπίζω να επιστρέψουν γρήγορα! Την τελευταία φορά δοκίμασα και τον γαύρο μαρινάτο σε λεμόνι, ροζ πιπέρι, βότανα και σκόρδο (7 ευρώ), ένα μεζεδάκι, όμως, που ενώ γενικά ήταν νόστιμο και αρωματικότατο, ήθελε λίγο περισσότερο διάστημα παραμονή στο ξύδι. Στην επόμενή μου επίσκεψη, θα δοκιμάσω οπωσδήποτε τα φρέσκα μύδια, που προσφέρονται σε τέσσερις διαφορετικές συνταγές.
Από τις σαλάτες, έχω δοκιμάσει τις περισσότερες, αλλά κατά τη γνώμη μου οι καλύτερες είναι η κυπριακή σαλάτα, με μαρούλι, αγγούρι, ντομάτα, κάπαρη, χαλούμι στη σχάρα, σε λαδολέμονο με κόλιανδρο και καψαλισμένο πιτάκι (11.50 ευρώ) και η παριανή σαλάτα με επτάζυμο, φρέσκια τριμμένη ντομάτα, ελιές, κάπαρη, ξινομυζήθρα, ελαιόλαδο και φρέσκο κρεμμύδι (8.50 ευρώ). Τη δεύτερη ειδικά την έχω και πρόσφατη και θυμάμαι πόσο άρεσε σε όλους μας αυτή η ξινομυζήθρα, αλλά και το γεγονός ότι η ντομάτα ήταν παγωμένη -ό,τι πρέπει τώρα που έχει ανέβει έτσι απότομα ο υδράργυρος.
Από τα κυρίως, το αγαπημένο μου πιάτο -με διαφορά- είναι η Σκυριανή μακαρονάδα με γαρίδες σβησμένη με ούζο, μάραθο και φρέσκια ντομάτα (17.50 ευρώ/με καραβίδες κοστίζει 19.50 ευρώ). Είναι μια από τις λίγες φορές που έχω φάει πιάτο ζυμαρικών με θαλασσινά, όπου η γεύση των θαλασσινών είναι τόσο έντονη στο πιάτο. Το γεγονός ότι το έχω φάει επανειλημμένα και η εκτέλεση είναι πάντα επιτυχής -με τα σπαγγέτι πάντοτε al dente- και το άρωμα του γλυκάνισου να πλημμυρίζει το πιάτο- είναι επίσης πολύ θετικό (αυτό βέβαια θα έπρεπε να είναι δεδομένο για κάθε εστιατόριο, αλλά δυστυχώς δεν ισχύει πάντοτε).
Έλα, όμως, που και τα υπόλοιπα κυρίως πιάτα είναι εξίσου γευστικά! Επίσης αγαπημένη επιλογή είναι το τηγανητό φιλέτο μπακαλιάρου με παντζαροσαλάτα και σος ταρτάρ (14 ευρώ), αλλά και το ψητό λαβράκι στη σχάρα με χόρτα εξίσου νόστιμο. Το μεγαλύτερο αβαντάζ της Πιπεριάς είναι πως όλα της τα πιάτα είναι καλομαγειρεμένα και αρωματικά, αλλά παραμένουν ανάλαφρα, και στον ουρανίσκο και στο στομάχι.
Η λίστα κρασιού είναι μικρή, αλλά προσεγμένη. Την τελευταία φορά απολαύσαμε το Pinot Grigio Borgo Magredo με 22 ευρώ (είπαμε, η αδυναμία μου), αλλά ωραιότατος είναι τόσο ο Θαλασσίτης της Γαίας (όταν τον βρίσκω σε λίστα, σπάνια τον αφήνω να μου ξεφύγει -αυτά τα κρασιά της Σαντορίνης είναι μοναδικά βρε παιδί μου) όσο και το Frascati Fontana Candida. Όλα τους πολύ καλές επιλογές για συνοδεία της ψαροφαγίας, εκτός βέβαια αν προτιμήσετε ουζάκι (δε θα σας αδικήσω καθόλου)!
Από τα επιδόρπια, το μόνο που έχω δοκιμάσει είναι η "τάρτα" γιαουρτιού με γλυκό κουταλιού βύσσινο (7 ευρώ), και ο λόγος είναι ότι κόλλησα με δαύτο από την πρώτη κουταλιά: μ' αρέσει που συνδυάζει την παράδοση μ' ένα δικό του, πρωτότυπο χαρακτήρα. Το θεωρώ ιδανικό κλείσιμο για ένα γεύμα με ψαρικά και αρνούμαι πεισματικά να δοκιμάσω τα υπόλοπα, όσο θελκτικά κι αν φαίνονται! Άσε που επιμένουν κι αυτοί να βαφτίζουν το τιραμισού θηλυκό και έχω ξαναπεί πόσο μου ανάβει τα λαμπάκια "η τιραμισού"/μαντάμ Σουσού/Μισιρλού/τζιβιτζιλού! Καλά, φυσικά είναι πταισματάκι το τελευταίο. Αλλά αν έχω κάτι να προσάψω στην Πιπεριά, ένα παράπονο βρε αδερφέ ως τακτικός πελάτης σε τελευταία ανάλυση, είναι ό,τι θα ήθελα να βλέπω λιγότερα κατεψυγμένα στο μενού. Σύμφωνοι, υπάρχουν και πολλά φρέσκα ψαρικά και θαλασσινά στον κατάλογο, αλλά δεν μπορεί να μας ανακοινώνουν ψητό θράψαλο ως πιάτο ημέρας και να είναι κατεψυγμένο! What's the point?

