Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Eστιατόριο Godzilla Sushi Bar στου Ψυρρή

H περιοχή του Ψυρρή, ως γνωστόν, είναι μια γειτονιά που έχει περάσει από σαράντα κύματα. Εντελώς παρακμιακή σχεδόν για όλη τη δεκαετία του '90, στα τέλη της άρχισε ξαφνικά να γνωρίζει άνθιση. Το ένα νεοκλασικό ανακαινιζόταν μετά το άλλο και τα διάφορα εναλλακτικά μαγαζιά, μπαρ και εστιατόρια ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, για να γίνει ένας τρομερός πανζουρλισμός μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια και μετά να αρχίσουν όλα ξανά να κλείνουν ή να μεταφέρονται αλλού, με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο κάποτε άνοιγαν. Σήμερα, η περιοχή συνεχίζει να μαζεύει αρκετό κόσμο, κυρίως από τα διάφορα μεζεδοπωλεία και μαγαζιά με ζωντανή μουσική, αλλά κάπου μέσα σε όλο αυτό τον χαμό/συνδυασμό από καρβουνιασμένες μπριζόλες, μετριότατα έως πανάθλια τύπου έντεχνα ή τύπου λαϊκά μουσικά σχήματα και άφθονες Τσιγγανοπούλες και Τσιγγανόπουλα που προσπαθούν να βγάλουν το νυχτοκάματο ραίνοντάς σε με τη βία με γαρδένιες τυλιγμένες στο ασημόχαρτο, υπάρχουν και δύο-τρία εστιατόρια που έχουν ακόμα ενδιαφέρον. Το ένα από αυτά είναι φυσικά η Hytra, για την οποία μιλήσαμε πρόσφατα (βλ. σχετική ανάρτηση) και η οποία είναι ένας χώρος που δεν εξαρτάται από τις τάσεις και τις επαναστάσεις του περιβάλλοντα χώρου του, γιατί είναι αξιόλογος και έχει ένα δικό του κοινό που θα το ακολουθούσε όπου και αν βρισκόταν. Επιπροσθέτως, όμως, την προηγούμενη εβδομάδα, χάρη σε μία φίλη, είχα την τύχη να επισκεφθώ ένα μικρό εστιατόριο το οποίο ως τότε γνώριζα μόνο εξ' ακοής, αν και μετρά αρκετά χρόνια στην περιοχή: το Godzilla Sushi Bar.
Το
Godzilla συνδυάζεται μάλιστα ιδανικά με μια παράσταση σε ένα από τα θέατρα της περιοχής -αφού είναι within walking distance από αρκετά από δαύτα- διότι όντας bar restaurant, σερβίρει μέχρι αρκετά αργά. ('Ετσι κι εμείς το επισκεφθήκαμε μετά την παράσταση Cock στο θέατρο Θησείον, την οποία και σας συστήνω...)
Ο μακρόστενος, κυλινδρικός του χώρος είναι εντελώς urban και θυμίζει στοά του μετρό -οι τοίχοι του, άλλωστε, είναι καλυμμένοι με διαφημίσεις- ή ακόμα και κοιλιά ψαριού, αν αφήσει κανείς τη φαντασία του να τον παρασύρει λίγο παραπάνω. Κατά μήκος των δύο τοίχων υπάρχουν μαύροι αναπαυτικοί καναπέδες με μαξιλάρες σε αποχρώσεις του κόκκινου, ενώ στο βάθος μπορεί να πιει κανείς ποτό στα όρθια ή καθισμένος στην μπάρα.
Βρήκα επίσης πολύ fun τα
λευκά πλαστικά σουπλά με την κόκκινη βούλα στο κέντρο -βλέπε σημαία Ιαπωνίας, ενώ ευχάριστη είναι και η μουσική που κινείται στους ήχους του mainstream και του alternative rock -αν και θα μπορούσε να είναι και λίγο πιο χαμηλά, γι' αυτούς που τρώνε και θέλουν και να μπορούν να κουβεντιάζουν.
Ο κατάλογος είναι εκτενέστατος και
στο sushi υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία σε είδη, μεγέθη και συνδυασμούς επιλογών. Οι τιμές, μάλιστα του sush-ακίου είναι πολύ λογικές, πράγμα σπάνιο στην Αθήνα, αφού τείνουμε πολλές φορές να πληρώνουμε το βάρος του σε χρυσάφι (όπου nigiri και ράβδος). Εμείς, λοιπόν, πήραμε ένα california maki (7,5 ευρώ), ρολό δηλαδή με καβούρι, αβοκάντο και αγγούρι και ένα rainbow maki (8.50 ευρώ), που περιείχε καβούρι, σολομό, αβοκάντο και ανανά, των έξι τεμαχίων το καθένα. Ήταν και τα δύο φρέσκα, νόστιμα και καλοτυλιγμένα, αλλά ιδανικά θα ήθελα λίγο μικρότερα τα τεμάχια, ώστε να μπορούν να γίνουν μία μπουκιά, διότι όσο να 'ναι το φύκι δεν τεμαχίζεται εύκολα με τα δόντια. Και για τους ειδικούς της sushoλογίας που θα σπεύσουν να μας φωνάξουν ότι τα california είναι δυτικότροπα sushi για φλώρους ή αρχάριους, σας ενημερώνω ότι ο κατάλογος, πέρα από τα κλασικά σολομό/γαρίδα/τόννο/καβούρι, περιλαμβάνει φαγγρί, σφυρίδα, αχινό, αστακό, λαυράκι, μαγιάτικο, γλώσσα καπνιστή, αυγοτάραχο, χελιδονόψαρο, αλλά και χέλι ("Αaaah. Unagi!" που θα έλεγε και ο Ross Geller).
Εμείς παραγγείλαμε επίσης μια μερίδα
gyoza (τηγανητά πιτάκια) με λαχανικά (7 ευρώ), που ήταν τραγανά και ανάλαφρα. Από τα κυρίως, ζητήσαμε το black cod teriyaki (18,50 ευρώ), αλλά επειδή δεν είχαν μαύρο μπακαλιάρο, μας πρότειναν να μας φτιάξουν το ίδιο πιάτο με σολομό, πράγμα που κάναμε τελικά και ήταν πολύ νόστιμο (φυσικά χρεώθηκε πολύ λιγότερο, 13.50 ευρώ τελικώς).
Πιο πολύ απ' όλα, πάντως με ικανοποίησαν οι σούπες! Η σούπα είναι μια συνήθεια που είναι κάπως παρεξηγημένη στην Ελλάδα, αφού ο περισσότερος κόσμος για κάποιο περίεργο λόγο θεωρεί ότι
σούπα οφείλουμε να τρώμε μόνο αν έχουμε κρύωμα (κοτόσουπα), χαλασμένο στομάχι (λαπάς/φιδέ) ή επιστρέφουμε από ξεγυρισμένο ξενύχτι (πατσάς). Σε καλά εστιατόρια, βρίσκεις συχνά ενδιαφέρουσες σούπες στο μενού, αλλά ένα άλλο πράγμα που έχουμε παρεξηγήσει στην ελληνική εστίαση πάλι, είναι ο ρόλος της σούπας. Η σούπα δεν τρώγεται για να χορτάσουμε, αλλά για να ανοίξουμε την όρεξη και να στρώσουμε λίγο το στομάχι για το γεύμα που θα ακολουθήσει. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να σερβίρεται σε ποσότητα κανονικού πιάτου, όπως συμβαίνει σε πολλά εστιατόρια, αλλά ούτε και να κοστολογείται αντίστοιχα, αλλά ανταυτού να σερβίρεται σε μικρά μπολ και η τιμή της να μην υπερβαίνει τα 5 έως 7 (το πολύ!) ευρώ. Έτσι, θα μπορεί να αποτελεί ένα ωραιότατο ξεκίνημα. Ο Antonin Carême, άλλωστε, ο πρώτος διάσημος σεφ ίσως στην ιστορία (1784-1833), γνωστός και ως ο "βασιλιάς των σεφ και σεφ των βασιλιάδων", υποστήριζε κατηγορηματικά ότι κάθε γεύμα θα πρέπει να ξεκινά με μια σούπα και νομίζω πως κι εγώ θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί του.
Το
Godzilla, λοιπόν, σερβίρει γύρω στα δέκα διαφορετικά είδη σούπας, εκεί που τα περισσότερα ασιατικά εστιατόρια της Αθήνας έχουν το πολύ δύο ή τρεις, πράγμα που όπως καταλαβαίνετε με χαροποίησε τρομερά. Και το καλύτερο; 'Ολες στοιχίζουν από 5 ως 6,5 ευρώ. Ανάμεσά τους θα βρείτε αρκετές κλασικές, όπως miso soup ή chicken corn soup (η οποία ήταν ωραιότατη), αλλά και πιο ιδιαίτερες, όπως η σούπα με ψάρι, καλαμάρι, φύκι και μαρούλι (6,5 ευρώ) που παρήγγειλα εγώ και ήταν εξαιρετική.
Συνοψίζοντας, το
Godzilla είναι μια ωραιότατη επιλογή για τους sushόβιους, αλλά και για τους φαν της ιαπωνικής κουζίνας γενικότερα (έχει και αρκετά cooked πιάτα με noodles κλπ), και έχει συμπαθητικές τιμές, ενώ βρίσκεται και σε βολικό σημείο που συνδυάζεται με μια πληθώρα δραστηριοτήτων.

