Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Και οι βρικόλακες έχουν γαστρονομικές ανησυχίες

Η αδυναμία μου στους βρικόλακες είναι κάτι που με συντροφεύει παιδιόθεν και μάλλον ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια του φυσιολογικού, αφού δεν έχω αφήσει βιβλίο/ταινία/τηλεοπτική σειρά που να αφορά τα βαμπίρ με τα οποία να μην έχω καταπιαστεί και νομίζω σύντομα κάποιος ακαδημαϊκός θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά να με προτείνει για τιμητικό ντοκτορά στη βαμπιρολογία. Λατρεύω δε να παρατηρώ τις μικρές διαφοροποιήσεις που προτείνει στον μύθο ο κάθε δημιουργός στο δικό του βρικολακο-σύμπαν, όπως για παράδειγμα, αν ο βρικόλακας βγει στο φως της μέρας θα γίνει παρανάλωμα του πυρός ή θα αρχίσει να στραφταλίζει λες και τον πάστωσαν με glitter/τους καταπολεμά αποτελεσματικά το σκόρδο ή αν φάνε τζατζίκι θα βρωμάνε απλώς λίγο παραπάνω/και αν τους παλουκώσεις γίνονται σκόνη κάνοντας "πουφ" όπως στην Buffy την βαμπιροφόνισσα ή γεμίζουν όλο τον τόπο αίματα αλά Bram Stoker's Dracula;
Ένα ζήτημα, ωστόσο, που ως τώρα δεν είχε θίξει κανείς -από όσο γνωρίζω τουλάχιστον- και πραγματικά με έκαιγε τόσα χρόνια, είναι το θέμα της διατροφής τους. Ναι, εντάξει, αίμα και τα λοιπά, αλλά αν έτρωγες το ίδιο πράγμα νύχτα μπαίνει-νύχτα βγαίνει εις την αιωνιότητα, δε θα το βαριόσουν κάπως eventually; Εγώ πάντως, σίγουρα. Σκεφτείτε το! Μόνη διαφοροποίηση στη ρουτίνα της καθημερινότητας η ομάδα αίματος, δηλαδή Α, Β, ΑΒ και Ο, ενώ μοναδική εναλ
λακτική είναι το να τραφείς με αίμα ζώου, η γεύση όμως, του οποίου (ανεξαρτήτως τι είδους ζώου) είναι -από ό,τι μας πληροφορούν άπαντες οι απέθαντοι- ανυπόφορη, έως και εμετική.
Το κενό, λοιπόν, ήρθε επιτέλους
να καλύψει το True Blood, τουτέστιν μία από τις καλύτερες και πιο πρωτότυπες προσθήκες των τελευταίων ετών στο λογοτεχνικό είδος της vampire fiction.
Για όποιον δεν παρακολουθεί ή δεν γνωρίζει καν την τηλεοπτική αυτή σειρά (αν είναι δυνατόν, ντροπή!), στο σύμπαν του True Blood, η εφεύρεση συνθετικού αίματος και η μετέπειτα κυκλοφορία του στην αγορά έχει δώσει επιτέλους τη δυνατότητα στα βαμπίρ να πάψουν να τρέφονται με ανθρώπινο αίμα. Έτσι, έπει
τα από ολόκληρες χιλιετίες κατά τις οποίες ζούσαν στα κρυφά μέσα σε φέρετρα και αραχνιασμένες κρύπτες, οι βρικόλακες αποφασίζουν να παραδεχτούν την ύπαρξή τους δημοσίως και στη συνέχεια να συνδικαλιστούν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Σε μία σκηνή, λοιπόν, του 2ου επεισοδίου της 3ης σεζόν της σειράς, έμεινα εμβρόντητη όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα βρικόλακες να πειραματίζονται με συνταγές μαγειρικής, με βασικό συστατικό -φυσικά- το αίμα.
Στη σκηνή, ο Bill, βρικόλακας και πρωταγωνιστής της σειράς, είναι καλεσμένος για ένα εξαιρετικά πολυτελές δείπνο στην οικία ενός πλούσιου και εκλεπτυσμένου gay ζευγαριού βρικολάκων ονόματι Talbot και Russel. Και το μενού είχε ως εξής:

Για αρχή,
"Παγωμένο αφρώδες αίμα." Και το κλού; O Τάλμποτ τονίζει ότι το αίμα "δεν έχει αποσπασθεί με τη βία, έχει προσφερθεί οικειοθελώς" και συνεχίζει: "Προσέξτε την επίγευση εσπεριδοειδούς. Ο άνθρωπος αυτός τρεφόταν μόνο με μανταρίνια για εβδομάδες."


Ακολουθεί το πρώτο πιάτο. "Μπισκ ζεστού αίματος με ροδοπέταλα."
Aυτό θα πει gourme, όχι αστεία. Δε θέλω καν να σκέφτομαι τι ακριβώς πολτοποίησε ο σεφ για να πετύχει τη χαρακτηριστική κρεμώδη, παχύρρευστη υφή της σούπας αυτής. Μπρρρ!

Και το επιδόρπιο; "Αίμα τζελάτο με γαρνιτούρα μέντας". Προσοχή στη λεπτομέρεια, δεν είναι κοινό παγωτό, είναι τζελάτο, τουτέστιν η ιταλική εκδοχή του παγωτού, με αισθητά λιγότερο λίπος και τη βελούδινη αυτή υφή που σε κάνει να μην μπορείς να σταματήσεις με τίποτα στη μία μπάλα... Μήπως να το σκεφτούν οι Ιταλοί και να προσθέσουν τη γεύση αίμα στον κατάλογο με τις κλασικές γεύσεις του τζελάτο; Στην Ιταλία, τα παγωτατζίδικα συνήθως κοστολογούν το τζελάτο με την ποσότητα και όχι με την μπάλα, πράγμα που σημαίνει ότι αγοράζοντας, ας πούμε, το κυπελάκι των 200 γραμμαρίων, μπορείς να βάλεις όσες γεύσεις θέλεις. Μπορείτε στο εξής να ζητάτε φυστίκι/μέντα/αίμα στο δικό σας!

Δυστυχώς δεν είδαμε ποιο ήταν το κυρίως πιάτο του δείπνου στη σειρά. Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω, αλλά αν έχετε καμία ιδέα, είμαι όλη αυτιά. Αν εγώ ήμουν ο σεφ πάντως, θα πρότεινα...

Πρώτον:
Μια ωραιότατη τερίνα (terrine) αίματος, μαγειρεμένη με ένα αρωματικό μπουκέ γκαρνί με μαϊντανό, δαφν
όφυλλο και θυμάρι.

Δεύτερ
ον:
ένα γευσ
τικότατο ρωσικό μπορς (borscht) όπου αντικαθιστούμε τα παντζάρια με αίμα για να του δώσουμε το χαρακτηριστικό βαθυκόκκινό του χρώμα.




Τρίτον,
ζυμαρικ
ά ζυμωμένα με αίμα (γιατί όχι; όπως ακριβώς θα τα ζυμώναμε και με μελάνι σουπιάς) -ιδανικά θα πρότεινα ταλιατέλες ή λιγκουίνι. Να, δείτε και τη φωτογραφία, να πάρετε μια ιδέα του τι εννοώ. (Όχι δεν είναι ζυμωμένα με αίμα, αλλά με κόκκινο κρασί, χαχα).





Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Εστιατόριο Wagamama στο Μαρούσι

Έχω ξαναπεί ότι γενικά δεν μου αρέσει να γράφω για αλυσίδες εστιατορίων, αλλά νομίζω ότι για το Wagamama επιβάλλεται να κάνει κανείς μια εξαίρεση, αφού δεν είναι μια κοινή αλυσίδα. Το πρώτο γιαπωνέζικο εστιατόριο Wagamama άνοιξε το 1992 στο Μπλούμσμπερι του Λονδίνου. Μότο του ήταν η φράση positive eating + positive living και πολύ γρήγορα τα υποκαταστήματά του εξαπλώθηκαν, αφού σήμερα η αλυσίδα διαθέτει 90 καταστήματα σε 13 χώρες. Η διαφορά είναι ότι δεν πρόκειται για μια κοινή αλυσίδα ασιατικών ταχυφαγείων, αλλά για εστιατόρια με ποιότητα και προσοχή στις γεύσεις και την αισθητική, τόσο του φαγητού όσο και του χώρου. Το ελληνικό Wagamama βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του εμπορικού κέντρου Golden Hall στο Μαρούσι, πράγμα που το καθιστά -προφανώς- μια καλή κατάληξη μετά τα ψώνια. (Τώρα βέβαια τα ψώνια στο Golden Hall δεν είναι για το μπάτζετ του λαού, και κατά πάσα πιθανότητα όταν λέμε shopping εννοούμε window shopping, τουτέστιν βόλτα για χάζεμα βιτρίνας και πεινασμένων βλεμμάτων πόθου μπροστά από τα Miu Miu της Καλογήρου, όπως κάνω εγώ ας πούμε.) Εγώ, λοιπόν, το Wagamama το προτιμώ βράδυ, μετά τις 9, που έχουν πια κλείσει τα μαγαζιά κι επικρατεί ηρεμία -αλλιώς θα πρέπει να περιμένετε και στην ουρά για να βρείτε τραπέζι, ειδικά τα μεσημέρια του Σαββάτου. Είναι επίσης μια καλή επιλογή για τις μέρες με ψοφόκρυο και βρόχα ή αντιθέτως -και much more often στην Ελλάδα- απελπιστική ζέστη, αφού εκεί θα είστε στεγασμένοι και προστατευμένοι από τις καιρικές συνθήκες.
Μια διαφορά του εγχώριου Wagamama που θα κάνει εντύπωση σε όσους το έχουν επισκεφθεί στο Λονδίνο, είναι ότι λείπουν οι τεράστιοι πάγκοι στους οποίους κάθονται πολλά άτομα στη σειρά. Αντικαταστάθηκαν από πάγκους με τραπέζια των 4 ή 6 ατόμων. Λογικό, αφού εδώ δεν είμαστε συνηθισμένοι σε αυτή τη λογική και δύσκολα θα βρεθεί ο Ελληνάρας που θα κάτσει δίπλα σε αγνώστους (Θεός φυλάξοι). Σοφή κίνηση από επιχειρηματικής άποψης, λοιπόν.
Επίσης αστείο βρίσκω ότι το μενού περιλαμβάνει ελληνικά κρασιά, πολλά από τα οποία γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες ακούγονται σαν γιαπωνέζικα, όπως το kanenas tsantali, το metohi chromitsas ή το fantaxometoho boutari...