Ετυμηγορία: Εγώ πάντως πάω και ξαναπάω.
Κουζίνα: ελληνική/ψαροφαγία/λίγες ασιατικές πινελιές (κάποια πιάτα)
Καλοκαίρι: πλακόστρωτη αυλή με γλάστρες
Τιμές: 28-33
Crowd: απ' όλα έχει ο μπαξές. Και παρέες νεαρών, και ζευγάρια, και οικογένειες με πιτσιρίκια που τα κυνηγάνε οι γονείς τους να τα ταΐσουν (ανάλογα και τι ώρα θα κάνετε κράτηση) και ματσωμένοι εξηντάρηδες με πούρα. Αν ήταν πιο κεντρικά, πάω στοίχημα ότι θα είχε και τουρίστες.
Σέρβις: ικανοποιητικό
Διεύθυνση: Άγγ. Σικελιανού 8 & Αδριανείου, Ν. Ψυχικό
Τηλ: 2106729114, 2106728438

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Mystic Pizza στα Εξάρχεια

Εδώ και κάμποσα χρόνια περνούσα τακτικά έξω από το Mystic Pizza στα Εξάρχεια, έχοντας το νοερά στα υπ' όψιν εστιατόρια για ένα φθηνό και γρήγορο γεύμα (αλλά όχι fast food) κάποια καθημερινή, αλλά τελικά όλο περνούσα απέναντι κι έμπαινα στο Food Company. Ή στο Φασόλι. Ε, τελικά ένα βράδυ το πήρα απόφαση και μπήκα.
Για όσους δεν το ξέρουν, το κλου/κράχτης του μαγαζιού είναι η χρήση αλεύρων από οργανική κάνναβη sativa για την παρασκευή της ζύμης της πίτσας, αλλά και των ζυμαρικών που σερβίρονται στο κατάστημα. Και πριν αρχίσετε να σηκώνετε πονηρά το ένα φρύδι, στο site του Mystic Pizza θα βρείτε ένα σωρό fun facts που απενοχοποιούν το παρεξηγημένο αυτό προϊόν.
Συν τοις άλλοις, η κάνναβη sativa, όπως μας πληροφορεί ο κατάλογος του Mystic Pizza, "από την αρχαιότητα έως τα μέα του 19ου αιώνα αποτελούσε σημαντικότατη ύλη για την παγκόσμια π
αραγωγή φυτικών ινών, υφασμάτων, φωτιστικού λαδιού, χαρτιού, φαρμάκων και ειδών διατροφής". Επίσης, "η σύνθεση των πρωτεϊνών των σπόρων της είναι μοναδική στο φυτικό βασίλειο. Οι σπόροι της περιέχουν αμινοξέα σε ιδανικές αναλογίες και παρέχουν στον οργανισμό δομικά υλικά για τη σύνθεση πρωτεϊνών που ενισχύουν το αμυντικό του σύστημα."
Για να μην τα πολυλογούμε, θα σας δώσω το short version: όχι, δε θα την ακούσετε. Αν είχατε τέτοιες αξιώσεις και απογοητευτήκατε, μπορείτε να κατευθυνθείτε προς την πλατεία για να προμηθευτείτε από εκεί τα απαραίτητα υλικά. Αν και από ό,τι μαθαίνω τα πρεζόνια έχουν εγκαταλείψει την περιοχή τις τελευταίες βδομάδες, αφού οι κάτοικοι των Εξαρχείων πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και κρατάνε πλέον βάρδιες προκειμένου να απομακρύνουν τα ύποπτα άτομα από την περιοχή.
Ναι, ξέφυγα λίγο από το θέμα, pardonnez-moi.
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στη Mystic Pizza και στο τι θα φάτε εκεί. Καταρχάς, πέρα από το αλεύρι οργανικής κάνναβης, πολλά ακόμα από τα προϊόντα του εστιατορίου είναι βιολογικά. Εμείς, ας πούμε, παραγγείλαμε την πίτσα Mystic Bio Green (12.80 ευρώ), η οποία είχε βιολογικά λαχανικά: κολοκυθάκι, μπρόκολο, καρότο και επίσης ελιές και τυρί (well, duh). Όσον αφορά τις πίτσες, προσφέρονται δύο ακόμα επιλογές φτιαγμένες με εξ'ολοκλήρου βιολογικά υλικά, η bio olive και η bio classic.
Οι υπόλοιπες πίτσες, που δεν είναι με βιολογικά υλικά -πέραν της ζύμης δηλαδή- στοιχίζουν όλες από 7 ως 8.80 ευρώ. Υπάρχουν αρκετές επιλογές και πολλές από αυτές είναι και διασκεδαστικές
, όπως ας πούμε η Popeye, που ναι, σωστά μαντέψατε, περιέχει σπανάκι. Εμείς δοκιμάσαμε ακόμα την πίτσα Bloody Mary με τυρί, σάλτσα ντομάτας, βότκα, φρέσκα μανιτάρια, ελιές, πιπεριά και tabasco (8.80 ευρώ). Τώρα, για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι το αλεύρι αυτό ενδείκνυται για την παρασκευή ζύμης για πίτσα. Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον γευστικά, αλλά του λείπει η ελαστικότητα, με αποτέλεσμα η ζύμη να είναι τραγανή, αλλά όχι λαστιχωτή, όπως είναι ας πούμε η αυθεντική λεπτή ιταλική ζύμη για πίτσα. Αλλά και οι συνδυασμοί των υλικών -τουλάχιστον για τις δύο αυτές πίτσες- δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν. Τα βιολογικά λαχανικά, βρασμένα (Ι believe) και τοποθετημένα στην πίτσα, ήταν κάπως νερουλά. Η δε Bloody Mary ήταν σαφώς πιο νόστιμη συνολικά. Μπορούσες να ξεχωρίσεις και τη βότκα και το tabasco, αλλά η σάλτσα ντομάτας δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, αρκετά πλούσια και η γουστόζικη αυτή ιδέα μάλλον εξαντλείται στο εύρημά της και δεν έχει την εκτέλεση που θα ήλπιζα.
Από την άλλη, βρίσκω ενδιαφέρον το
γεγονός ότι το Mystic Pizza στηρίζει τις ελληνικές εταιρείες και προσφέρει αναψυκτικά Έψα, Σουρωτή, αλλά και Πειραϊκή μπίρα. Επίσης, εδώ θα βρείτε και κρασιά βιολογικής καλλιέργειας: Εννιπέας (λευκό) και Αυγουστιάτης (κόκκινο) με 18 ευρώ τη φιάλη. Τέλος, ο κανναβόσπορος και το αλεύρι κάνναβης χρησιμοποιούνται ακόμα και στα επιδόρπια (pannacota, cheesecake και σουφλέ σοκολάτας). Δεν δοκίμασα κάποιο για να σας μεταφέρω την άποψή μου, αλλά εκτιμώ το γεγονός ότι το Mystic Pizza παρουσιάζει ένα δικό του, πρωτότυπο concept και το παρουσιάζει ολοκληρωμένα, από τα ορεκτικά ως τα επιδόρπια.
Τέλος, στον κατάλογο ενημερώνει ότι χρησιμοποιείται μόνο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, δεν χρησιμοποιείται τηγάνι και φούρνος μικροκυμάτων και η ζύμη της πίτσας ανοίγεται στο χέρι. Ε, όσο να ΄ναι κάτι τέτοιες λεπτομέρεις δεν μπορείς παρά να τις εκτιμήσεις. Αν προσθέσουμε σε αυτά και το γεγονός ότι οι τιμές είναι εξαιρετικά χαμηλές και ο χώρος συμπαθητικός για ένα γρήγορο γεύμα στο κέντρο της πόλης, το Mystic Pizza συγκεντρώνει αρκετά θετικά στοιχεία τελικά.


Ετυμηγορία
: Ε, ok, why not. Μια στο τόσο.

Τιμές
: 10-15 ευρώ.