Ετυμηγορία: sushi και λοιπές ιαπωνικές γεύσεις σε καλές τιμές και urban περιβάλλον
Κουζίνα: ιαπωνική/sushi bar
Crowd: Ηλικίες 25-35.
Τιμές: 15-30 το άτομο
Διεύθυνση: Ρήγα Παλαμήδη 5, Ψυρρή
Τηλ: 210 322 10 86

Y.Γ. Η φωτογραφία είναι από το site Athens Nights.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Εστιατόριο Tike στο Κεφαλάρι

Δεν είμαι και η μεγαλύτερη φαν του κεμπάπ, αλλά μια στο τόσο θα το λιγουρευτώ. Αυτή τη φορά είπα να δοκιμάσω το Tike στο Κεφαλάρι, μια αλυσίδα που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στη συνέχεια ήρθε και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Και για να μην απορείτε, "tike" -που προφέρεται "τίκε"- είναι τα "μικρά κομματάκια από κρέας" που κυριαρχούν στα διάφορα εδέσματα.
Ενώ, λοιπόν, άκουγα ότι το εστιατόριο είναι πάντοτε φίσκα και απαιτείται κράτηση μέρες πριν, όταν το επισκεφθήκαμε, το βρήκαμε σχεδόν άδειο, με πελάτες να καταλαμβάνουν μονάχα δύο ή τρία τραπέζια. Βέβαια, αφενός ο χώρος είναι τεράστιος και αφετέρου ήταν μια Τρίτη βράδυ, που είχε και ψοφόκρυο.
Ο κατάλογος είναι τεράστιος και θέλει αρκετή μελέτη, ακόμα και για τους εξοικειωμένους με τη σχετική κουζίνα. Αν θέλετε, βέβαια, κάντε μια προεργασία, γιατί το μενού υπάρχει και στο site του μαγαζιού. Τα ονόματα των πιάτων είναι γραμμένα στα Τούρκικα (ηρεμήστε, είναι με ελληνικούς χαρακτήρες) και από κάτω υπάρχει επεξήγηση. Αυτό είναι θετικό, γιατί σε κανέναν δεν αρέσει να αισθάνεται σαν ηλίθιος και να πρέπει να κάνει διαρκώς ερωτήσεις ή να ντρέπεται να προφέρει τα πιάτα και αντ' αυτού να τα δείχνει με το δάχτυλο στο μενού για να παραγγείλει. Ελάτε τώρα, σε όλους έχει συμβεί, παραδεχτείτε το. Κανένας δεν γεννήθηκε γνωρίζοντας πώς προφέρεται το γιαπωνέζικο wasabi ή το ινδικό bhaji. Ωστόσο μου έκανε εντύπωση που μέσα σε τόσες επεξηγήσεις βρήκα ξαφνικά μέσα στα ορεκτικά "τηγανητές πατάτες wedges", οι οποίες δεν βλέπω γιατί δεν μπορούν να αποδοθούν με κάποιον τρόπο στη γλώσσα μας για όσους δεν γνωρίζουν τι είναι. Δεν είμαστε στα Applebee's, for God's sake.
Έπειτα, λοιπόν, από αρκετή μελέτη καταλήξαμε στο χούμους παστιρμαλί από τα ζεστά ορεκτικά (8,5 ευρώ), τουτέστιν πουρέ από ρεβύθια και ταχίνι με κομματάκια παστουρμά. Το χούμους ήταν πολύ νόστιμο, με ωραία, απαλή υφή και ο συνδυασμός με τον παστουρμά είναι φυσικά κλασικός. Και στα ζεστά και στα κρύα ορεκτικά υπάρχει αρκετή ποικιλία, χωρίς να επαναλαμβάνεται απλώς το ίδιο πράγμα σε πολλές version με μικρές διαφοροποιήσεις όπως βλέπουμε σε πολλά καταστήματα με εθνικές κουζίνες. Είχα πληροφορηθεί ότι στις σπεσιαλιτέ του μαγαζιού ανήκει το μιουτεμπέλ, πουρές δηλαδή ψητής μελιτζάνας με γιαούρτι, σκόρδο και πασπαλισμένα φυστίκια, αλλά μάλλον θα περιμένει την επόμενη φορά, διότι ήμουν αποφασισμένη να παραγγείλω το μπαμπαγκανούς (17.5 ευρω) από τα κυρίως, που επίσης περιέχει πουρέ ψητής μελιτζάνας. Το μπαμπαγκανούς, λοιπόν, περιλαμβάνει μείγμα από άδανα κεμπάπ και σις κεμπάπ πάνω σε μια στρώση από πουρέ μελιτζάνας, σάλτσα ντομάτα, επικάλυψη λιωμένου τυριού και μικρά ξεροψημένα πιτάκια αραβικού τύπου. To κεμπάπ άδανα ή adana στα Τουρκικά, έχει πάρει το όνομά του από τα Άδανα της Κιλικίας και αποτελείται από αρνίσιο κιμά. Shish kebab αποκαλείται στα Τουρκικά οποιοδήποτε κρέας σερβίρεται σε ξυλάκι, αφού shish σημαίνει ακριβώς το ξυλάκι του όλου σουβλακίου. Στο δικό μου πιάτο, φυσικά, ήταν σερβιρισμένο σε κομματάκια, άνευ ξυλακίου (μη βγάλουμε και κανένα μάτι). Το πιάτο ήταν πολύ νόστιμο και το κρέας εξαιρετικά ζουμερό, ενώ ο πουρές μελιτζάνας ήταν άψογος. Το δεύτερο πιάτο που δοκιμάσαμε ήταν το φιστικλί κεμπάπ, κεμπάπ από αρνάκι, δηλαδή, με τριμμένο φυστίκι Αιγίνης (13.5 ευρώ). Ήταν νόστιμο, αλλά οχι στο ύψος του μπαμπαγκανούς. Το κεμπάπ ήθελε κατά τη γνώμη μου λίγο λιγότερο ψήσιμο, ενώ το πιάτο ως σύνολο ήταν λιγάκι στεγνό.
Συνολικά, το φαγητό ήταν αρκετα βαρύ και δεν μου άφησε περιθώρια για ένα επιδόρπιο, παρόλο που τα λιγουρευόμουν από την αρχή του γεύματος. Την άλλη φορά θα επιδιώξω να παραγγείλω κάτι ελαφρύτερο για να μπορέσω να δοκιμάσω στο τέλος τον χαλβά με παγωτό -που βλέπω ότι έχει εκθειαστεί σε αρκετές κριτικές του εστιατορίου από τον Τύπο- ή το κιουνεφέ (φωλιές από φύλλο για καταΐφι με γέμιση κρέμας), που του έχω και αδυναμία.
Για να συνοψίσω, από τις γεύσεις και το περιβάλλον μείναμε αρκετά ευχαριστημένοι, για μια πρώτη επίσκεψη. Όταν θα έχω δοκιμάσει περισσότερα πιάτα του καταλόγου θα μπορώ να δώσω μια πιο ολοκληρωμένη άποψη για την κουζίνα του, και όταν θα έχω επισκεφθεί το εστιατόριο και σε μέρες και ώρες αιχμής, θα μπορώ να σας πω και πιο πολλά για το σέρβις του, γιατί η μέρα που πήγαμε εμείς δεν ήταν ακριβώς αντιπροσωπευτική. Αυτό που μου έκανε αρνητική εντύπωση ήταν πως ενώ οι σερβιτόροι μέχρι να έρθουν όλα τα πιάτα μας ήταν περιποιητικοί και σβέλτοι, στη συνέχεια εξαφανίστηκαν και ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά με την όλη διαδικασία του λογαριασμού: ώσπου να τους βρούμε, να τον ζητήσουμε, να τον φέρουν, να έρθουν ξανά να πάρουν τα χρήματα και τέλος να φέρουν και τα ρέστα πέρασε ένα μισάωρο, που είναι πολύ δεδομένουν ότι πλέον είχαμε μείνει στο μαγαζί μόνο εμείς και ακόμα ένα τραπέζι. Επίσης, βρήκα τις τιμές αρκετά τσιμπημένες και δυσανάλογες, όχι με την ποιόητα του φαγητού, αλλά τουλάχιστον με το κόστος των υλικών. Κιμάς είναι, ρε παιδιά, όχι θαλασσινά. Οκτώμισι ευρώ για ένα πιάτο χούμους, όπως και να το κάνουμε, είναι πολλά, το ίδιο δε και τα 17.5 για το μπαμπαγκανούς. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις καταλήγεις να πληρώνεις περισσότερο το κύρος και την ανάλογων απαιτήσεων πελατεία της περιοχής, αλλά και πάλι, βρίσκω πως οι τιμές του Tike θα έπρεπε να είναι ένα τικ(ε) χαμηλότερες...