Και μετά από αυτή τη μεγάααααλη εισαγωγή, ας περάσουμε στο θέμα που καίει τους πάντες. Το Wagamama διαθέτει πολλά ενδιαφέροντα ορεκτικά -τα οποία για κάποιο λόγο αρνείται να αποκαλέσει μ' αυτό το μπανάλ, συμβατικό όνομα, τονίζοντας ότι "δεν είναι ορεκτικά, αλλά το ιδανικό συμπλήρωμα του γεύματός σας". Πείτε τα όπως θέλετε, πάντως είναι ενδιαφέροντα και άφθονα. Τα yasai gyoza (πιτάκια) στον ατμό, με γέμιση λάχανο, καρότο, κάστανο, κρεμμύδι, σέλινο και κινέζικο λάχανο (6 ευρώ, 5 τμχ) είναι νόστιμα για ξεκίνημα -αλλά όχι και τα καλύτερα gyoza που έχω φάει ποτέ. Πιο διασκεδαστικές βρίσκω τις τηγανητές γλυκοπατάτες με σάλτσα bbq amai (4.30 ευρώ), ενώ όλοι λένε ότι το γκραν σουξέ είναι τα gyoza με πάπια και σάλτσα hoi sin κερασιού (6.50 ευρώ), τα οποία δεν έχω δοκιμάσει ακόμα, αλλά μάλλον δε θα χρειαστεί να περιμένετε πολύ. Ανυπομονώ, δε, να χειμωνιάσει για να το ρίξω στις σούπες miso, που στοιχίζουν μόνο 2.10 ευρώ. Yum!
Τα κυρίως πιάτα χωρίζονται σε teppan noodles (που ψήνονται σε καυτή πλάκα), teriyaki noodles, rice dishes, chilli men (νουντλς σε γλυκιά, πικάντικη σάλτσα), katsu curry και ramen, που είναι νουντλς που σερβίρονται σε μπολ με ζωμό. Personal favorite είναι για μένα το ebi raisukaree (12.90 ευρώ - βλ. φωτό), που είναι γαρίδες στο γουόκ σε σάλτσα καρίδας και λάιμ κάρι σάλτσα με mangetout, πράσινη και κόκκινη πιπεριά και φρέσκο κρεμμυδάκι. Σερβίρεται με ρύζι ιαπωνικού τύπου και είναι άψογο -γλυκό, ελαφρά καυτερό και συν τοις άλλοις πολύχρωμο! Συμπαθητικό βρίσκω επίσης το amai udon, δηλαδή udon noodles στο teppan, με σάλτσα amai, γαρίδες, τόφου, αυγό, κρεμμύδι και ρίζες φασολιών σόγιας, γαρνιρισμένα με φρεσκοτριμμένο φυστίκι (10.70 ευρώ). Νοστιμότατο είναι το ebi kare lomen, που είναι ramen noodles με γαρίδες σε ζωμό με γάλα καρύδας, ωστόσο είναι αρκετά πικάντικο, τουτέστιν μόνο για τολμηρούς με μεγάλη ανοχή στην καψικίνη. Από την άλλη, βρήκα αρκετά αδιάφορο γευστικά πιάτο το chashu donbrui (9.70 ευρώ), που είναι χοιρινά φιλετάκια μαριναρισμένα σε bbq sauce, μαζί με ρύζι, καραμελωμένα κρεμμύδια, μανιτάρια shiitake και άλλα λαχανικά.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα επιδόρπια (τα οποία δεν καταλαβαίνω γιατί αποκαλούνται επιδόρπια και όχι επίσης "απολαυστικό συμπλήρωμα του γεύματός μας"). Είναι δυτικού τύπου, αλλά με μερικές ασιατικές πινελιές, όπως ας πούμε η προσθήκη τζίντζερ στο cheesecake λευκής σοκολάτας και τζίντζερ (5.50 ευρώ) ή το wasabi στο chocolate fudge cake με chocolate wasabi sauce και παγωτό βανίλια (5.90 ευρώ). Παρεμπιπτόντως, το δεύτερο το έχω δοκιμάσει και αν και βρήκα ότι το wasabi ταίριαξε