Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Breeder Feeder, το εστιατόριο της gallery Breeder στο Μεταξουργείο

Το Breeder Feeder ήθελα να το δοκιμάσω από την πρώτη στιγμή που άκουσα γι' αυτό, πριν λίγους μήνες δηλαδή, αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο ήταν να το κανονίσω. Και ο λόγος δεν είναι παρά το ότι οι περισσότεροι φίλοι μου -παρά τον ενθουσιασμό με τον οποίο τους το πρότεινα εγώ- ήταν πολύ επιφυλακτικοί με το να δοκιμάσουν κάτι το τόσο διαφορετικό, κάτι που είναι εστιατόριο, αλλά και δεν είναι, κι επιπλέον κάτι για το οποίο δεν είχαν ακούσει και τίποτα πουθενά. Πράγματι, το Breeder Feeder, το εστιατόριο, δηλαδή -αν και στους ιδιοκτήτες του δεν αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός- της γκαλερί Breeder στο Μεταξουργείο είναι ένα φρέσκο, πρωτότυπο concept που δεν έχουμε ξαναδεί στην Αθήνα μέχρι στιγμής. Είναι επίσης ένα ως τώρα καλά φυλαγμένο μυστικό, αφού δεν βλέπω να έχει διαφημιστεί πουθενά ακόμα, με μόνη εξαίρεση δύο-τρεις αναφορές στο section Γεύση του Αθηνοράματος και κάποια άρθρα σε εφημερίδες όπως η Καθημερινή.
Πάντως, ο Στάθης Παναγούλης και ο Γιώργος Βαμβακίδης, οι ιδιοκτήτες της Breeder, πάντα πρωτοτυπούσαν. Ήταν από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν στου Ψυρρή στα τέλη των 90s (αν δεν απατώμαι), αλλά και από τους πρώτους που μεταφέρθηκαν αργότερα στο Μεταξουργείο, όταν ψυλλιάστηκαν ότι η περιοχή αυτή άρχιζε σιγά-σιγά να εξελλίσσεται στο νέο εναλλακτικό melting pot της Αθήνας. Τώρα, διαμόρφωσαν στον δεύτερο όροφο της γκαλερί έναν χώρο όπου διάφοροι προσκεκλημένοι σεφ, ανά τακτά χρονικά διαστήματα ετοιμάζουν φιξ θεματικά μενού που προσφέρονται προς βρώση στους θαμώνες σε συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδας. Οι πρώτοι καλεσμένοι ήταν η vegan κολεκτίβα Troo Food Liberation, που παρουσίασε τρία μενού, με τίτλους "Healing menu", "Sensuality/Sexuality Menu" και "The origins of food menu". Οι True Food Liberation εξήγησαν πως προμηθεύονται υλικά από τοπικούς παραγωγούς βιολογικών προϊόντων και ό,τι δεν βρίσκουν στην Ελλάδα το προμηθεύονται μέσω δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου.
Την περίοδο αυτή, η ομάδα που μαγειρεύει ονομάζεται food queens και είναι ένα δημιουργικό ντουέτο που συναποτελείται από την Χριστίνα Βλαχούλη και την Καρολίνα Δωρίτη και δραστηριοποιείται στον χώρο του κέιτερινγκ. Την εβδομάδα που επισκέφθηκα εγώ το Breeder Feeder, είχαν ετοιμάσει ένα ιρλανδικό μενού, στο στυλ της κουζίνας των παμπ. Ξεκινήσαμε με ιρλανδέζικο soda bread και ντιπ τυριού, τα οποία τσιμπολογούσαμε ενώ απολαμβάναμε το κρασί μας και χαζεύαμε τον χώρο. Τη διακόσμηση, παρεμπιπτόντως, είχε αναλάβει ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Αγγελιδάκης, ο οποίος σχεδίασε τον χώρο έχοντας, λέει, στο μυαλό του το γνωστό χαρακτικό του 1836 με τίτλο "Η Ωραία Ελλάς" του Ludwig Kollnberger, που απεικονίζει τη μεγάλη αίθουσα του κλασικού αυτού καφενείου χωρισμένη στα δύο, με τους «Ευρωπαίους» alafranga από τη μία πλευρά και τους φουστανελάδες alagreca από την άλλη (βλ. φωτό). Έτσι, έχει πραγματοποιήσει στον χώρο του Breeder Feeder μια σύνθεση της σύγχρονης αντίληψης για τη διακόσμηση και της ελληνικής παράδοσης, φτιάχνοντας λευκά γεωμετρικά καθίσματα ή πάγκους στα οποία έχει συναρμολογήσει τις πλάτες από παραδοσιακές, ξύλινες καρέκλες καφενείου. 'Ετσι, ενώ επικρατεί το λευκό στοιχείο στον χώρο, παντού υπάρχουν "λαογραφικές" ή ρουστίκ πινελιές, όπως κόκκινα και μαύρα κιλίμια στρωμένα στο πάτωμα ή χάλκινα μαγειρικά σκεύη κρεμασμένα στον τοίχο. Το δε κτήριο της γκαλερί είναι ένας τυπικός αστικός industrial χώρος, που κάποτε ήταν βιομηχανία παγωτού και αργότερα βουλκανιζατέρ και αποθήκη ελαστικών. Τι πιο ταιριαστό για μια σύγχρονη αίθουσα τέχνης, λοιπόν, ένας ψηλοτάβανος, εννιαίος χώρος με τσιμεντένιο πάτωμα; Πραγματικά, το περιβάλλον είναι πολύ ιδιαίτερο και διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο μας έχει συνηθίσει η αθηναϊκή εστίαση. Και παραδόξως, δεν θα δείτε έργα τέχνης κρεμασμένα στους τοίχους του. Δεν χρειάζεται, φυσικά, διότι ο χώρος είναι ένα καλλιτεχνικό installation από μόνος του. Την ατμόσφαιρα, εντωμεταξύ, συμπλήρωνε και η υποβλητική ιρλανδέζικη μουσική που έπαιζε αρχικά, ενώ η βραδιά συνεχίστηκε με classic jazz ρεπερτόριο.
Στο μεταξύ, έφθασε και η βελουτέ σούπα με μπιζέλια και ζαμπόν, που ήταν νοστιμότατη, ενώ συνεχίσαμε με μια δροσερή ιρλανδέζικη σαλάτα με πρασινάδες και blue cheese. Το κυρίως πιάτο -πραγματικά βγαλμένο από παμπ- ήταν λουκάνικο με πουρέ και σάλτσα από κρεμμυδια, ή "Bangers & Mash with Onion Gravy", για να διατηρήσουμε και μια πιο αυθεντική ιρλανδέζικη ατμόσφαιρα. Γευστικά ήταν το πιο αδύναμο πιάτο που δοκιμάσαμε, αλλά αν θέλει κανείς να διατηρήσει γνήσια ατμόσφαιρα παμπ δεν μπορεί να πειραματιστεί και πολύ, είναι η αλήθεια. Μετά το γεύμα, δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει ένας Irish coffee, τουτέστιν espresso με αλκοόλ, και το επιδόρπιο που ακολούθησε ήταν πραγματικά νοστιμότατο: "Irish Cream Pudding Parfait with Walnut Crunch", δηλαδή μια παχύρρευστη κρέμα σοκολάτας σερβιρισμένη σε ποτήρι του κοκτέιλ, γαρνιρισμένη με τραγανά, καραμελωμένα -αν δεν με απατά η μνήμη μου- καρύδια και σαντιγί. Yum! Τις εξελίξεις στο εστιατόριο μπορείτε να παρακολουθείτε στο blog του Breeder Feeder. Σήμερα (29 Ιανουαρίου) σερβίρεται μενού με τίτλο "Love is in the Air", το οποίο αν υποθέτω σωστά και οι Food Queens το έχουν εμπνευστεί έχοντας τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου στο μυαλό τους, φαντάζομαι ότι θα το κρατήσουν και για τις επόμενες εβδομάδες, αν και δεν έχει μέχρι στιγμής ανακοινωθεί κάτι σχετικό. Από ό,τι με πληροφόρησαν, πάντως, οι ίδιες, τις ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα εθνικά μενού και στο πρόγραμμα για αργότερα έχουν βάλει Ταϊλάνδη και Αφρική.
Και βέβαια,
μην είμαστε και εντελώς κοιλιόδουλοι, έτσι; Δεν θέλει πολύ κόπο, περάστε λίγο και ρίξτε μια ματιά και στην έκθεση που φιλοξενείται στην γκαλερί. Αυτή την περίοδο, θα δείτε την ατομική του Σκωτσέζου Scott Myles, έργα του οποίου υπάρχουν και στην Tate Modern και το MOMA (βλ. φωτό, "Untitled (stool)"). Η επόμενη έκθεση, που θα είναι του Θανάση Αργιανά, εγκαινιάζεται στις 10 Φεβρουαρίου.