Crowd
: νεανικό/φοιτητές

Διεύθυνση: Εμμανουήλ Μπενάκη 76, Εξάρχεια. Υπάρχουν άλλα δύο καταστήματα, στο Κουκάκι και τον Χολαργό: Γ. Ολυμπίου 2 & Βεΐκου, Κουκάκι/Σαρανταπόρου 1 & Μεσογείων, Χολαργός.
Τηλ: Εξάρχεια - 210 3839500, 210 3839607/Κουκάκι - 210 9592092/Χολαργός - 210 6545000

P.S. Καιαιαι το απαραίτητο trivia της ημέρας: Δεν μπορεί να μη θυμάστε τη
ν ταινία "Mystic Pizza" aπό τα 80s! Είναι η ταινία που έκανε γνωστή την Julia Roberts. Το αστείο είναι ότι εκεί έκανε και το ντεμπούτο του ο Matt Damon, ο οποίος έχει μόνο μία ατάκα. Συγκεκριμένα, απευθυνόμενος στη μαμά του ενώ τρώει αστακό, λέει: Mom, do you want my green stuff?".
O τίτλος της ται
νίας, λοιπόν, είναι παρμένος από ένα εστιατόριο στο οποίο είχε αδυναμία η σεναριογράφος της, η Amy Holden Jones. To εστιατόριο λέγεται, φυσικά, Mystic Pizza, βρίσκεται στο Mystic του Κονέκτικατ και από τότε που βγήκε η ταινία οι ιδιοκτήτες του είδαν την επιχείρησή τους να ανθίζει.



Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Polly Maggoo στο Μεταξουργείο, Part II

Πρόσφατα επισκέφτηκα ξανά το Polly Maggoo, στο οποίο είχα να πάω από τον χειμώνα και διαπίστωσα ότι αυτό το χαριτωμένο μικρό ρεστοράν συνεχίζει εξίσου όμορφα και με συνέπεια αυτό που ξεκίνησε λίγους μήνες πριν (ακόμα δεν έχει χρονίσει). Εύχομαι να συνεχίσει έτσι, γιατί φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που πρέπει προκειμένου να γίνει σιγά-σιγά στέκι και να κερδίσει σταθερούς θαμώνες. Παρόλο, λοιπόν, που έχω ξαναγράψει για το Polly Maggoo, ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι συμπληρωματικό για τα νέα πιάτα που δοκίμασα.
Για το καλοκαίρι, έχουν βγει λίγα τραπεζάκια έξω στο πεζοδρόμιο, ανοίγουν και οι τζαμαρίες κι είναι μια χαρά.
Στο μεταξύ, έχουν γίνει και κάποιες μικροαλλαγές στο μενού. Τα αυγά μπρουγιέ που απολάμβανα τον χειμώνα με μυρώνια και λάδι τρούφας σερβίρονται τώρα με λιαστή ντομάτα και λάδι τρούφας (9 ευρώ). Είναι πεντανόστιμα και έγινε μάχη στο τραπέζι προκειμένου να τα μοιραστούμε πέντε άτομα. Ωστόσο, ελπίζω το χειμώνα να επαναφέρουν τα μυρώνια, γιατί βρίσκω τη γεύση τους πιο φινετσάτη.
Η σαλάτα με ανάμεικτα σαλατικά, ζεστό κατσικίσιο τυρί και παστράμι Δράμας (8 ευρώ) ήταν νόστιμη, μόνο που της έλειπε λίγο το dressing. Επειδή, όμως, την έχω γευτεί άλλες δύο φορές και με είχε ικανοποιήσει, πιστεύω ότι ήταν τυχαίο (και όχι μοιραίο).
Πραγματική αποκάλυψη ήταν τα δύο κυρίως πιάτα που δοκίμασα αυτή τη φορ
ά, τα οποία επίσης έχω την αίσθηση ότι ήταν καινούργια προσθήκη στο μενού, αλλά δεν παίρνω κι όρκο. Το συκώτι μοσχαρίσιο γάλακτος με πατατούλες σοτέ, μπράντι, σπαράγγια και εσαλότ (16 ευρώ) ήταν απλώς ονειρεμένο. Το μυλοκόπι με χόρτα σωτέ και σάλτσα πορτοκάλι (16 ευρώ), επίσης καταπληκτικό. Θα πήγαινα ξανά και ξανά για να απολαύσω αυτά τα πιάτα στο συγκεκριμένο μαγαζί.
Από τα κρασιά διαλέξαμε το Άδολη Γης του Αντωνόπουλου (sauv. blanc - chardonnay), και μάλιστα σε τιμή πολύ οικονομική για τα δεδομένα
των περισσότερων εστιατορίων: μόλις 22 ευρώ.
Κι ενώ διαλέγαμε τι επιδόρπιο θα πάρουμε, το κατάστημα μας κέρασε κι ένα ωραιότατο Spumante. Τελικά, παραγγείλαμε την αγαπημένη μας μους λεμόνι σε βάση μπισκότου και σος λάιμ και δυόσμου (6 ευρώ), που ήταν δροσιστική και αρωματική όσο δεν παίρνει! Κι όλα αυτά, με μουσική υπόκρουση Beatles - Love me Do, Manu Chao - King of the Bongo και Nina Simone - My Baby Just Cares for Me...