Ετυμηγορία: νόστιμο κεμπάπ και ποικιλία πολίτικων ορεκτικών σε έναν όμορφο χώρο, με κάπως τσιμπημένες τιμές.
Κουζίνα: πολίτικη/κεμπάπ
Τιμές: 25-40 ευρώ το άτομο.
Διεύθυνση: Χαρ. Τρικούπη & Κρήτης 27, Κηφισιά.
Τηλ: 210 80 14 584

Υ.Γ. Τον Ιανουάριο του 2007 δημοσιεύτηκε στους New York Times άρθρο με τίτλο "Pursuing Happiness, Greeks and Turks Find One Another" ("Αναζητώντας την ευτυχία, οι Έλληνες και οι Τούρκοι βρίσκουν ο ένας τον άλλο"), στο οποίο ο αρθρογράφος, Ian Fisher, μιλά για την αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών και για το πόσα κοινά ανακαλύπτουν ότι έχουν οι δύο λαοί τα τελευταία χρόνια. Τα επιχειρήματά του; Οι μεγάλοι σεισμοί του 1999 και η αμοιβαία συμπαράσταση, έφεραν, λέει, αργότερα αύξηση στον τουρισμό ανάμεσα σε κατοίκους των δύο χωρών. Και ποια είναι κατά τη γνώμη του κυρίου Fisher τα κοινά ενδιαφέροντα που ενώνουν τους λαούς μας; Μα φυσικά, τα "Σύνορα της Αγάπης" (μην κάνετε πάλι ότι δεν ξέρετε για τι πράγμα μιλάω), το shopping που κάνουν τόσο οι Τούρκοι τουρίστες στην Ελλάδα, όσο και οι Έλληνες τουρίστες στην Τουρκία και βέβαια, το φαγητό. Για τις ανάγκες του άρθρου, ο Fisher έθεσε μάλιστα μερικές ερωτήσεις στον Αλέξανδρο Λούβαρη, τον ιδιοκτήτη των Tike, σύμφωνα με τον οποίο, "η τουρκική κουζίνα είναι πολύ κοντά στη δική μας παράδοση". Ο κος Λούβαρης λέει ότι τον πρώτο καιρό που άνοιξε στην πόλη μας το εστιατόριο, δεν ήταν όλες οι αντιδράσεις θετικές και ότι άκουσε ως και το εξής: "Ντροπή σου που μας κουβάλησες τους Τούρκους" (διότι εκτός από την κουζίνα, έφερε και μαζί του και 11 Τούρκους σεφ και άλλο προσωπικό από την Κωνσταντινούπολη). Η απάντησή του; "Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για όσα έγιναν πριν 400 χρόνια. Εγώ κοιτάω μπροστά. Σας πειράζουν οι Τούρκοι. Όταν οι Γερμανοί έφτιαξαν το αεροδρόμιο, δεν σας ένοιαξε;" (
Η φωτογραφία είναι από το άρθρο των New York Times, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.)

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Εστιατόριο Ριφιφί στα Εξάρχεια

Eίναι, νομίζω, γνωστό τοις πάσι πλέον, πως η Αθήνα έχει γεμίσει μοντέρνα μαγειρεία/ οινομαγειρεία/ μεζεδοπωλεία/ ουζερί/ ταβέρνες/ ψαροταβέρνες/ χασαποταβέρνες και η περιοχή των Εξαρχείων δεν πάει καθόλου πίσω, καθότι το σηκώνει και το κοινό της. Το Ριφιφί ανήκει στην συνγκεκριμένη κατηγορία, αλλά αφενός μετρά ήδη αρκετά χρόνια στο κουρμπέτι και αφετέρου, για διάφορους λόγους έχει πολλούς αφοσιωμένους θαμώνες, διάσημους και μη, που τείνουν και να το διαφημίζουν συχνά-πυκνά στα διάφορα free press της πόλης ως το στέκι τους.
Εγώ το έχω επισκεφθεί δύο φορές. Η πρώτη ήταν πριν καμία εξαετία (αν δε με απατά η μνήμη μου), όταν ακόμα η σχετική αγορά των Εξαρχείων ήταν υπό διαμόρφωση, τότε που είχαν πρωτοεμφανιστεί και το Food Company, το Mystic Pizza, το Il Doppio και το Cookoo food (που δεν υπάρχει πλέον) και είχαν αρχίσει να σπάνε το μονοπώλιο της παραδοσιακής ταβέρνας στη γειτονιά. Θυμάμαι πως δεν είχα μείνει ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Το φαγητό μου είχε φανεί από αξιοπρεπές στην καλύτερη περίπτωση ως αδιάφορο στη χειρότερη και το απογοητευτικότερο στοιχείο του καταστήματος ήταν το σέρβις. Οι παραγγελίες είχαν καθυστερήσει τραγικά και το προσωπικό ήταν -με τη σύμφωνη γνώμη και της υπόλοιπης παρέας μου- αρκετά βαριεστημένο ως και αγενές.