Τιμές: 30 ευρώ το άτομο για τέσσερα ή πέντε (συνήθως) πιάτα (χωρίς ποτό)
Διεύθυνση: Περδίκα 6, Μεταξουργείο.
Τηλ: 210 3317527. Κράτηση απαραίτητη, αφού ο χώρος είναι μικρός.
Πρόγραμμα: Το εστιατόριο σερβίρει (συνήθως) Τρίτες, Πέμπτες και Παρασκευές.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

"Πώς να φάμε καλά στην Αθήνα" μας εξηγούν οι New York Times

Πριν λίγες μέρες, οι New York Times δημοσίευσαν ένα άρθρο με τίτλο "How to Eat Well in Athens" ("Πώς να φάτε καλά στην Αθήνα"). Ναι, για τη δική μας Αθήνα, όχι αυτή της Georgia, παραδόξως. O Frank Bruni, ο αρθρογράφος, προτείνει μερικά εστιατόρια της πόλης μας τα οποία, κατά τη γνώμη του, έχουν αντέξει στο τεστ του χρόνου και στα οποία μπορεί κανείς να φάει πάντοτε καλά. Ο προβληματισμός του ξεκινάει ως εξής:
Η Αθήνα, λέει, παρασυρόμενη πολλές φορές από πόλεις-πρωτοπόρους της γαστρονομίας όπως το Παρίσι, η Βαρκελώνη και η Ρώμη, πέφτει δυστυχώς στην παγίδα της υπερβολής και χάνει την ουσία. Ισχυρίζεται, δε, ότι και ο ίδιος έχει σταθεί πολλές φορές θύμα αυτής της κατάστασης στα ταξίδια του στην πόλη μας.
Σας θυμίζει κάτι; Σαν να μην έχει άδικο ο φίλτατος δημοσιογράφος. Συνεχίζοντας, o Bruni, διαμαρτύρεται για το πόσες φόρες οι διάφοροι Αθηναίοι φίλοι του τον έσυραν σε ντιζαϊνάτα εστιατόρια με εντυπωσιακά σερβίτσια σε γεωμετρικά σχήματα, μέσα στα οποία ήταν τοποθετημένα τα φαγώσιμα σε δαιδαλώδεις σχηματισμούς και αυτός απλώς αναρωτιόταν τι απέγιναν εκείνες οι λιτές απολαύσεις όπως το ψητό χταπόδι και γενικότερα η απλότητα που χαρακτήριζε την καλή ελληνική μαγειρική, η οποία δεν είχε κανένα λόγο να υποφέρει από κόμπλεξ κατωτερότητας, κατά τη γνώμη του.
Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη παράγραφο δεν μπόρεσα κι εγώ παρά να συμφωνήσω. Το κόμπλεξ κατωτερότητας για το οποίο μιλάει ο Bruni, εντωμεταξύ, σίγουρα θα έχετε και οι ίδιοι διαπιστώσει ότι μας χαρακτηρίζει ως έθνος όχι μόνο στον τομέα της γαστρονομίας, αλλά και σχεδόν σε κάθε άλλη έκφανση του πολιτισμού, αλλά και γενικότερα των κοινωνικών μας δραστηριοτήτων. Πραγματικά, συχνά ό,τι κάνουμε ως χώρα έχουμε την τάση να το κάνουμε απλώς και μόνο για να αποδείξουμε ότι κι εμείς μπορούμε να βγάλουμε μια πρωτιά (βλ. αθλητισμός, eurovision, αλλά και το πολύ πρόσφατο παράδειγμα του κινηματογράφου με τον Κυνόδοντα, που αμφιβάλλω αν τον έχουν δει -ή πρόκειται να τον δουν έστω- όλοι αυτοί οι οποίοι έχουν εκστασιαστεί που κατάφερε να μπει στην πεντάδα υποψήφιων ξενόγλωσσων ταινιών για Όσκαρ.) ή απλώς και μόνο για να έχουμε κι εμείς το καλύτερο στάδιο/μουσείο/ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο/ αεροδρόμιο/ you name it του κόσμου ή έστω της Ευρώπης, διότι με τις ΗΠΑ δεν έχουμε περιθώρια ανταγωνισμού και όλος ο υπόλοιπος πλανήτης είναι προφανέστατα τριτοκοσμικός και δεν μας αφορά (τρομάρα μας).
Εν πάση περιπτώσει, αντιλαμβάνομαι ότι ξεφεύγω λίγο από το θέμα, αλλά όπως και με όλα τα υπόλοιπα, έτσι και με τη γαστρονομία, πολλοί Αθηναίοι μαγαζάτορες μένουν στο design και τον εντυπωσιασμό της παρουσίασης του πιάτου και η γεύση περνάει σε δεύτερη και τρίτη, πολλές φορές, μοίρα. Το χειρότερο, δε, είναι πως το φαινόμενο αυτό δεν απαντάται μόνο στα εστιατόρια υψηλότερης κατηγορίας όπου το design και η υψηλή αισθητική είναι ίσως και όρος εκ των ων ουκ άνευ, αλλά λίγο-πολύ παντού. Και όταν λέω παντού, εννοώ παντού. Ακόμα και το τελευταίο μαγειρείο/οινομαγειρείο/μεζεδοπωλείο/ουζερί/ταβέρνα/ψαροταβέρνα/χασαποταβέρνα θέλει πλέον να εκμοντερνιστεί και να ξεφύγει από τη ρετσινιά της "απλής συνοικιακής ταβέρνας" και να μπορέσει περήφανα να κολλήσει τη λέξη "μοντέρνο" δίπλα στον τίτλο του για ανα αναβαθμιστεί και να αλλάξει κατηγορία στα διάφορα περιοδικά και sites οδηγούς εξόδου. Το κακό έχει παραγίνει. Σε λίγο θα βλέπουμε στα εν λόγω περιοδικά και κατηγορία "μοντέρνο πατσατζίδικο" ή ακόμα χειρότερα και gastro-πατσατζίδικο, κατά τις τελευταίες επιταγές της μόδας. Και το θέμα είναι πως το να βελτιωθεί η αισθητική του χώρου και της παρουσίασης του φαγητού, από μόνο του είναι κάτι οπωσδήποτε θετικό, αλλά το να μένουμε εκεί χωρίς να βελτιώνουμε και την ποιότητα της κουζίνας και από πάνω να αυξάνουμε και τις τιμές (διότι δεν είμαστε μια απλή ταβέρνα με νάιλον και μανταλάκια στο τραπέζι πλέον, αναβαθμιστήκαμε κύριοι, έχουμε χαρτονένια σουπλά με το λογότυπο που μας έφτιαξε ο γραφίστας), δεν βοηθά σε τίποτα και ρίχνει και το γαστρονομικό επίπεδο της χώρας συνολικά.
Με λίγα λόγια, νομίζω πως ο κύριος Bruni προσπαθούσε απλώς να μας πει ότι πρέπει να πάψουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι άλλο και να επικεντρωθούμε στο να είμαστε ο εαυτός μας. Το πείραμά του, λέει, στην τελευταία του επίσκεψη στην πόλης μας, ήταν λοιπόν να επισκεφθεί μερικά παραδοσιακά εστιατόρια που έχουν -κατά τη γνώμη του, πάντα- αποδείξει την αξία τους στο χρόνο και που είναι και οικονομικά. Ταιριαστό, λέει, αυτό το τελευταίο σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τις οικονομικές αυτές δυσκολίες, μια χώρα ευλογημένη και καταραμένη ταυτόχρονα...
Για την ιστορία και μόνο, ο Bruni επισκέφθηκε τον Βασίλαινα και τη Μαργαρώ στον Πειραιά, το Δωρίς στην Πραξιτέλους, τον Καραβίτη στο Παγκράτι και τον Βλάσση στα Ιλίσια και δοκίμασε κλασικές ελληνικές γεύσεις, μουσακάδες, σαγανάκια, γεμιστά, ψαρικά και φυσικά το πολυαγαπημένο του τζατζίκι, και βέβαια, λουκουμάδες και χαλβά για επιδόρπιο. Από αυτά, τα τέσσερα είναι παραδοσιακά εστιατόρια και ο Βασίλαινας είναι το μόνο που -αν και ξεκίνησε ως μπακαλοταβέρνα- σήμερα έχει εξελιχθεί και διαφοροποιηθεί αισθητικά, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε γεύση. (Παρεμπιπτόντως, εγώ δεν έχω καταφέρει να το δοκιμάσω ακόμα -μου πέφτει και κομματάκι μακριά- αλλά σας υπόσχομαι ότι το έχω κατατάξει στη λίστα με τα "προσεχώς".)
Για να συνοψίσουμε, εγώ φυσικά και δεν ισχυρίζομαι ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στη λογική της ταβέρνας και να εγκαταλείψουμε οποιεσδήποτε φιλοδοξίες και απόπειρες να κάνουμε κάτι παραπάνω γαστρονομικά, αλλά ούτε και ότι όλα τα εστιατόρια της χώρας θα πρέπει να σερβίρουν αποκλειστικά ελληνική κουζίνα -ε, θα ήταν κάπως μονότονο, n' est-ce pas? Αυτό, όμως, που έχει σημασία, είναι αυτά ακριβώς τα εστιατόρια που επιλέγουν να ασχοληθούν με την ελληνικά γευστικά μονοπάτια, να το κάνουν με συνέπεια και να εστιάζουν στην ποιότητα της γεύσης, στην ουσία δηλαδή του πράγματος, και όχι α) στον διακοσμητή που θα επιλέξουν για το μαγαζί και στο τι καρέκλα/ταπετσαρία/φωτιστικό/σερβίτσιο θα βάλουν στο κατάστημα, ούτε β) στο να βρουν πάση θυσία έναν τρόπο να προσελκύσει το εστιατόριο celebrities ή/και φραγκάτη upper class πελατεία. Έτσι και μόνο έτσι θα βοηθήσουν επιτέλους να διαμορφωθεί (έστω και στο απώτερο μέλλον) κάτι που θα μπορούμε, κάποια στιγμή επιτέλους, να ονομάσουμε Νέα Ελληνική Κουζίνα.