Ετυμηγορία: είπαμε, το συστήνω ανεπιφύλακτα
Κουζίνα:
γαλλική, αλλά και Μεσόγειος γενικότερα.
Τιμές
: 25-30 ευρώ μαζί με μπουκάλι κρασί (πόσο συχνά συμβαίνει αυτό;;;)

Διεύθυνση: Λεωνίδου 80 & Σαλαμίνος, Μεταξουργείο

τηλ
. 210 52 41 120


Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Pecora Nera στους Αμπελόκηπους

To Pecora Nera -μαύρο πρόβατο- στους Αμπελόκηπους είναι ένα από τα εστιατόρια που επισκέπτομαι, αν όχι πολύ συχνά, τότε ας πούμε σταθερά τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός ότι κατοικώ κοντά του είναι μεν ένας σημαντικός λόγος, αλλά ο κυριότερος είναι για μένα ο συνδυασμός καλοφτιαγμένου ιταλικού φαγητού και καλαίσθητου, κεφάτου περιβάλλοντος.
Στον κάτω όροφο δεσπόζει η μπάρα, γύρω από την οποία μετά τις 11:30 μαζεύεται αρκετός κόσμος που πίνει στα όρθια το ποτό του, κι ένα μεγάλο, μακρόστενο μοναστηριακό τραπέζι, για όσους ενδιαφέρονται για σύσφιξη σχέσεων με τους υπόλοιπους συνδαιτημόνες. Για τους λιγότερο κοινωνικούς, υπάρχει ο επάνω όροφος με μεμονωμένα τραπέζια, αλλά και η μπροστά και πίσω αυλή για τους καλοκαιρινούς μήνες, που όντας περιστοιχισμένες από μεγάλες γλάστρες με φυτά σε κάνουν να ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στη Σεβαστουπόλεως, μια ανάσα από την πολύβουη λεωφόρο Κηφισίας.
Στο μεταξύ, οι πάντα προσεγμένες μουσικές επιλογές, άλλοτε σε ταξιδεύουν σε διάφορες δεκαετίες με τραγούδια που αν
τέχουν στο χρόνο και άλλοτε είναι πιο σύγχρονες, ενώ τις Δευτέρες από ό,τι θυμάμαι παίζει κι ένα συγκρότημα live jazz. (Αυτό ρωτήστε αν συνεχίζει να ισχύει βέβαια, μη σας πάρω και στο λαιμό μου.) Στην αυλή, τα ξύλινα τραπεζοκαθίσματα είναι βαμμένα σε χρώμα φυστικί και κατά μήκος του τοίχου υπάρχει χτιστός πάγκος που καλύπτεται από καλόγουστα ριγέ ασπρόμαυρα μαξιλάρια με ροζ ρομαντικά τριαντάφυλλα, ενώ το ίδιο μοτίβο υπάρχει και στην επιφάνεια των τραπεζιών. '
'Ενα πράγμα που μ' αρέσει πολύ στο Pecora Nera είναι πως θα το
βρω πάντα γεμάτο, χειμώνα-καλοκαίρι, όποια μέρα της εβδομάδας και να έρθω και πως μαζεύει ωραίο κόσμο. Ενίοτε θα δείτε και καμία celebritόφατσα - αν μη τι άλλο συνιδιοκτήτης είναι ο ηθοποιός Φίλιππος Σοφιανός- τις περισσότερες φορές από το χώρο της δημοσιογραφίας για κάποιο περίεργο λόγο.
Στο Pecora Nera το δείπνο πάντοτε ξεκινάει με ένα ωραίο πανεράκι με διάφορα ψωμάκια και κριτσίνια κι ένα μπολ με ελιές αρωματισμένες με μυρωδικά. Πάντα θα σας ρωτήσουν αν προτιμάτε νερό βρύσης ή εμφιαλωμένο, κι εγώ το αναφέρω όπως έχω υποσχεθεί, διότι με εκνευρίζει το επιβεβλημένο έξοδο του εμφιαλωμένου νερού, που δεν κάνει καμία διαφορά στον ουρανίσκο μου (ο οποίος κατά τα άλλα είναι αρκετά απαιτητικός). Η λίστα κρασιού είναι ενδιαφέρουσα και το house wine αξιοπρεπέστατο -το pecora bianca (Sauv. blanc - Ροδίτης) στοιχίζει 24 ευρώ και το rossa (Merlot-Syrah-Ξινόμαυρο) 26 η φιάλη, ενώ σε ποτήρι στοιχίζουν 6 ευρώ (και η ποσότητα αντιστοιχεί σε δύο ποτήρια θα έλεγα). Ωραιότατο είναι επίσης και το Pinot Grigio Pirovano από το Veneto που στοιχίζει 26 ευρώ (αχ, έχω και αδυναμία στο Pinot Grigio, τι να κάνω;).