Πριν από λίγο καιρό αποφάσισα να το επισκεφθώ ξανά, γνωρίζοντας και ότι στο μεταξύ είχε ανακαινιστεί και ανανεωθεί γενικότερα.
Από τον χώρο μην περιμένετε καινοτομίες. Είναι ευχάριστος, με ζωηρά χρώματα, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα καφενείου, λαδόκολλα αντί τραπεζομάντιλου, καθώς και με ό,τι άλλο περιλαμβάνει η κλασική διακόσμηση της συγκεκριμένης εστιατορικής κατηγορίας. Η πινελιά που το κάνει να ξεχωρίζει κάπως είναι οι ενδιαφέρουσες ποπ φωτογραφίες τροφίμων που κοσμούν τους τοίχους: αρακάς σε φούξια φόντο και κατακόκκινο κρεμμύδι πάνω σε λευκό. Ο σερβιτόρος, όμως, ούτε γνώριζε ποιανού καλλιτέχνη ήταν δημιούργημα ούτε και ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει να μου πει περισσότερες λεπτομέρειες.
Το μενού, που το επιμελείται -από ό,τι έχω διαβάσει- ο Αλέξανδρος Γιώτης, έχει πολλές παραδοσιακές ελληνικές επιλογές, αλλά και κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα: πολλές τοπικές συνταγές και πρώτες ύλες. Σε αρκετά πιάτα του καταλόγου, μάλιστα, σημειώνεται και η προέλευση των υλικών (όπως π.χ. ρεβύθια Μπράλου, φάβα Φενεού ή τυροζούλι Ανωγείων), κάτι που θα ήθελα να δω σε περισσότερα εστιατόρια με ελληνική κουζίνα. Δεύτερον, εκτίμησα το ότι -σύμφωνα με τον κατάλογο πάντα, διότι δεν το δοκίμασα- στις πίτες το φύλλο είναι χειροποίητο. Αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, θα μου πείτε, αλλά δυστυχώς στη συντριπτική πλειοψηφία των εστιατορίων της κατηγορίας αυτής, σερβίρονται πίτες με σφολιάτες και χωριάτικο φύλλο ετοιματζίδικο, το οποίο, ακόμα χειρότερα, συνήθως ούτε ξεπαγώνεται, αλλά ούτε και ψήνεται σωστά. Τρίτον, ενδιαφέρουσες είναι και οι διάφορες βιολογικές πινελιές, αλλά και το ότι καθημερινά το μενού περιλαμβάνει και αρκετά πιάτα ημέρας, μια ανανέωση που είναι χρήσιμη και ευχάριστη, ιδιαίτερα για τους τακτικούς πελάτες ενός μαγαζιού. Από την άλλη, ωστόσο, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι μάλλον κάπου το έχουν παρακάνει με την -ολίγον τι μπανάλ κατά την ταπεινή μου άποψη- σάλτσα μουστάρδας, η οποία είδα να γαρνίρει πολλά από κρέατα του καταλόγου: τα συκωτάκια, το μπιφτέκι γαλοπούλας και το ψαρονέφρι.
Εμείς ξεκινήσαμε με χορτοκεφτέδες με μαντζουράνα και ντιπ γιαουρτιού (5.50 ευρώ), που ήταν πολύ νόστιμοι και αρωματικοί, αλλά η σαλάτα βραστών λαχανικών (4.50 ευρώ), που υποτίθεται ότι θα ήταν μπρόκολο και κουνουπίδι όπως μας είπε ο σερβιτόρος όταν τον ρωτήσαμε, ήταν τελικά καρότο, πατάτα και κολοκύθι. Από τα κυρίως, η σαρδέλα στη σχάρα (7 ευρώ) ήταν πολύ ωραία ψημένη και γευστική, αλλά τα κεμπαπάκια με πίτα, κρεμμύδι και σκορδάτη σάλτσα γιαουρτιού (6.50 ευρώ) είχαν αρπάξει αρκετά και το κρέας είχε στεγνώσει τελείως στο ψήσιμο, πράγμα αρκετά απογοητευτικό.
Γενικώς, χωρίς να μπορώ να πω ότι δοκίμασα κάτι που με ενθουσίασε ή θα μου μείνει αξέχαστο, οι γεύσεις ήταν ευχάριστες και το κυριότερο ατού του Ριφιφίου (χαχα) είναι οι καλές τιμές του και η χαλαρή του ατμόσφαιρα. Σίγουρα χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια στην εκτέλεση, για να αποφεύγονται αστοχίες όπως το κακό ψήσιμο, αλλά το βασικό μειονέκτημα του μαγαζιού θεωρώ ότι είναι το σέρβις του. Όλα τα πιάτα μας καθυστέρησαν τραγικά, παρόλο που το μαγαζί δεν ήταν ιδιαίτερα γεμάτο, ενώ οι σερβιτόροι -που γενικώς ήταν αρκετά βαριεστημένοι- εξαφανίζονταν διαρκώς μέσα στην κουζίνα για ώρα και ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις κάποιον για να του ζητήσεις το οτιδήποτε.