Υ.Γ. Το πλήρες άρθρο των Times μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Η φωτογραφία είναι από το άρθρο (ο Βασίλαινας).

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Στην κουζίνα της Πλαθ: μια θεατρική παράσταση με γαστρονομικές ανησυχίες

Ένα ιδιόμορφο θεατρικό έργο ανεβαίνει από αύριο στο SIX D.O.G.S. στο Μοναστηράκι, το οποίο φαίνεται να έχει... γαστρονομικές ανησυχίες. Πρόκειται για τις "Τρεις γυναίκες", έργο το οποίο έγραψε το 1962 η Σίλβια Πλαθ για να παιχτεί στο ραδιόφωνο, και το οποίο βγήκε τελικά στον αέρα έξι μόλις μήνες πριν την αυτοκτονία της.
Το έργο αυτό περιλαμβάνει τους μονόλογους τριών πολύ διαφορετικών γυναικών, που το μοναδικό κοινό στοιχείο που τις συνδέει είναι ότι κυοφορούν. Η παράσταση που ανεβαίνει στο SIX D.O.G.S., ωστόσο, είναι μια διασκευή του έργου, με τίτλο "Στην κουζίνα της Πλαθ ή Viciousness in the Kitchen", και οι συντελεστές της τη χαρακτηρίζουν ως μία " απρόβλεπτη performance" στην οποία "αναζητούν την ελεύθερη σχέση της ποίησης της Πλαθ με τη μουσική, την goth εικονογράφηση, τα γυναικεία στερεότυπα και τη... μαγειρική".
Σκηνοθετεί η Έλλη Παπακωνσταντίνου και πρωταγωνιστούν οι Αθήνα Μαξίμου, Άντριαν Φρίλινγκ και Ελευθερία Γεροφωκά, ενώ ο Λάμπρος Πηγούνης "δημιουργεί επιτόπου ηχητικές συνθέσεις παρεμβαίνοντας δυναμικά στον ποιητικό λόγο".
Και το πιο πρωτότυπο κομμάτι της παράστασης; Το έργο εκτυλίσσεται στην κουζίνα, το δωμάτιο όπου διαδραματίστηκαν τα σημαντικότερα επεισόδια της ζωής της συγγραφέως (Εκεί άλλωστε επέλεξε να βάλει και τέρμα στη ζωή της). Επί σκηνής, λοιπόν, οι ηθοποιοί θα μαγειρεύουν, ενώ ταυτόχρονα ενώ θα "κινούνται σε μια ξέφρενη εξπρεσιονιστική απεικόνιση του κόσμου της Πλαθ" και στο τέλος της παράστασης θα κεράσουν τους θεατές τις δημιουργίες τους!
Είμαι πραγματικά πολύ περίεργη, οπωσδήποτε για την παράσταση, αλλά πολύ περισσότερο για... το μενού! Εννοείται πως θα σας μεταφέρω αναλυτικά τις εντυπώσεις μου τόσο για το έργο όσο και για τις μαγειρικές ικανότητες των ηθοποιών...