Από τα ορεκτικά παραγγείλαμε τα crostoni di melanzana (9,50 ευρώ) -ζεστά δηλαδή ψημένα φετάκια ψωμιού με κατσικίσιο τυρί, μελιτζάνα και ντομάτα- που ήταν σκέτο γλύκισμα. Από τα crostoni έχω τιμήσει επίσης ουκ ολίγες φορές και αυτά με την γκοργκοντσόλα και το αχλάδι-άλλο επιδόρπιο από εκεί, λολ. Οι σαλάτες του Pecora Nera είναι επίσης καλές, δροσερές και σε γενναίες ποσότητες, αλλά αυτή τη φορά δε δοκίμασα κάποια για να σας την προτείνω.
Από τα κυρίως, τις περισσότερες φορές που επισκέπτομαι το Pecora Nera θα παραγγείλω τη vera carbonara (14.50) η οποία λέγεται έτσι γιατί μαγειρεύεται με αυγό και παντσέτα και όχι με τη γνωστή κρέμα γάλακτος -για την οποία σας έχω εκφράσει την απέχθειά μου αρκετές φορές, οπότε ας μην επαναλαμβάνομαι...ουπς, άι ντιτ ιτ αγκέν! Πολλοί φίλοι με τους οποίους έχουμε συμφάγει στο Pecora Nera μου ζήτησαν να εκφράσω το παράπονό τους για το πόσο al dente είναι πάντοτε εδώ τα ζυμαρικά. Πράγματι, είναι οριακά -ένα λεπτό λιγότερο βράσιμο και θα μπορούσες να τα σπάσεις με το χέρι - ή όπως λέει και η φίλη μου η Ρ. "κάνουν κρούτσου-κρούτσου". Αλλά εγώ είμαι και ολίγον τι διεστραμμένη με αυτό το θέμα, οπότε μ' αρέσουν έτσι. Πιστεύω, όμως, πως αν το επισημάνετε στο σερβιτόρο κατά την παραγγελία δε θα υπάρχει πρόβλημα να τα βράσουν ένα κλικ περισσότερο (μη σπάσουμε και κάνα δόντι, βρε αδερφέ και απορεί ο οδοντίατρος όταν του πούμε ότι το πάθαμε από carbonara). Στα συν ότι τα ζυμαρικά είναι φρέσκα (όχι και χειροποίητα, όμως), πράγμα που -δυστυχώς- δε θεωρείται αυτονόητο σε κάθε ιταλικό εστιατόριο. Από τα ζυμαρικά έχω επίσης δοκιμάσει το spaghetti al pesto (16.50 ευρώ), το aglio, olio & peperoncino (12,50 ευρώ), αλλά και τις tagliatelle con zucchini (με κολοκυθάκι, δηλαδή, ντοματάκι και τυρί scamorza -yum για το τελευταίο). 'Ολα είναι νοστιμότατα, αλλά η carbonara παραμένει το αγαπημένο μου πιάτο. Τέλος, στο Pecora Nera θα βρείτε και μια πάρα πολύ ωραία εκτέλεση του risotto al milanese, ριζότου δηλαδή με παρμεζάνα και σαφράν, πολύ ωραία χυλωμένου, αλλά με το ρύζι να παραμένει λιγουλάκι τραγανό, όπως ακριβώς πρέπει.
Κι αν έχετε και χώρο ακόμα μετά από όλα αυτά, σας προτείνω από τα γλυκά την pannacota με σος καραμέλας (8 ευρώ). Εγώ δεν έχω συνήθως - η άτιμη η carbonara είναι πολύ χορταστική. To έχει πει και ο George Miller -o σκηνοθέτης- άλλωστε: "Το πρόβλημα με την ιταλική κουζίνα είναι ότι πέντε μέρες μετά, ξαναπεινάς" - παραφράζοντας τη γνωστή πιπίλα ότι όταν τρως κινέζικο, μετά από μια ώρα ξαναπεινάς.