καλά με τη σοκολάτα (θα μπορούσε να είναι και περισσότερο ακόμα), το κέικ είναι μάλλον άνοστο. Ελπίζω να μη με απογοητεύσει εξίσου και το cheesecake με τζίντζερ. To crème brulée cheesecake με σιρόπι toffee (6.40 ευρώ), από την άλλη, ήταν αρκετά ευχάριστο -όσο νοστιμιά δηλαδή μπορεί να διατηρήσει ένα γλυκό που βγαίνει από την κατάψυξη για να καταναλωθεί, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοια εστιατόρια. Συνοψίζοντας, το Wagamama δεν είναι ακριβώς φθηνό (το θέλει το 20ευρώ του για να πεις ότι χόρτασες), αλλά από την άλλη είναι ένα κλικ παραπάνω γευστικά από τις υπόλοιπες αλυσίδες ασιατικών εστιατορίων της πόλης μας (ονόματα δε λέμε, ξέρετε τώρα), οπότε θεωρώ ότι τα αξίζει τα λεφτά του.
Πάμε και στα αρνητικά τώρα. Καταρχάς, τι νόημα έχει να έχει κατάλογο στα Ελληνικά, αφού όλα τα ονόματα των πιάτων (και τα μισά συστατικά τους) είναι με λατινικούς χαρακτήρες. Πρώτον, δεν έχεις ιδέα πώς να τα προφέρεις (βλέπε γλωσσοδέτες τύπου ebi raisukaree) και δεύτερον what is the point??? Αφού και η λατινική εκδοχή τους μεταγραφή από τα Ιαπωνικά είναι. Αυτό βέβαια ισχύει για την πλειοψηφία των ασιατικών εστιατορίων και το έχω ξαναπεί, αλλά το 'χω καημό.
Αυτό που θα ήθελα, πάνω από όλα, όμως, θα ήταν μια βελτίωση στο σέρβις. Καταρχάς, στον κατάλογο δηλώνεται ευθύς εξαρχής ότι πολιτική του καταστήματος είναι η εξής κορυφαία επινόηση:
"Στο Wagamama, οι επιλογές του κάθε πελάτη μπορεί να παραδοθούν σε διαφορετικούς χρόνους, με αποτέλεσμα να μην περιμένει ο καθένας το δικό του πιάτο, αλλά να απολαμβάνουν όλοι μαζί τις επιλογές της παρέας."
Μετάφραση: "Μπορεί να περάσει και ένα ολόκληρο τέταρτο από τη στιγμή που σερβιρίστηκε η παρέα σας και στο μεταξύ εσείς να κάθεστε να τους κοιτάτε σαν χαζός ενώ τρώνε, γιατί δεν μπορούμε να συγχρονίσουμε την παρασκευή των πιάτων στην κουζίνα μας και από πάνω αυτό το βαφτίζουμε και άποψη." Πραγματικά, δεν είναι καθόλου μα καθόλου ευχάριστο.
Επίσης, βρίσκω τους περισσότερους από τους σερβιτόρους του προσποιητά ευγενικούς και έχω να σημειώσω και ένα περιστατικό από την τελευταία μου επίσκεψη, που με ενόχλησε: ενώ η παρέα μου έτρωγε και εγώ περίμενα ήδη πάνω από 10' το δικό μου πιάτο, το βλέπω να βγαίνει από την κουζίνα, και ο σερβιτόρος αντί να μου το φέρει (παρόλο που είδε πως τον κοιτούσα), καθόταν και χαχάνιζε από πάνω του με τον συνάδελφό του και το κρατούσε με εντελώς λάθος τρόπο (με τα δάχτυλα σχεδόν χωμένα μέσα στο πιάτο). Πολύ απογοητευτικό.