Οι παραστάσεις ξεκινούν στις 25 Ιανουαρίου και θα είναι συνολικά επτά.
Διεύθυνση: Six D.o.g.s, Αβραμιώτου 6- 8, Μοναστηράκι.
Τηλ: 210 32 10 510
Ώρα Έναρξης: 21: 30
Διάρκεια: 60'.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Εστιατόριο Attikos Greek House στην Ακρόπολη και έκθεση "Περί μαγειρικής" στην gallery Τεχνοχώρος

Μια βδομάδα μετά τη σχετική μου ανάρτηση, κατάφερα επιτέλους να επισκεφθώ κι εγώ την έκθεση "Περί Μαγειρικής" στην γκαλερί Τεχνοχώρος. Η έκθεση είναι πολύ ενδιαφέρουσα και καλύπτει όλα τα γούστα, αφού περιλαμβάνει από ζωγραφικά και γλυπτά έργα έως εγκαταστάσεις, κατασκευές και φωτογραφίες.
Eγώ προσωπικά ξεχώρισα τo έργα του Γιώργου Κυπρή, που με τα γλυπτά του ψάρια διασώζει "τα υπολείμματα μιας τροφής τόσο λαχταριστής και προσφιλούς στην ελληνική αρχαιότητα που ο Αθήναιος της αφιερώνει δύο από τα δεκαπέντε του βιβλία". Το ψάρι είναι άλλωστε ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη δουλειά του Κυπρή και ένα από τα είδη του ζωικού βασιλείου το οποίο προφανώς τον γοητεύει ιδιαίτερα. Στο έργο της έκθεσης, τρία μεταλλικά ψάρια είναι κρεμασμένα από την ουρά και τα αγκίστρια κρέμονται από τα στόματά τους. (Στη φωτογραφία βλέπουμε ένα άλλο έργο του καλλιτέχνη από την ίδια σειρά.) Πολύ ενδιαφέρον βρήκα επίσης το έργο του Μανώλη Αναστασάκου, ο οποίος για μια εγκατάσταση που εκτέθηκε στη Νέα Υόρκη είχε περικλείσει διαφορετικά τρόφιμα μέσα σε βάζα με ρητίνη, προκειμένου να συντηρηθούν και να παραμείνουν αναλλοίωτα, "ταριχεύοντάς" τα δηλαδή κατά κάποιον τρόπο. Από την εγκατάσταση, στην έκθεση του Τεχνοχώρου εκτίθεται μόνο το ένα βάζο, το οποίο περιέχει μια πατάτα (κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά, χαχά), αφού τα υπόλοιπα έχουν πουληθεί. Εκτίθενται επίσης μερικά από αυτά σε φωτογραφίες (βλ. δεξιά, το χταπόδι). Αυτό που με τράβηξε περισσότερο στο έργο αυτό είναι η αντίθεση μεταξύ των τροφίμων -τα οποία συνηθίζουμε να τα αντιμετωπίζουμε ως κάτι το εφήμερο- και της μονιμότητας του τρόπου με τον οποίο επέλεξε ο καλλιτέχνης να τα απαθανατίσει. Σίγουρα το έργο του θα άρεσε στον Arman (Γάλλος καλλιτέχνης, αναδρομική έκθεση του οποίου τρέχει αυτή τη στιγμή στο Pompidou στο Παρίσι), που συνήθιζε να παγώνει κι αυτός αντικείμενα στον χρόνο, περικλείοντάς τα μέσα σε τεράστια κουτιά από πλεξιγκλάς και να τα αποκαλεί "archeologies du future", αρχαιολογίες του μέλλοντος δηλαδή, λέγοντας πως ο καλλιτέχνης μετατρέπεται σε ένα είδος αρχαιολόγου που κάνει ανασκαφές στο ίδιο του το παρόν... (Δεξιά, έργο του Arman, με σωληνάρια μπογιάς σε κουτί από πλεξιγκλάς από το 1969.)
Πάντως, αν αποφασίσετε να πάτε στην έκθεση, μη σταματήσετε εκεί! Εγώ συνδύασα το τερπνόν μετά του ωφελίμου (αν και τώρα που το σκέφτομαι δεν ξέρω πια ποιο είναι ποιο, χαχα) και μετά την έκθεση επισκέφθηκα ένα από τα εστιατόρια στα οποία εκτίθενται επιπλέον έργα της έκθεσης. Τα εστιατόρια που συνεργάζονται με τον Τεχνοχώρο είναι το Μάνη Μάνη και το Cucina Povera (που νομίζω πως ξέρετε πια πόση αδυναμία τους έχω), το Βαρούλκο (εάν το αντέχει η τσέπη σας, διαλέξτε αυτό, και μετά τα ψαροκέφαλα του κύριου Κυπρή πηγαίνετε στον κύριο Λαζάρου να φάτε ψάρι σπαρταριστό), η Στροφή και το Attikos Greek House, το οποίο και τελικά επιλέξαμε, αφού δεν το είχε κανένας μας ξαναεπισκεθεί.
Το Attikos Greek House, λοιπόν, βρίσκεται στην Ακρόπολη (η απόσταση από την γκαλερί δεν είναι ούτε δέκα λεπτά, παρεμπιπτόντως) και έχει παραδοσιακή ελληνική κουζίνα. Το μεγάλο του ατού είναι οπωσδήποτε η θέα -την οποία δυστυχώς μπορείτε να απολαύσετε μόνο το καλοκαίρι από την ταράτσα του. Αν το επισκεφθείτε τώρα, ανεβείτε επάνω με το ασανσέρ και ρίξτε μια ματιά. Αξίζει τον κόπο, διότι βλέπει στην πιο όμορφη πλευρά του Παρθενώνα από απόσταση αναπνοής από τη μία, αλλά και στο διόλου ευκαταφρόνητο Αστεροσκοπείο από την άλλη πλευρά, για όσους δεν σταθούν τόσο τυχεροί ώστε να καπαρώσουν ένα από τα καλύτερα τραπέζια. (Αυτό, αν δεν το πιάσατε, είναι tip. Τουτέστιν, στο τηλέφωνο το καλοκαιράκι διευκρινήστε πού θέλετε να σας βάλουν να καθίσετε.)
Και ο χειμερινός του χώρος, όμως, στο ισόγειο του κτηρίου, είναι πολύ ευχάριστος. Μια μεγάλη ψηλοτάβανη σάλα με ξύλινα τραπέζια, που διαθέτει και τζάκι (Εγώ, μη δω τζάκι, πάω αμέσως και κολλάω επάνω για να ξεροψήνομαι). Από την έκθεση "Περί μαγειρικής", εδώ θα δείτε έργα της κεραμίστριας Θεοδώρας Χωραφά, που εμπνέεται από τα αξεσουάρ του τραπεζιού και της 'Ερσης Χατζηαργυρού, που δημιουργεί κατασκευές αποτελούμενες από μαγειρικές πρώτες ύλες.
Στο μενού του Attikos Greek House, λοιπόν, δεν πρόκειται να βρείτε κάτι το ιδιαίτερα πρωτότυπο, αλλά το πλεονέκτημά του είναι πως ό,τι παραγγείλετε θα είναι καλομαγειρεμένο και φτιαγμένο με νοστιμότατες πρώτες ύλες. Πραγματικά, τίποτα δεν ήρθε μέτριο στο τραπέζι μας. Τα σταμναγκάθια μας (5 ευρώ) ήταν και ολόσωστα βρασμένα, αλλά και τρυφερά και γευστικά από μόνα τους. Οι λαχανοντολμάδες (10 ευρώ) ήταν όμορφα τυλιγμένοι και με σωστή ισορροπία στο αυγολέμονο, ενώ το καλύτερο απ' όλα ήταν το σουφλέ μελιτζάνας (7 ευρώ). Μια μικρή απορία μας δημιουργήθηκε επ' αυτού και ξεχάσαμε να τη διευκρινίσουμε: το "σουφλέ μελιτζάνας", που δεν περιγραφόταν στον κατάλογο, μας παρέπεμπε σε κάτι που θα είχε πιθανότατα μπεσαμέλ, ενώ τελικά επρόκειτο για κάτι που έμοιαζε πιο πολύ με σαγανάκι, αφού ήταν ψητή μελιτζάνα σε πήλινο σκεύος, με ντομάτα και τυρί φέτα τριμμένο από πάνω. Όποια ένσταση και αν είχαμε για το όνομα, πάντως, διαλύθηκε όταν το δοκιμάσαμε, γιατί ήταν εξαιρετικό: η μελιτζάνα σκέτο λουκούμι και το τυρί άψογο, ενώ πάρα πολύ καλό ήταν και το ελαιόλαδο. Αυτό που κάπως με απογοήτευσε ήταν η χορτόσουπα (7 ευρώ), που περιείχε κολοκυθάκια, καρότα και άλλα λαχανικά ψιλοκομμένα σε κυβάκια: αν και νόστιμη, δεν ήταν κάτι που θα μου μείνει. Το mix grill κρεατικών (19 ευρώ), τέλος, που μοιραστήκαμε όλοι γιατί η ποσότητα ήταν τεράστια, ήταν πολύ καλό, με το χοιρινό και το μπιφτέκι να κερδίζουν στην προτίμησή μας. Το πιάτο περιείχε επίσης μοσχάρι, κοτόπουλο και λουκάνικο γεμιστό με πιπεριά και συνοδευόταν από τηγανητές πατάτες: όλα τα είδη ήταν τρυφερά και ψημένα πολύ σωστά.
Στα συν προσθέτω και το πραγματικά συμπαθέστατο χύμα Μοσχοφίλερο από τους αμπελώνες Μάρκου, αλλά και τη γευστική πορτοκαλόπιτα που μας κέρασε απλόχερα η κυρία Μίνα -η ιδιοκτήτρια, η οποία είναι και πολύ φιλική συν τοις άλλοις- που όπως μας είπε είναι το σουξέ του μαγαζιού, αφού τη φτιάχνει κάθε μέρα και σχεδόν ποτέ δεν περισσεύει! Παρόλα αυτά, την επόμενη φορά (όταν ανοίξει ο καιρός πια, για να απολαμβάνουμε και την ωραία θέα) νομίζω πως θα ζητήσω τον σπιτικό τους μπακλαβά, για τον οποίο έχω επίσης ακούσει καλά λόγια...