Ετυμηγορία: είπαμε, εγώ πάω συχνά. Αν μένετε στις γύρω περιοχές, είναι μία από τις καλές επιλογές για ιταλική κουζίνα.
Κουζίνα: ιταλική
Τιμές: από 25 ως και 45, αναλόγως και τις επιλογές που θα κάνετε. Τα πιάτα με κρέας είναι αρκετά τσουχτερά. Αν παραμείνετε στην pasta και τα risotti, δε νομίζω να ξεπεράσετε τα 32-33 ευρώ.
Σέρβις: εξυπηρετικό, αλλά με κάποια προβλήματα συντονισμού.
Καλοκαίρι: αυλή με φυτά
Διεύθυνση: Σεβαστουπόλεως 158, Αμπελόκηποι
Τηλ: 210 69 14 183

P.S. Και το trivia της ημέρας (ξέρετε πώς μ' αρέσουν κάτι τέτοια): Το pinot grigio (ή pinot gris στα Γαλλικά) είναι ένα λευκό κρασί που γίνεται από ένα σταφύλι που αποτελεί γενετική μετάλλαξη του pinot noir και η προέλευσή του είναι από τη Βουργουνδία. Η λέξη pinot σημαίνει "κουκουνάρι" και λέγεται ότι το σταφύλι πήρε το όνομα αυτό από το σχήμα του τσαμπιού που θυμίζει κουκουνάρι, ενώ grigio και gris σημαίνουν -σωστά μαντέψατε- γκρι, και το σταφύλι λέγεται έτσι γιατί έχει ένα ελαφρά γκριζωπό χρώμα σε σχέση με το pinot noir. Τα γκρίζα pinot διαφέρουν στη γεύση ανάλογα με την περιοχή στην οποία παράγονται. Τα γαλλικά τείνουν να έχουν σώμα, ενώ τα ιταλικά pinot είναι γενικώς πιο ελαφρά και αρκετά πιο ανοιχτόχρωμα.

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Golden Chopsticks στο Σύνταγμα