Ετυμηγορία: μια γευστική επιλογή για πολυασιατική κουζίνα, ένα κλικ πάνω από την φθηνή κατηγορία.
Κουζίνα: ιαπωνική
Τιμές: 15-25 ευρώ
Σέρβις: χρειάζεται βελτίωση
Διεύθυνση: Εμπορικό κέντρο Golden Hall, Κηφισίας 37 Α, Μαρούσι
Τηλ: 210 68 36 844

P.S. Ο δημιουργός του Wagamama, Alan Yau, εκτός από τα Wagamama έχει και τη (μικρή ακόμα) αλυσίδα ταϊλανδέζικων εστιατορίων Busaba Eathai. Προς το παρόν αριθμεί μόνο 5 καταστήματα (όλα στο Λονδίνο), αλλά εύχομαι να βάλει γρήγορα πλώρη και για άλλες χώρες, και σύντομα να το απολαύσουμε κι εδώ, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι ακόμα καλύτερο από το Wagamama. Μπορεί βέβαια να φταίει που έχω μεγαλύτερη αδυναμία στην ταϊλανδέζικη κουζίνα, αλλά από την άλλη ίσως όντως ο κύριος Yau με τα χρόνια και την εμπειρία να κατεβάζει και καλύτερες ιδέες! Ένα πράγμα πάντως που με εντυπωσιάζει στο Busaba Eathai (αναλογικά και με τις τιμές, δηλαδή) είναι η κομψότατη αισθητική του, τόσο στο χώρο (υπέροχη διακόσμηση δια χειρός Christian Liagre) όσο και στο φαγητό -για του λόγου το αληθές, θαυμάστε αυτό το κουκλί δίπλα: γαρίδες με λάιμ και καρύδι πάνω σε φύλλο μπέτελ.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχει ακόμα και το Cha Cha Moon, που είναι κινέζικο εστιατόριο (με δύο καταστήματα προς το παρόν, αλλά με προφανείς φιλοδοξίες να κλέψει λίγη από τη δόξα του Wagamama και του Busaba Eathai), αλλά και τα πιο high end Sake No Hana (ιαπωνική κουζίνα), Hakkasan (club restaurant με καντονέζικη κουζίνα) και Yauatcha (γαλλο-ασιατική πατισερί, βλ. φωτό), από τα οποία τα δύο τελευταία έχουν πάρει και αστέρι Michelin. Πολύ φιλόδοξος ο κύριος Yau, όπως βλέπετε. Κάτι μου λέει ότι δεν πρόκειται να σταματήσει σ' αυτά τα ολίγα.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Εστιατόριο Red Indian στου Ψυρρή