Ετυμηγορία: Χαλαρό περιβάλλον, καλές τιμές και συμπαθητικές γεύσεις, αλλά αδυναμίες στην εκτέλεση των συνταγών και το σέρβις.
Κουζίνα: ελληνική παραδοσιακή/μοντέρνα ταβέρνα
Τιμές: 15-23 ευρώ το άτομο.
Διεύθυνση: Εμμ. Μπενάκη 69Α & Βαλτετσίου, Εξάρχεια
Tηλ: 210 33 00 237

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από την Καθημερινή.

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Εστιατόριο Hytra στου Ψυρρή

H Hytra, ως γνωστόν, θεωρείται ένα από τα καλύτερα εστιατόρια που διαθέτει η πόλη μας, πράγμα το οποίο άλλωστε πιστοποιούν και οι συνεχείς βραβεύσεις του με χρυσούς σκούφους κάθε χρόνο. Την είχα επισκεφθεί πριν μερικά χρόνια και είχα μείνει πολύ ευχαριστημένη, αλλά όπως καταλαβαίνετε, λόγω budget δεν είναι και από τα καταστήματα όπου μπορεί κανείς να δειπνεί με άνεση κάθε μέρα. Την είχα, όμως, φυσικά στο πρόγραμμα από τότε που ξεκίνησα το blog, και τελικά ήρθε και η σειρά της αυτό το Σάββατο. Η διαπίστωση μας ότι το εστιατόριο έχει εξελιχθεί πολύ από την τελευταία δική μας επίσκεψη ήταν προφανής από την πρώτη μπουκιά, και αυτό το οφείλει οπωσδήποτε στον -βραβευμένο και με ένα αστέρι Michelin πλέον- σεφ Νίκο Καραθάνο.
Η Hytra είναι ένα μικρό εστιατόριο, που επιμένει να παραμένει στου Ψυρρή, σε μια γειτονιά που έχει καταπνιγεί από τον συρφετό μουσικών μεζεδοπωλείων της οκάς και την αντίστοιχη πελατεία, αλλά φαίνεται ότι αυτό δεν είναι αρκετό για να αγγίξει την επιτυχία του, που είναι αδιαμφισβήτητη. Ο χώρος είναι λιτός και πολύ καλόγουστος. Επικρατεί το γκρι χρώμα στους τοίχους και το μπορντώ στα καθίσματα και τα φωτιστικά, ενώ ο φωτισμός είναι πάρα πολύ χαμηλός. Το κουδούνι που πρέπει να χτυπήσεις για να μπεις, προσθέτει κι αυτό, όσο να 'ναι, έναν έξτρα σικ αέρα, ο οποίος ενισχύεται και από την άψογη συμπεριφορά του προσωπικού.
Ο κατάλογος έχει φυσικά πολλές ενδιαφέρουσες επιλογές, αλλά μελετώντας τον και ξαναμελετώντας τον αποφασίσαμε ότι η καλύτερη επιλογή ήταν να δοκιμάσουμε το menu degustation.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με το καλωσόρισμα του σεφ, το καρπάτσιο μπακαλιάρου μέσα σε αφρό καπνιστού χοιρινού και καραμελωμένα φουντούκια σε πούδρα, που ήταν ονειρεμένο, ενώ το ψωμί, το οποίο μας ανανέωναν και κάθε λίγο είναι πραγματικά εκπληκτικό: χαρουπόψωμο με ελαιόλαδο και fleur de sel. Είναι τόσο καλό, που δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να το τσιμπολογάμε, παρόλο που ξέραμε ότι θα ακολουθούσαν ακόμα πέντε πιάτα. Ο σερβιτόρος μάλιστα μας είπε ότι όντως το ψωμάκι αυτό έχει τόσο σουξέ, που μια κυρία επέμενε να της δώσουν να αγοράσει και για το σπίτι της.
Συνεχίσαμε με τη σαλάτα, που ήταν... η αποδόμηση της χωριάτικης: στη μέση η ντομάτα υπό μορφή marshmallow και παγωτού, αλλά και το αγγούρι, παρουσιασμένο ως "χαβιάρι" αλά Ferran Adria, ενώ στο πλάι, μους φέτας και coulis από κρεμμύδι. Ήδη από το πιάτο αυτό μάς ήταν σαφές ότι ο σεφ παίζει στα δάχτυλα την τέχνη της μοριακής γαστρονομίας και του συνταιριάσματος διαφορετικών υφών σε ένα πιάτο.
Ακολούθησε το ορεκτικό. Κανονικά το degustation περιλαμβάνει καλαμάρι κονσομέ με ραβιόλι, αλλά τη μέρα αυτή το είχαν αντικαταστήσει με ένα άλλο πιάτο του καταλόγου, το σπανακόρυζο με baby καλαμαράκια γεμιστά με κρεμμύδι. Στην αρχή απογοητεύτηκα, καθώς τρελαίνομαι για σούπες κονσομέ, αλλά το πιάτο πραγματικά με αποζημίωσε 1000% (όχι, δεν ήταν τυπογραφικό λάθος) και σας πληροφορώ ότι, από χθες που το γεύτηκα, ακόμα προσπαθώ να το ξεπεράσω. Οι μικροσκοπικοί γόνοι καλαμαριού ήταν απίστευτα τρυφεροί κι έσκαγαν μέσα στο στόμα σου με ένα "πλοπ" που άφηνε μια γλυκιά επίγευση, την οποία δύσκολα μπορώ να συγκρίνω με οποιοδήποτε άλλο καλαμάρι έχω γευτεί. Ever, όμως. Αλλά και τα υπόλοιπα στοιχεία του πιάτου, δηλαδή το σπανακόρυζο και τα τσιπς με ρύζι και μελάνι σουπιάς, έδεναν αρμονικά με το κεντρικό του θέμα.