Πριν από κάμποσο καιρό είχα γράψει για το Furin Kazan και σας είχα τάξει ότι θα παρουσιάσω πιο αναλυτικά και τα υπόλοιπα εστιατόρια της ασιατικής πιάτσας που έχει σχηματιστεί στην οδό Απόλλωνος και στα γύρω της τετράγωνα, κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Το Furin Kazan ήταν βέβαια το πρώτο ασιατικό κατάστημα που άνοιξε στην περιοχή (το '99 θαρρώ) και στη συνέχεια ακολούθησε το Noodle Bar (αν δεν απατώμαι), που κατέληξε να γίνει μια ποιοτική αλυσίδα με κάμποσα καταστήματα σε όλη την Αθήνα. Μετά είχε, λοιπόν, σειρά το Golden Chopsticks, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Furin Kazan.
Το Golden Chopsticks ειδικεύεται στην κουζίνα της Κίνας, της Ταϊλάνδης και της Ινδίας και το μενού του είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο. Έχοντας το επισκεφθεί πολλές φορές, έχω δοκιμάσει αρκετά πιάτα του και από τις τρεις αυτές περιοχές και χωρίς να μπορώ να πω πως έφαγα ποτέ κάτι που δε μου άρεσε, νομίζω ότι το πιο δυνατό του χαρτί είναι η Ταϊλάνδη. Αν δεν κάνω λάθος, το μόνο εστιατόριο που σερβίρει αμιγώς ταϊλανδέζικη κουζίνα στην Αθήνα είναι το Royal Thai στην Κηφισιά (το οποίο μου αρέσει πάαααρα πολύ, οπότε αναμένετε στο ακουστικό σας και επ' αυτού). Δεδομένου, λοιπόν, ότι στον τομέα της Ταϊλάνδης η Αθήνα πραγματικά πάσχει, το Golden Chopsticks είναι ένα από τα λίγα πολυασιατικά ρεστοράν όπου θα βρείτε τέτοια ποικιλία σε ταϊλανδέζικα πιάτα.
Για να μη χαθείτε στον κατάλογο, σας προτείνω το ταϊλανδέζικο μενού για 2 ή 4 άτομα, που κοστίζει 33 ή 63 ευρώ αντίστοιχα, δηλαδή περί τα 16 ευρώ το άτομο. Με αυτό το ποσό, λοιπόν, θα γευθείτε μια ωραιότατη σελεξιόν: σούπα Tom Kha Gai (ίσως η πιο χαρακτηριστική ταϊλανδέζικη σούπα, περιέχει κοτόπουλο, γάλα καρύδας και κόλιανδρο), San Suian Spring Roll (ρολά με γέμιση χοιρινού), σαλάτα Yam Gai, Thai Pork Red Curry (κάρι Ταϊλάνδης κόκκινο με βασιλικό), Pahd Khing Prawn (γαρίδες με λαχανικά και σος με τζίντζερ & διάφορα ασιατικά μανιτάρια, ένα πιάτο που λατρεύω), Thai Fried Rice (well, this one speaks for itself) και για επιδόρπιο, τηγανητός ανανάς με παγωτό.
Pas mal, έτσι; Ενώ αν πάρετε μεμονωμένα πιάτα, οι Pahd King Prawn μαζί με ένα μπολ ρυζιού θα σας έρθουν στην ίδια τιμή. Εδώ που τα λέμε οι τιμές στα μεμονωμένα πιάτα βρίσκω ότι είναι κομματάκι τσουχτερές, ειδικά όσον αφορά τα πιάτα με μοσχάρι που στοιχίζουν περί τα 9,5 ευρώ, πολύ περισσότερο δε για τα θαλασσινά που οι τιμές τους κυμαίνται από 11,50 ως 14 ευρώ. Αν σκεφτείς ότι πρόκειται για ένα εστιατόριο που προορίζεται για να φάει κανείς στα γρήγορα (αν δείτε πώς είναι διαμορφωμένος ο χώρος θα καταλάβετε τι εννοώ), νομίζω πως θα μπορούσαν να είναι και λίγο χαμηλότερες. Τα μενού, όμως, συμφέρουν, οπωδήποτε. Οπότε, menu it is! Εκτός αν δεν τα βρίσκετε με τους υπόλοιπους της παρέας, οπότε την πατήσατε. 'Η αν γευματίζετε μόνος, οπότε πάλι you 're screwed.