Καιρό τώρα θέλω να γράψω γι' αυτό το συμπαθέστατο εστιατοριάκι. Πρόκειται για ένα από τα λίγα -πραγματικά, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού- ινδικά εστιατόρια της πόλης μας και παρεμπιπτόντως, είναι και πολύ καλό!
Το Red Indian βρίσκεται σε ένα σκοτεινό, βρώμικο κι ερημικό στενάκι στου Ψυρρή, αλλά μην αφήσετε κάτι τέτοιο να σας αποθαρρύνει, γιατί μέσα είναι σκέτο κουκλί. Άλλωστε, ανακαινιζόταν όλο το καλοκαίρι και μόλις πριν λίγες μέρες ξανάνοιξε.
Καταρχάς, θα σας πω ότι ως χώρος είναι το ομορφότερα διακοσμημένο ινδικό ρεστοράν που έχω επισκεφθεί μέχρι στιγμής, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τα περισσότερα ινδικά εστιατόρια είτε θα είναι εξαιρετικά αδιάφορα είτε εξαιρετικά κιτς. Το Red Indian φαίνεται πως βρήκε την ισορροπία ανάμεσα στο να κρεμάς ένα μοναχικό κάδρο με ινδική θεματολογία σε κάθε τοίχο και το να γεμίζεις το μαγαζί ασφυκτικά με χίλια δυο χρυσοποίκιλτα συμπράγκαλα λες και πρόκειται για τη σπηλιά του Αλαντίν. Η διακόσμηση ισορροπεί τέλεια μεταξύ του διακριτικού και του πληθωρικού, με ξυλόγλυπτα έπιπλα (ευτυχώς όχι βαμμένα χρυσά όπως συνηθίζεται) και ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι, παραδοσιακά μουσικά όργανα, υφαντά και ασπρόμαυρες φωτογραφίες Ινδών καλλιτεχνών κρεμασμένα στους τοίχους κι έναν τέλειο τούβλινο τοίχο βαμμένο σε ένα ζεστό πορτοκαλί χρώμα με έναν κομψότατο μπουφέ και δύο καθρέφτες στο πλάι του. Η μουσική είναι παραδοσιακή ινδική και ευτυχώς όχι η γνωστή ενοχλητική ινδική ποπ που παίζεται συνήθως σε τέτοια μαγαζιά. Εντάξει, γούστα είναι αυτά βέβαια, αλλά προσωπικά βρίσκω κάπως αγχωτικό, ενώ προσπαθώ να φάω, να βλέπω Ινδούς να τρέχουν πάνω κάτω τσιρίζοντας σε αυτές τις πληθωρικές σκηνές του Bollywood, σε τεράστιες ΤFT οθόνες που κρέμονται πάνω απ' το κεφάλι μου.
Από το μενού, λοιπόν, έχω δοκιμάσει αρκετά πράγματα. Την τελευταία φορά φάγαμε ωραιότατο pakora λαχανικών (6 ευρώ) και samosa με κιμά (7 ευρώ), που ήταν καλά, αν και μάλλον προτιμών τα samosas λαχανικών τους.
Οι τιμές στα κυρίως πιάτα είναι εξαιρετικά λογικές, από 10 ως 14
ευρώ (αν δεν απατώμαι). To lamb korma ας πούμε, που ήταν και νοστιμότατο, στοίχιζε 11 ευρώ . Επί τη ευκαιρία, ακόμα θυμάμαι εκείνα τα εξωφρενικά 21.80 ευρώ που είχα πληρώσει στο Jaipur Palace για το ίδιο ακριβώς πιάτο και τα κλαίω. Το dhansak με κοτόπουλο, αν και η σάλτσα του είναι πολύ νόστιμη, θα το ήθελα λιγουλάκι πιο πικάντικο. Δεν θεωρείται από τα πολύ πικάντικα πιάτα της ινδικής κουζίνας, αλλά πρέπει να είναι λιγουλάκι spicy, σε αντίθεση με το korma που είναι εντελώς mild. Το dhansak αυτό, όμως, δεν έκαιγε καθόλου. Το θετικό, από την άλλη, είναι πως το Red Indian είναι το μόνο μέρος στο οποίο το φτιάχνουν και με ανανά μέσα στη σάλτσα, όπως μου αρέσει. Η κλασική συνταγή περιλαμβάνει άλλωστε τον ανανά προεραιτικά, αλλά στα περισσότερα εστιατόρια δεν τον βάζουν.
'Οσον αφορά τα συνοδευτικά, ενδεικτικά σας λέω ότι το σκέτο μπασμάτι στοιχίζει 5 ευρώ και το naan garlic 4 ευρώ, ενώ το γευστικότατο lassi με μπανάνα μόλις 3,5.

Επί τη ευκαιρία, κι επειδή ξέρετε πόσο τη βρίσκω με τα food trivia, το lassi (λάσι) είναι ένα παχύρρευστο, κρεμώδες ρόφημα που μοιάζει αρκετά με μιλκσέικ στη γεύση και την υφή. Αποτελείται από γάλα και γιαούρτι (που του δίνει μια οξύτητα, σε αντίθεση με το μιλκσέικ), ζάχαρη και διάφορα μπαχαρικά και μυρωδικά, όπως κύμινο ή μέντα. Τα πιο δημοφιλή lassi είναι το mango lassi και το banana lassi, που περιέχουν -σωστά μαντέψατε, duh- μάνγκο και μπανάνα αντίστοιχα. Ιδιαίτερα, όμως, δημοφιλές είναι -φαντάζομαι, δεν το έχω δοκιμάσει, λολ- και το bhang lassi (βλ. φωτό), που περιέχει μαριχουάνα και έχει και αντίστοιχη επίδραση στον οργανισμό όπως καταλαβαίνετε. 'Οχι, στο Red Indian δεν σερβίρεται. Σε πολλά μέρη της Ινδίας, όμως, πωλείται νόμιμα. Όλο στο 'Αμστερνταμ μας λένε να πάμε για τέτοια, για την Ινδία δε λέει κανείς τίποτα...