Για την έκθεση "Περί Μαγειρικής" στην gallery Τεχνοχώρος:
Διάρκεια έκθεσης: ως τις 2 Φεβρουαρίου.
'Ωρες λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 11:00-14:30 & 17:30-20:30, Τετάρτη, Σάββατο: 11:00-16:00
Διεύθυνση: Λεμπέση 4 & Μακρυγιάννη 33, 11742 Αθήνα
Τηλ: 211 182 38 18

Για το εστιατόριο Attikos Greek House:
Κουζίνα: ελληνική παραδοσιακή
Τιμές: 15-25 ευρώ το άτομο
Προσωπικό: ευγενέστατο, πολύ φιλικό
Διεύθυνση: Γαριβάλδη 7, Ακρόπολη.
Τηλ: 2109215256, 2109216266.

Υ.Γ. Διαβάστε περισσότερα για την έκθεση "Περί μαγειρικής" στη σχετική μου ανάρτηση εδώ, αλλά και στο site του Τεχνοχώρου.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

"Περί μαγειρικής": εικαστική έκθεση στον Τεχνοχώρο

Ποιος τόλμησε να πει ότι η μαγειρική δεν ανήκει στις καλές τέχνες;
Δεκαπέντε καλλιτέχνες το αποδεικνύουν, αντλώντας έμπνευση από τη μαγειρική, τα τρόφιμα, τα ποτά και τα αξεσουάρ της κουζίνας ή της τραπεζαρίας. Στις 10 Ιανουαρίου εγκαινιάστηκε η ομαδική έκθεση με τίτλο "Περί μαγειρικής" στην γκαλερί Τεχνοχώρος, στην Ακρόπολη. Την έκθεση επιμελείται η Μπία Παπαδοπούλου και οι συμμετέχοντες είναι οι: Μανώλης Αναστασάκης, Μαργαρίτα Βασιλάκου, Steffi Jungling, Μανώλης Ζαχαριουδάκης, Γιάννης Ζιώγος, Χάρης Κοντοσφύρης, Γιώργος Κυπρής, Ανδρέας Λόλης, Χάρης Μαύρος, Δέσποινα Πανταζοπούλου, Λία Πέτρου, Γιάννης Στεφανάκις, Slobodanka Stupar, 'Ερση Χατζηαργυρού και Θεοδώρα Χωραφά. H έκθεση περιλαμβάνει ζωγραφικά έργα, εγκαταστάσεις, κατασκευές, φωτογραφίες, κεραμικά έργα και βίντεο.
Επιπλέον, έργα των καλλιτεχνών εκτίθενται και στα εξής εστιατόρια: Attikos Greek House (Ακρόπολη), Βαρούλκο (Κεραμεικός), Cucina Povera (Καλλιμάρμαρο), Μάνη Μάνη (Ακρόπολη), Στροφή (Ακρόπολη), αλλά και στο ζαχαροπλαστείο Μέλισσα (Περιστέρι).
Στη φωτογραφία, βλέπουμε το έργο του Μανώλη Αναστασάκη, ο οποίος "εγκλωβίζει τρόφιμα της μαγειρικής κουζίνας στον εικαστικό χρόνο" και τα "ακινητοποιεί οπτικά σε κάποιο στάδιο της αναδόμησής τους", έτσι ώστε αυτά να "μαρτυρούν στον θεατή την ταυτότητα των άλλοτε οικείων τροφών της καθημερινής μας κουζίνας".

Διάρκεια έκθεσης: ως τις 2 Φεβρουαρίου.
'Ωρες λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 11:00-14:30 & 17:30-20:30, Τετάρτη, Σάββατο: 11:00-16:00
Διεύθυνση: Λεμπέση 4 & Μακρυγιάννη 33, 11742 Αθήνα
Τηλ: 211 182 38 18

P.S. Η φωτογραφία είναι από το site του Τεχνοχώρου. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έκθεση, πατήστε εδώ.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Ένας τέλειος σερβιτόρος του Α.Κ. Ζούλτσερ