Το επόμενο πιάτο είναι αυτό που έχει κάνει το εστιατόριο να ξεχωρίσει, λόγω της πρωτοτυπίας του: μπαρμπούνι ψημένο με τα λέπια του. "Πώς γίνεται αυτό;", θα απορείτε προφανώς, και με το δίκιο σας. Γίνεται με μία γιαπωνέζικη τεχνική που ονομάζεται θερμοσόκ, κατά την οποία πετάγεται καυτό λάδι και πιτσιλά το ψάρι, κάνοντάς το έτσι να τινάξει επάνω τα λέπια του, σαν σκαντζόχοιρος. To αποτέλεσμα; Τα λέπια γίνονται τραγανά σαν τσιπς και το ψάρι μένει μαλακό και ζουμερό στο εσωτερικό του. Όνειρο. Αλλά και τα συμπαρομαρτούντα, συμπληρώνουν ιδανικά το πιάτο: κουνουπίδι, παρουσιασμένο με τρεις διαφορετικές μορφές: πουρές, αφρός και κουσκούς -το τελευταίο συνδυασμένο με σχοινόπρασο. Και πραγματικά, το να γεύεσαι ένα υλικό και να περνάς διαδοχικά από της μία υφή στην άλλη είναι σκέτη απόλαυση για τον ουρανίσκο. Το πιάτο ολοκληρώνεται με ένα μεγάλο και αφράτο chip από μελάνι σουπιάς και ένα μικρό μπολ με μια σάλτσα από αγγούρι, που ήταν ό,τι πρέπει για να καθαρίσεις τον εν λόγω ουρανίσκο στο τέλος...
Φυσικά, στο σημείο αυτό αρχίζεις σιγά σιγά να τιγκάρεις και συνειδητοποιείς ότι το χαρουπόψωμο μπορεί να ήταν υπέροχο, αλλά δεν χρειαζόσουν και την τρίτη φέτα, γιατί πλέον ξεμένεις από χώρο κι έχεις ακόμα ένα κυρίως και ένα επιδόρπιο.
Τον μπακαλιάρο ακολούθησε, λοιπόν, το "χοιρινό σε εικονική κρούστα από κάρβουνο" (τελικά μείναμε με την απορία γιατί ο σεφ ονόμασε την κρούστα εικονική, αλλά ελπίζω να μας λυθεί το ερώτημα στο μέλλον), το οποίο ήταν σερβιρισμένο με πουρέ σελινόριζας, σε σχήμα πούρου, τυλιγμένο μέσα σε μια λεπτή στρώση από ένα τζελ σέλινου, σος πορτοκάλι και μια μικροσκοπική και αφράτη πολέντα. Καταπληκτικό πιάτο και αυτό, το οποίο δίχασε το τραπέζι. Οι μισοί ήμασταν φανατικοί υποστηρικτές του μπαρμπουνιού, ενώ οι υπόλοιποι ισχυρίζονταν πως το καλύτερο πιάτο ως τώρα ήταν το χοιρινό... Νομίζω βέβαια πως οι συγκρίσεις δεν έχουν νόημα και πως τα πράγματα στην περίπτωση αυτή είναι υποκειμενικά, διότι και τα δύο πιάτα ήταν πολύ υψηλού επιπέδου. Από αισθητικής άποψης, ωστόσο, νομίζω πως το βραβείο παίρνει το χοιρινό, του οποίου η παρουσίαση ήταν και η πιο αφαιρετική από όλα τα πιάτα που είδαμε.
Αγκομαχώντας καταφέραμε να τελειώσουμε και με το χοιρινό, ενώ ξεπλέναμε τον ουρανίσκο μας με τις τελευταίες γουλιές από το Αγιωργίτικο της Γαίας, που ήταν το δεύτερο ποτήρι κρασιού που σερβίρεται με το degustation. Λίγο μετά, ήρθε κι ένα δροσιστικό σορμπέ πορτοκάλι για να αλλάξουμε γεύσεις προτού σερβιριστεί το επιδόρπιό μας. Το επιδόρπιο, λοιπόν, ήταν παγωμένη μπάρα σοκολάτας με σάλτσα από φραμπουάζ και crème brûlée φυστίκι. Η μπάρα σοκολάτας ήταν εξαίσια και με άψογη υφή, ενώ η crème brûlée ήταν υποδειγματική. Ωστόσο -και αυτό είναι πραγματικά το μόνο που μπορώ να προσάψω στο μενού συνολικά- αισθάνθηκα ότι τα δύο μέρη του επιδόρπιου δεν έδεναν μεταξύ τους με αποτέλεσμα να νιώθω ότι γεύομαι δύο εξαιρετικά μεν, αλλά μεμονωμένα γλυκίσματα. Μετά το επιδόρπιο, ακολούθησαν και τα εκ των ων ουκ άνευ mignardises, που ήταν ένα teeny tiny σφαιρίδιο σιμιγδαλένιου χαλβά κι ένα marshmallow τριαντάφυλλου σε σχήμα κύβου.
Κι εμείς, φυσικά, μείναμε να αναρωτιόμαστε γιατί δεν είχαμε ξαναέρθει στη Hytra νωρίτερα. Ευχόμαστε σύντομα να ακολουθήσει και το δεύτερο αστέρι για τον Νίκο Καραθάνο!