Εκτός από το ταϊλανδέζικο μενού, όμως, και το ινδικό μενού είναι νόστιμο και εξίσου πληθωρικό. Ξεκινάτε με τα κλασικά papadam (τραγανές πίτες) που σερβίρονται πάντα με δύο ντιπ, ένα με γιαούρτι και μέντα κι ένα τσάτνεϊ φρούτου. Συνεχίζετε με vegetarian samosas (τραγανά κωνικά πιτάκια με λαχανικά), μια σαλάτα με φρέσκα λαχανικά, vegetarian jalfrezi (λαχανικά με σάλτσα ντομάτας, κρεμμύδι και πιπεριές), κοτόπουλο madras (κοτόπουλο με κάρι και γάλα καρύδας), το οποίο καίει διαολεμένα, btw, αλλά το βρίσκω απολαυστικό, αρνί rogan josh, ρύζι pilau (μπασμάτι με σαφράν) και βέβαια -δε θα μπορούσε να λείπει- το καλαθάκι με το naan bread, οι νοστιμότατες πίτες που συνοδεύουν απαραίτητα κάθε ινδικό γευμα.
Κατά τα άλλα, ο χώρος είναι μικρός και το περιβάλλον δεν ενδείκνυται για άραγμα. Τις δε ώρες αιχμής, ντουμανιάζει το μαγαζί από τα τηγάνια -γουόκ, rather- που έχουν πάρει φωτιά (κυριολεκτικά, λολ) και μάλλον κάτι πρέπει να γίνει με τον εξαερισμό. Για τον ίδιο λόγο, για τα καλοκαιρινά μεσημέρια δε θα σας το σύστηνα, προτιμήστε κάτι πιο δροσερό. Ή, αν επιμένετε, τρέξτε να προφτάσετε το τραπέζι που είναι δίπλα στην πόρτα. (Καλά, δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα, αστειεύομαι.)
Εντάξει, οι γεύσεις είναι λιγουλάκι εξευρωπαϊσμένες, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες έθνικ κουζίνες στη χώρα μας, οπότε αν είστε ας πούμε φανατικός ταϊλανδόφιλος ή σκληροπυρηνικός ινδομαθής μπορεί να απογοητευτείτε. Αλλά εδώ που τα λέμε, τα ευρωπαϊκα στομάχια δεν είναι και εξοικειωμένα με το real thing και τα hardcore μπαχαρικά της Ινδίας και της Ταϊλάνδης, οπότε μην γκρινιάζετε. Όπως θα 'λεγε και ο Jack Nicholson στον Tom Cruise στο A Few Good Men, "You want the truth? You CAN'T HANDLE THE TRUTH!". You CAN'T HANDLE the real chicken madras, people! Κατά τα άλλα, λοιπόν, το βρίσκω ικανοποιητικό το ρεστοράν από άποψη γεύσεων.
Πάντως, το Golden Chopsticks βρίσκεται σε βολική θέση και είναι μια ωραία λύση για μετά τη βόλτα για ψώνια στην Ερμού, για lunch break για όσους εργάζονται στην περιοχή, και personal favourite ως επιλογή για πριν ή μετά από ένα σινεμά στον Απόλλωνα ή το Αττικόν.

Ετυμηγορία: πάτε, πάτε!
Τιμές: 13-25 ευρώ
Κουζίνα: ασιατική (Κίνα, Ταϊλάνδη, Ινδία)
Σέρβις: ταχύτατο
Crowd: νεανικό, φοιτητές από τα γύρω αμερικάνικα κολλέγια, πολλοί τουρίστες λόγω περιοχής, κανα-δύο yuppies (αν και οι περισσότεροι young urban professionals της περιοχης μάλλον προτιμούν το Furin Kazan που είναι κάπως πιο classy)
Διεύθυνση: Απόλλωνος 2, Σύνταγμα
Τηλ: 210 32 32 120

P.S. To Golden Chopsticks κάνει και delivery.

P.S.2 E, δεν άντεξα πάλι.
Jack: You want answers? Tom: I want the truth! Jack: YOU CAN'T HANDLE THE TRUTH!!!