Στο μυθιστόρημα "Ένας τέλειος σερβιτόρος" (Ein perfekter Kellner, 2004) του Ελβετού συγγραφέα Αλέν Κλοντ Ζούλτσερ (Alain Claude Sulzer), o Ερνέστ, ένας ιδιαίτερα μοναχικός τύπος, είναι ένας απόλυτα τυπικός και ακριβής στις ενέργειές του σερβιτόρος και επιπλέον ένας άνθρωπος που το επάγγελμά του τον εκφράζει απόλυτα. Η κανονικότητα της καθημερινότητάς του ταράζεται όταν λαμβάνει ένα γράμμα από τον Γιάκομπ, έναν νεαρό συνάδελφό του τον οποίο είχε ερωτευτεί παράφορα πριν από πολλά χρόνια κι είχαν έναν σύντομο δεσμό το 1935. Το μυθιστόρημα αφορά τη σχέση τους, αλλά στο ξεκίνημα του βιβλίου, υπάρχουν κάποιες περιγραφές που σχετίζονται με την επαγγελματική ιδιότητα του Ερνέστ σε συνάρτηση με τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του, που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο Ερνέστ τίναξε γρήγορα το τραπεζομάντιλο με την πετσέτα του, τα ψίχουλα σκόρπισαν μακριά, ούτε ένα δεν προσγειώθηκε στο φόρεμα της νέας γυναίκας που ήταν απορροφημένη σε μία συζήτηση, αμήχανη και από τις δύο πλευρές, με έναν ελαφρώς μεγαλύτερο άνδρα με σκούρο μπλε κοστούμι, με τον οποίο -ο Ερνέστ ήταν σίγουρος γι' αυτό- εμφανιζόταν για πρώτη φορά δημοσίως. Ο Ερνέστ επί δεκέξι χρόνια ήταν σταθερό μέλος του προσωπικού που συνήθως άλλαζε διαρκώς, ήταν ο πιο συνεπής απ' όλους. Ποτέ δεν είχε απουσιάσει, ποτέ δεν είχε αρρωστήσει. όλα αυτά τα χρόνια έβλεπε να περνούν αμέτρητοι σερβιτόροι και σερβιτόρες, μάγειροι και λαντζέρηδες, υφιστάμενοι και προϊστάμενοι, αλλά αυτός ήταν βράχος ακλόνητος, όπως έλεγαν όλοι, κι εκείνος δεν είχε καμία αντίρρηση που το έλεγαν. Ήταν ένας απρόσιτος άνδρας μέτριου αναστήματος, απροσδιόριστης ηλικίας, με τους άψογους τρόπους ενός υπομονετικού και προνοητικού υπαλλήλου, σχεδόν ένας κύριος, λίγο άχρωμος, που δεχόταν τα φιλοδωρήματα με αξιοπρέπεια και απάθεια για να τα φυλάξει με υπευθυνότητα. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε μπει στον πειρασμό να ζήσει πέρα από τα όριά του.
Ήταν ένας ίσκιος όταν έπρεπε, και παράλληλα ένας προσεκτικός παρατηρητής, που έσπευδε την κατάλληλη στιγμή για να εξυπηρετήσει, πρόυθυμος πέρα για πέρα, εύστροφος, με ικανοποιητικές γνώσεις της γερμανικής, της ιταλικής, της αγγλικής και φυσικά της γαλλικής γλώσσας, αφού ήταν άλλωστε Γάλλος, έχοντας τα μάτια του παντού, διακριτικός και πανταχού παρών, ένας άνθρωπος για τον οποίο κανείς δεν γνώριζε πολλά. [...] Στον Ερνέστ άρεσε η δουλειά του σερβιτόρου, ποτέ δεν είχε επιθυμήσει κάποιο άλλο επάγγελμα. Εκείνη τη στιγμή διέκρινε ένα μικροσκοπικό ανοιχτόχρωμο στίγμα στον ιδρωμένα αυχένα του άντρα, λίγα μόλις χιλιοστά πάνω από τον γιακά. Γύρισε αηδιασμένος, χωρίς να το δείχνει, από την άλλη, χωρίς να κάνει τον παραμικρό μορφασμό. [...] Κάπου είχε σηκωθεί ένα χέρι, μια φωνή ακούστηκε: "Monsieur Ερνέστ!". Ο Ερνέστ έτρεξε εκεί όπου τον καλούσαν, έκανε μια μικρή υπόκλιση και άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. Η συντροφιά, που την αποτελούσαν δύο αντρόγυνα, επιθυμούσε κι άλλο κρασί και τυρί.
Εδώ και χρόνια σέρβιρε αποκλειστικά στη γαλάζια αίθουσα, σε εκείνο το τμήμα του Restaurant am Berg που διέφερε σαφώς από τον μπροστινό χώρο που ήταν γεμάτος καπνούς και όπου μαζεύονταν οι καλλιτέχνες και οι φοιτητές, η νεολαία, οι ηθοποιοί και οι θαυμαστές τους, οι πότες της μπίρας και του Beaujolais. Κανένας από του προϊστάμενούς του, ούτε καν ο ίδιος ο διευθυντής, δεν είχε τολμήσει να του ζητήσει να σερβίρει στην καφέ αίθουσα, ο Ερνέστ ήταν υπεύθυνος μόνο για τη γαλάζια αίθουσα, για την αίθουσα με τις θαλασσιές κουρτίνες, όπου κάθε μέρα, εκτός Κυριακής, από τις επτά ως τις δέκα το βράδυ ακριβώς, ούτε δευτερόλεπτο νωρίτερα, ούτε δευτερόλεπτο αργότερα, σέρβιραν το δείπνο. Πριν από τις δέκα το βράδυ δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε κανέναν που δεν είχε σκοπό να γευματίσει. Τότε, ακόμα κι εκείνος, ο Monsieur Ερνέστ, μπορούσε να γίνει απότομος.
O Monsieur Ερνέστ ανήκε σε ένα είδος υπό εξαφάνιση, ο ίδιος το ήξερε, αλλά αν το ήξεραν κι εκείνοι τους οποίους περιποιόταν με την απαιτούμενη courtoisie, δεν το γνώριζε. Να κάνει κανείς σκέψεις γι' αυτό θα ήταν αληθινή σπατάλη χρόνου. Εντούτοις, όχι μόνο αυτός, αλλά κι εκείνοι ανήκαν σε ένα είδος υπό εξαφάνιση, κατά πόσο οι ίδιοι το ήξεραν, δεν ήταν σίγουρος, μπορεί να ένιωθαν απλώς ότι σιγά σιγά γερνούσαν. Αυτά σκεφτόταν ο Ερνέστ, καθώς πήγαινε να πάρει το Château Léoville-Poyferré του 1953 και τα fromages καμαμπέρ και ρεμπλοσόν, κανένα άλλο τυρί δεν θα ταίριαζε καλύτερα με αυτό το κρασί.
[...] Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν, κανείς δεν ενδιαφερόταν γι' αυτό, κανείς δεν νοιαζόταν για την ιδιωτική του ζωή. Όταν οι πελάτες τον ρωτούσαν πώς είναι, ήταν απλώς ένας χαιρετισμός. Πώς είστε εσείς, αποκρινόταν εκείνος, ενώ έπαιρνε τα παλτά τους, μια ερώτηση που στο Grandhotel θα ήταν πέρα για πέρα ανεπίτρεπτη, ένας σερβιτόρος συζητάει με τους πελάτες μόνο ύστερα από ρητή απαίτησή τους, καλύτερα όμως καθόλου. Ένα εστιατόριο όμως δεν είναι ξενοδοχείο, εξάλλου οι καιροί έχουν αλλάξει, ο κόσμος έδινε μάλλον λιγότερη σημασία στους κανόνες.
[...] "Monsieur Ερνέστ" τον φώναξαν, ο Ερνέστ έσπευσε στο τραπέζι και έφερε τον λογαριασμό. Πήρε τα χρήματα και το φιλοδώρημα. Τράβηξε την καρέκλα της κυρίας και παραμέρισε, τη βοήθησε να φορέσει το παλτό της, ύστερα εκείνον.
Όταν ένα ίχνος χαμόγελου φώτιζε απροσδόκητα το πρόσωπό του, τότε σίγουρα περνούσε απαρατήρητο. Οι πελάτες ήταν απασχολημένοι με τους εαυτούς τους, κι αυτό ήταν το σωστό, σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να δώσει αφορμή στους πελάτες να ασχοληθούν με κάποιον του οποίου η αποστολή ήταν να φροντίζει για την καλοπέρασή τους.