Ετυμηγορία: Μια ακριβή μεν, αλλά ανταποδοτική γευστική εμπειρία που αξίζει να χαρίσετε έστω μία φορά στον εαυτό σας.
Κουζίνα: σύγχρονη ελληνική δημιουργική
Τιμές: 50-70. Το menu degustation στοιχίζει 60 ευρώ το άτομο, ή 70 με δύο ποτήρια κρασί.
Crowd: Οι ηλικίες ξεκινούν από early 30s και φτάνουν... στη σύνταξη. Ενίοτε και celebrities. Spotted: H Μιλένα Αποστολάκη. Dress code: αρκετή casual, αλλά και πιο fancy πελατεία με κοστούμι και γραβάτα.
Διεύθυνση: Ναυάρχου Αποστόλη 7, Ψυρρή
Τηλ: 210 33 16 767

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το yupi.gr

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Εστιατόριο Αρμόλια στο Χαλάνδρι

Το Αρμόλια είναι ένα σχετικά καινούργιο ψαρομεζεδοπωλείο στο Χαλάνδρι -άνοιξε πέρυσι τον χειμώνα, αν δεν απατώμαι- που μου κέντρισε το ενδιαφέρον λόγω της χιώτικης κουζίνας στην οποία προσανατολίζεται γευστικά. Τα Αρμόλια, άλλωστε, είναι ένα από τα 22 μαστιχοχώρια της Χίου, όπου καλλιεργείται -εκεί και πουθενά αλλού στον κόσμο- το μαστιχόδεντρο (Pistacia lentiscus, var. Chia), ενώ η αρχαία ονομασία του χωριού ήταν Ερμόλεια, από τον θεό Ερμή.
Δυστυχώς, με την πρώτη ματιά βλέπει κανείς ότι πρόκειται για ένα ακόμα από τα εστιατόρια της κατηγορίας μοντερνίζον μεζεδοπωλείο, από τα οποία έχει γεμίσει ολόκληρη η Ελλάδα την τελευταία πενταετία. Ο χώρος, αν και προσεγμένος, δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, αφού η διακόσμηση αλά παλιό αθηναϊκό μπακάλικο, παρόλο που παραμένει ευχάριστη, έχει παραφορεθεί ως ιδέα. Τα τραπέζια, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι λιγότερο στριμωγμένα, και οι ιδιοκτήτες καλό θα ήταν να συνειδητοποιούσαν ότι σε κανέναν πελάτη δεν αρέσει να κάθεται δίπλα στα ψυγεία με τα αναψυκτικά, των οποίων η θέση είναι στην κουζίνα και μόνο στην κουζίνα. Κατά τα άλλα, η ποπ νεο-νοσταλγία του ντεκόρ είναι φυσικά ευχάριστη, ζεστή και οικεία: παλιές διαφημίσεις, κονσέρβες και σακιά γεμάτα όσπρια, λευκά τραπεζοκαθίσματα καφενείου και πλακάκι σκακιέρα στο δάπεδο, ενώ πολλά από τα ορεκτικά σερβίρονται χαριτωμένα μέσα σε σέσουλες (βέβαια και αυτό το κολπάκι το έχουμε ξαναδεί).
Ξεκινήσαμε με παντζαροσαλάτα με καρύδι, σκόρδο, μπαλσάμικο και ούζο (5 ευρώ), που ήταν πολύ νόστιμη, αλλά κατά τη γνώμη μου το μπαλσάμικο θα μπορούσε και να λείπει διότι το παντζάρι είναι αρκετά γλυκό από μόνο του και το σύνολο ήταν κάπως λιγωτικό. Η αθερίνα (8.50 ευρώ), που σερβιρίστηκε όπως είπαμε στη σέσουλα, ήταν ψιλούτσικη -όπως πρέπει δηλαδή- και άψογα τηγανισμένη, αλλά οι τοματοκεφτέδες Σαντορίνης (6.30 ευρώ) είχαν υπερβολικά πολύ λάδι και ήταν σχεδόν σκέτος χυλός χωρίς έντονη τηγεύση της ντομάτας. Για κυρίως, δοκίμασα μία από τις χιώτικες σπεσιαλιτέ του καταλόγου: ψητό καλαμάρι στοκωτό με πληγούρι και αρμπαρόριζα (8,50 ευρώ), που ήταν νόστιμο, σωστά ψημένο και τρυφερό, αν και νομίζω ότι πάλι το λάδι είχε παραπέσει κάπως.