Τα αποσπάσματα αυτά με έβαλαν σε σκέψεις ως προς το πώς έχει εξελιχθεί το επάγγελμα του σερβιτόρου τις τελευταίες δεκαετίες, τι απαιτείται σήμερα από αυτόν, αλλά και τι περιμένω και επιζητώ κι εγώ προσωπικά από το άτομο που θα αναλάβει να με περιποιηθεί όταν αποφασίσω να γευματίσω έξω.
Πράγματι, τα χαρακτηριστικά και η συμπεριφορά που αποδίδει ο Ζούλτσερ στον ήρωά του έχουν σχεδόν εξαλειφθεί στις μέρες μας, πόσω μάλλον που η δράση τοποθετείται τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο, σίγουρα υπάρχουν ακόμα και σήμερα δείγματα ανθρώπων που διατηρούν κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά. Εννοείται πως όσο ανώτερη είναι και η κατηγορία του εστιατορίου τόσο πιο συχνά θα τα συναντήσει ένας πελάτης στο προσωπικό του καταστήματος, αλλά αυτό οπωσδήποτε δεν είναι απόλυτο.
Σίγουρα ο κανόνας της απαγόρευσης διαλόγου με τους πελάτες παρά μόνο εάν αυτό ζητηθεί επισταμμένα είναι πλέον παρωχημένος, αλλά αυτό δεν παύει να σημαίνει πως ο σερβιτόρος δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να ξεπερνά κάποια όρια, τα οποία, αν και πιο χαλαρά στις μέρες μας, συνεχίζουν και πρέπει να συνεχίζουν να υπάρχουν. Ο σερβιτόρος, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται πότε πρέπει να παραμείνει αόρατος και πότε να γίνει ορατός. Το σαβουάρ βιβρ ορίζει ότι δεν υπάρχει λόγος να διακόπτουμε τη συζήτησή μας όταν πλησιάζει ο σερβιτόρος στο τραπέζι, ωστόσο πόσες φορές αισθανθήκατε άβολα να συνεχίσετε να μιλάτε ή νιώσατε ότι ο σερβιτόρος σας έκοψε πάνω στο καλύτερο, ακόμα και αν δεν μίλησε, ακόμα και αν ήρθε απλώς αθόρυβα δίπλα σας να ξαναγεμίσει το ποτήρι σας; Την τελευταία φορά, για παράδειγμα, που δείπνησα στη Σπονδή, παρατηρούσα ότι ο σερβιτόρος, αν και είχε κάποιες φορές τα πιάτα έτοιμα, μας παρατηρούσε και περίμενε την κατάλληλη στιγμή -μια μικρή ίσως παύση στη ροή της κουβέντας- προτού έρθει να τα εναποθέσει στο τραπέζι μας. Επίσης, ο σερβιτόρος, κατά τη γνώμη μου, μπορεί και πρέπει να κάνει διάλογο με τους πελάτες, αρκεί να είναι σε θέση να εκτιμήσει και πάλι ποια είναι τα όριά του, όρια τα οποία δεν είναι οπωσδήποτε προκαθορισμένα, αλλά διαμορφώνονται και με βάση τη χημεία που μπορεί να δημιουργηθεί στιγμιαία με έναν πελάτη και τη διάθεση που βλέπει να έχει ο πελάτης την εκάστοτε χρονική στιγμή. Όπως ο dj που βάζει μουσική σε ένα κλαμπ μπορεί μεν να έχει προσχεδιάσει ένα μουσικό πρόγραμμα, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τόσο τη διάθεση του κοινού η οποία διαμορφώνεται συνολικά, όσο και τις ατομικές παρακλήσεις των θαμώνων που θα τον πλησιάσουν και θα του ζητήσουν ένα κομμάτι ειδικά γι' αυτούς, έτσι και ο σερβιτόρος, πρέπει να μπορεί να κρίνει πού πρέπει ή έχει περιθώριο να επέμβει και πού όχι.
Και βέβαια, ένας σερβιτόρος που δίνει την εντύπωση ότι βαριέται τη ζωή του ή σας κάνει χάρη που σας φέρνει την παραγγελία σας ή δυσανασχετεί όταν του θέτετε μία ερώτηση μπορεί να είναι εξίσου ανεπαρκής με έναν άλλον που υπερπροσπαθεί, επεμβαίνει υπερβολικά στον προσωπικό σας χώρο ή σας κουράζει με διαρκή αστειάκια και ατυχή σχόλια...

Υ.Γ. Τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν είναι από την ελληνική μετάφραση του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα.

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Εστιατόριο Peccati di Gola στη Γλυφάδα

Αχ... Ιταλικά εστιατόρια. Πικρή υπόθεση στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο, εδώ που τα λέμε (πλην της Ιταλίας, βέβαια, αν και όχι πάντα, παραδόξως, χαχά.) Για να μην τα πολυλογώ, η νέα προσθήκη στη (μακρά πλέον) λίστα των ιταλικών εστιατορίων που έχω επισκεφθεί στην Αθήνα είναι το Peccatti di Gola, που βρίσκεται στα νότια προάστια και συγκεκριμένα στη Γλυφάδα.
Ας ξεκινήσουμε από το τι γνώριζα για τη συγκεκριμένη τρατορία και τι μου τράβηξε την προσοχή. Καταρχάς, το Peccati di Gola ανήκει σε δύο αδερφές ιταλικής καταγωγής, τη Naomi και την Talita, κόρες του Vincenzo και της Dia Sigillo, που ήταν στο παρελθόν ιδιοκτήτες των εστιατορίων Dolce Vita στα 80s στη Μύκονο και Il Parmigiano στα 90s στην Αθήνα.
Ο "Iταλός ιδιοκτήτης" είναι πάντα κράχτης για τα ιταλικά εστιατόρια, καθώς σε προδιαθέτει για μια κάποια γνησιότητα στην κουζίνα, αλλά μην παρασύρεστε πάντα από αυτό.
Ένα παράδειγμα θα σας πω: σκεφτείτε πόσες άθλιες ελληνικές ταβέρνες έχουν ανοίξει αντίστοιχα οι διάφοροι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τη Γερμανία (αλλά και όλη την υφήλιο, εδώ που τα λέμε), χωρίς να έχουν ιδέα από μαγειρική. Οπότε, κρατήστε μικρό καλάθι σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό που με τράβηξε πιο πολύ ήταν πρώτον η εστιατορική τους "προϊστορία" ή προϋπηρεσία, ας το θέσουμε έτσι, και δεύτερον η βράβευσή τους πέρυσι από το περιοδικό Gourmet στην κατηγορία των ιταλικών εστιατορίων. Στις διάφορες κριτικές που είχα διαβάσει για το Peccati di Gola -που παρεμπιπτόντως σημαίνει "αμαρτίες της γεύσης", θαρρώ (αν υπάρχει κανένας Ιταλομαθής ανάμεσά σας ας το διασταυρώσει, παρακαλώ)- είχα δει να του γίνονται αρκετές παρατηρήσεις για τεχνικές αστοχίες, αλλά και άφθονα κομπλιμέντα για την απλότητα και γνησιότητα των γεύσεων. Και βέβαια, ιταλικό είναι, δεν θέλω και πολύ, δεν με προβλημάτισε καν που ήταν στην άλλη άκρη της πόλης για μένα. Βουρ στον πατσά. Εεεε, στην pasta, εννοώ.
O χώρος δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, είναι εντελώς λιτός, ξύλινο πάτωμα, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα, δεν υπάρχει εν ολίγοις κάτι που να παραπέμπει ειδικά σε Ιταλία. Με παραξένεψε αρκετά το γεγονός ότι στο τηλέφωνο που ζητήσαμε κράτηση για τις δέκα και μισή, μας είπαν κάτι του τύπου "Ναι, ελάτε και θα βρούμε κάτι" και εγώ όταν ακούω κάτι τέτοια, πρώτον μου ανάβουν τα λαμπάκια και δεύτερον ακούω να χτυπάει το καμπανάκι της αναμονής και της ορθοστασίας. Πράγματι, έγινε αυτό που φοβόμουν και περιμέναμε πάνω από 20 λεπτά όρθιοι, δίπλα στην εξώπορτα. Το αστείο είναι ότι στο μεταξύ είχαν αδειάσει τρία τραπέζια και ρωτούσαμε απεγνωσμένα αν μπορούμε να καθίσουμε τουλάχιστον, για να μην είμαστε όρθιοι, αλλά μας απαντούσαν ότι πρέπει να τα καθαρίσουν πρώτα.
Ο κατάλογος είναι κολοσσιαίος (πάντα μα πάντα κακό σημάδι για μένα, δεν έχω ποτέ διαψευστεί ως τώρα) και απαιτεί πολλήηηηη ανάγνωση. Ρε παιδιά, δεν μπορώ να νιώθω ότι έχω διάβασμα στο εστιατόριο, είναι κουραστικό. Εκτός αν είσαι στη Σπονδή, όπου δεν πειράζει, γιατί είναι σαν να διαβάζεις λογοτεχνία. Για την ιστορία, περιλαμβάνει πολλά κλασικά πιάτα, όπως puttanesca (10 ευρώ) ή amatriciana (11.50 ευρώ), αλλά του λείπουν το pesto genovese και η carbonara (ιεροσυλία). Επίσης, διαβάζοντάς το και μόνο, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως το "φιλέτο γεμιστό με καπνιστή μοτσαρέλα και χόρτα άγρια και σερβιρισμένο με κολοκυθάκια σχάρας και πέστο μαϊντανού (22 ευρώ), μου φαίνεται τουλάχιστον υπερβολή και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να θέλει κάποιος να γεμίσει ένα φιλέτο με τυρί. Αλλά επιφυλάσσομαι, διότι δεν το δοκίμασα.
Τελικώς, επιλέξαμε από τα ζυμαρικά τα paccheri al ragu di salsiccie (14 ευρώ), κοντά κυλινδρικά ζυμαρικά δηλαδή, με κομμάτια λουκάνικου. Το πιάτο ήταν νόστιμο, αλλά η ποσότητα της σάλτσας ήταν τόσο υπερβολική που σε λίγωνε και αισθανόμουν ότι κάθε μπουκιά έπρεπε να τη στραγγίζω από την πολλή σάλτσα και το λάδι πριν τη φάω.
Η πίτσα που πήραμε, όμως, ήταν πραγματικά άψογη: με bresaola, ρόκα και λεπτές φέτες παρμεζάνας (14 ευρώ), η ζύμη της ήταν τέλεια.
Και πάνω που είχα ικανοποιηθεί με την πίτσα, ήρθε το επιδόρπιο και μου χάλασε κάθε καλή εντύπωση: τα cannoli siciliani (6 ευρώ) ήταν στεγνά και σκληρά και η γέμισή τους άγευστη και υπερβολικά πηχτή για να μπορέσει να "βρέξει" λίγο το τραγανό ζυμάρι. Το αποτέλεσμα; Αντί για "Leave the gun, take the cannoli" (βλ. Godfather), μας ερχόταν να πούμε το αντίθετο.

(Με συγχωρείτε, ήταν απαραίτητο για την κατανόηση του επιχειρήματος.)


Παρεμπιπτόντως, δεν υπήρχε και κάτι στο μενού που να μο
υ τραβήξει την προσοχή, ενώ το τεράστιο calzone γεμιστό με σοκολάτα που έτρωγε ένα νεαρό ζευγάρι δίπλα μας μου φαινόταν τουλάχιστον αταίριαστο για κατάληξη δείπνου.
Συνοψίζοντας, χωρίς να μπoρώ να πω ότι δεν είχε θετικά στοιχεία, η κουζίνα του Peccati di Gola δεν με άφησε και με τις καλύτερες εντυπώσεις και η πίτσα από μόνη της δεν αρκεί για μένα δεδομένου ότι είναι και ολόκληρο ταξίδι ως εκεί. Αν, όμως, μένετε κοντά, πειραματιστείτε, why not. Αν μη τι άλλο, έχει και συμπαθητικές τιμές.


Kουζίνα
: ιταλική

Τιμές: 15-25 ευρώ το άτομο
Διεύθυνση: Κύπρου 50, Γλυφάδα
Τηλ
: 210
89 51 511

P.S.1 Όσο για το κρασί, για να μην αφήνουμε παραπονεμένους και τους οινόφιλους, η λίστα περιδιαβαίνει, φυσικά, τους ιταλικούς αμπελώνες (αποκλειστικά, αν θυμάμαι καλά). Δεν παύω, δε, ποτέ να βρίσκω τρομερά διασκεδαστικό το κρασί "Lacryma Christi del Vesuvio", για την ιταλική πληθωρικότητα και εκρηκτικότητα (βλ. Βεζούβιος) του τίτλου του. Ο μύθος, εντωμεταξύ, πίσω από το όνομά του είναι και πολύ ενδιαφέρων. Λένε πως ο Χριστός έκλαψε γοερά για την πτώση του Λούσιφερ από τον Παράδεισο και τα δάκρυά του (βλ. Lacryma Christi) έπεσαν πάνω στις πλαγιές του Βεζούβιου δίνοντας μια... θεϊκή γεύση στους αμπελώνες που φύονται εκεί.
Υπάρχουν μάλιστα άφθονες λογοτεχνικές αναφορές του διάσημου αυτού κρασιού, με πιο γνωστές αυτές στο μυθιστόρημα "Κόμης Μοντεχρήστος" του Δουμά και στο διήγημα "Η κόρη του Ραπατσίνι" του Ναθάνιελ Χώθορν (1844), αλλά αξίζει να σημειώσουμε και ότι ο Robert Smith των Cure έγραψε το κομμάτι "Τhe Blood" αφού πρώτα είχε καταναλώσει κάμποσο από δαύτο. Τέλος, ο Salvador Dali το κατέτασσε μεταξύ των αγαπημένων του κρασιών.

Ολοκληρώνω με ένα μικρό απόσπασμα από την "Κόρη του Ραπατσίνι":

"Αχά!" φώναξε ο Καθηγητής γελώντας. "Τώρα, λοιπόν, βγήκε στη φόρα το μυστικό του φίλου μας του Τζιοβάνι. Έχετε ακούσει για την κόρη του, με την οποία είναι ξετρελαμένοι όλοι οι νεαροί της Πάντοβας, αν και ούτε μισή ντουζίνα από δαύτους δεν είχαν την τύχη να δουν το πρόσωπό της. Δεν ξέρω πολλά για τη δεσποινίδα Βεατρίκη, πέρα από το ότι λένε πως ο Ραπατσίνι την δίδαξε καλά την επιστήμη του, και από το ότι παρόλο που είναι τόσο νέα και όμορφη, έχει ήδη τα προσόντα ώστε να καταλάβει θέση καθηγητή. Ίσως ο πατέρας της να την προορίζει για να γίνει δική μου! Και τώρα, σινιόρ Τζιοβάνι, πιες ένα ποτήρι Lacryma." Ο Γκουασκόντι γύρισε, λοιπόν, σπίτι του αρκετά ξαναμμένος από το κρασί που είχε κατεβάσει, και εξαιτίας του τριβέλιζαν το μυαλό του διάφορες παράξενες φαντασιώσεις που αφορούσαν τον δόκτορα Ραπατσίνι και την όμορφη Βεατρίκη.

P.S. 2 H φωτογραφία είναι από το site της Καθημερινής.