Επί του θέματος "χιώτικες σπεσιαλιτέ", περίμενα πάντως ότι στον κατάλογο θα έβρισκα περισσότερα πιάτα χιώτικης προέλευσης ή έστω εμπνευσμένα από τη Χίο. Ένα πιάτο που μου τράβηκε την προσοχή και θα το έχω στα υπόψιν είναι τα στριφτάρια με χιώτικο μανταρίνι και κόκορα κρασάτο (9 ευρώ), ενώ ενδιαφέρον μου φάνηκε και το ψητό λαβράκι με χόρτα και σάλτσα μαστίχας. Ωστόσο, δεν ήταν πάνω από τρία-τέσσερα τα πιάτα που σχετίζονται με τη Χίο στα ορεκτικά και τα κυρίως του καταλόγου. Το μενού διέθετε επίσης μόλις δύο σχετικά επιδόρπια: γλυκό του κουταλιού μανταρίνι από τη Χίο και υποβρύχιο μαστίχα Χίου (την οποία φυσικά και παραγγείλαμε, γιατί απλώς δεν μπορώ να της αντισταθώ εξ απαλών ονύχων), ενώ πραγματικά, όσο και να προσπαθώ, αδυνατώ να καταλάβω τι δουλειά μπορεί να έχει σε ένα μαγαζί με τέτοιο concept το banoffee pie.
Από την άλλη, με χαροποίησε το γεγονός ότι η μαστίχα, αν και ήταν σαφώς παρούσα στο μενού, δεν ήταν παντού πρωταγωνίστρια, γιατί αυτό η αλήθεια είναι πως το φοβόμουν. Η μαστίχα είναι ένα υλικό που τα τελευταία χρόνια έχει πάρει τα πάνω του στην ελληνική εστίαση, αλλά πολλοί σεφ τείνουν να το παρακάνουν και να την κοτσάρουν σε πιάτα όπου δεν έχει καμία θέση, απλώς και μόνο επειδή έγινε μόδα, ένα πράγμα που κατά καιρούς το βλέπουμε με διάφορα υλικά και συστατικά, όπως το μπαλσάμικο ξύδι ή τη σαλάτα ρόκα-παρμεζάνα, που επί μία πενταετία (στην αρχή των '00s) είχε καταντήσει πιάτο sine qua non κάθε αθηναϊκού εστιατορίου (τώρα πια έχει εξοριστεί στην περιφέρεια), ενώ πλέον έχει καταντήσει persona non grata και τη βλέπεις μόνο σε ιταλικές τρατορίες.
Μεγάλη ποικιλία είχε επίσης ο κατάλογος σε ούζα, άφθονα μυτιληνιά (που είναι και τα πιο ξακουστά και οφείλω να το πω, διότι αν δεν παινέψω το σπίτι μου, θα πέσει να με πλακώσει), αλλά και διάφορα χιώτικα, τα οποία δεν τα γνώριζα, όπως για παράδειγμα το ούζο Κακίτση, που στον κατάλογο σημειώνεται ότι είναι κατάλληλο "μόνο για άντρες". Μπήκα στον πειρασμό να το παραγγείλω, από περιέργεια και μόνο, αλλά τελικά φαίνεται ότι ξύπνησε η φεμινίστρια μέσα μου και πείσμωσα, οπότε τελικώς πήρα ένα Πλωμαρίου (για να παινέψω και το προαναφερθέν σπίτι).
Εντοπίσα, ακόμα, κάποια προβλήματα στο σέρβις. Μας ενόχλησε, ας πούμε η καθυστέρηση του καλαμαριού, που είχαμε ζητήσει να έρθει μαζί με τα υπόλοιπα πιάτα, γιατί θα τα μοιραζόμασταν, αλλά και η αίσθηση ότι οι σερβιτόροι ούτε ιδιαίτερα πρόθυμοι ήταν ούτε αρκετά ενημερωμένοι για το περιεχόμενο των πιάτων του καταλόγου -ή τουλάχιστον όχι όλοι.
Εν ολίγοις, το Αρμόλια είναι ένα συμπαθητικό εστιατόριο στην κατηγορία του, με φυσιολογικές τιμές και νόστιμο φαγητό, αλλά ως concept οπωσδήποτε δεν είναι πρωτότυπο και η επιστράτευση της Χίου στο γευστικό του οπλοστάσιο, αν και φιλότιμη προσπάθεια, θέλει πολλή δουλειά ακόμα για να το κάνει να ξεχωρίσει.

Τιμές: 18-25 ευρώ το άτομο (αν πάρετε φρέσκο ψάρι με το κιλό, η τιμή φυσικά θα ανέβει)
Κουζίνα: μοντέρνα ψαροταβέρνα
Διεύθυνση: Κεντρική Πλατεία Χαλανδρίου
Τηλ.: 2106856279

Υ.Γ. Ένα θέμα που έχω και με ενοχλεί πολύ -θα το έχετε καταλάβει πια- είναι να βρίσκω ανορθογραφίες και τυπογραφικά λάθη στους καταλόγους των εστιατορίων. Και αν είναι ένα, λες άντε, ξέφυγε, αλλά όταν είναι περισσότερα είναι απογοητευτικό. Είναι κρίμα να βλέπεις έναν καλαίσθητο (και ακριβοπληρωμένο στους γραφίστες που τον σχεδίασαν) κατάλογο, από τη μία, και το περιεχόμενό του να μην είναι καθόλου προσεγμένο από την άλλη. Στην περίπτωση του Αρμόλια, ας πούμε, αυτός που συνέταξε το κείμενο είχε ένα ζήτημα με το ύψιλον και το κόλλαγε παντού: ξυφίας, στρυφτάρια, πλυγούρι, σαντυγί. Μα ξυφίας, ρε παιδιά; Από πού κι ως πού;

Υ.Γ.2 Η φωτογραφία είναι από την Athens Voice.