Ετυμηγορία: κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο ινδικό εστιατόριο της πόλης μας
Κουζίνα: ινδική
Τιμές: 18-25 ευρώ (πολύ λογικές, αναλογικά με την ποιότητα και τον ιδιαίτερα περιποιημένο χώρο)
Σέρβις: πολύ εξυπηρετικό και πρόθυμο να λύσει κάθε απορία όσων δεν είναι εξοικειωμένοι
Διεύθυνση: Επικούρου 25, Ψυρρή
Τηλ: 210 32 19 908

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Πικρό Τσιμπούσι/Bitter Feast στις Νύχτες Πρεμιέρας

Τις Νύχτες Πρεμιέρας τις λατρεύω. Είναι ένας από τους λόγους που με κάνουν να αγαπώ τη ζωή στην Αθήνα και κάθε χρόνο περιμένω πώς και πώς να ανακοινωθεί το πρόγραμμα για να αρχίσω να υπογραμμίζω πάνω μανιακά με τα μαρκαδοράκια ποιες ταινίες θέλω διακαώς να δω και να παίρνω υστερικά τηλέφωνα στους φίλους μου για να τους καβαντζώσω για την τάδε ή τη δείνα προβολή. Φέτος, όμως, υπάρχει και μια ταινία ειδικού, γαστρονομικού ενδιαφέροντος στο πρόγραμμα!

Την Παρασκευή (23/9), στις 00:15, στο Αττικόν, προβάλλεται το Bitter Feast, του οποίου ο τίτλος έχει αποδοθεί στα Ελληνικά ως "Πικρό Τσιμπούσι". Την ταινία, που είναι μια μαύρη κωμωδία τρόμου αμερικανικής παραγωγής (2010), σκηνοθετεί ο Τζο Μάτζιο και παίζει -μεταξύ άλλων- και ο διάσημος σεφ Μάριο Μπατάλι. Η σύντομη περιγραφή της ταινίας στο πρόγραμμα του φεστιβάλ έχει ως εξής:


"Σεφ που βλέπει την καριέρα του να καταστρέφεται από την ανηλεή κριτική ενός food blogger τον απάγει, τον κλείνει σε σκοτεινό υπόγειο και αποδεικνύει ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται ματωμένο. Γαστριμαργικό horror movie που μπερδεύει απολαυστικά το gore με το gourmet."

Πραγματικά, need I say more? Εννοείται πως με το που το διάβασα ταυτίστηκα και τσακίστηκα να κλείσω εισιτήρια, γιατί τουλάχιστον πρέπει να ξέρω τι με περιμένει, να είμαι προετοιμασμένη βρε αδερφέ. Δεν ξέρεις ποτέ ποιανού μπορεί να του τη βαρέσει και να τη δει ξαφνικά δολοφόνος με το μπλέντερ/μίξερ/κουζινομάχαιρο/μπαλτά/αποχυμωτή/φλόγιστρο για την
crème brulée. Kαι το κακό είναι πως η κουζίνα κρύβει άπειρα αξεσουάρ μαγειρικής που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φονικά όπλα ή έστω όργανα βασανιστηρίου. Μου φαίνεται πως στο εξής θα αρχίσω να βλέπω τον πολτοποιητή σκόρδου με άλλο μάτι. Μανούλαααα!

Και βέβαια, δε θα σας άφηνα χωρίς τρέιλερ. Enjoy!



P.S. Κρίνοντας από το τρέιλερ, μάλλον καλύτερα να μην έρθετε φαγωμένοι στην προβολή.


Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Εστιατόριο Dosirak στο Σύνταγμα

Με το ιαπωνικό/κορεάτικο εστιατόριο Dosirak ολοκληρώνω επιτέλους το... πακέτο κριτικών για την πιάτσα ασιατικών εστιατορίων στο Σύνταγμα, η οποία περιλαμβάνει επίσης -σας υπενθυμίζω- το Furin Kazan και το Golden Chopsticks, αλλά και το Noodle Bar, το οποίο καθόλου δε σνομπάρω, πιστέψτε με- η απομνημόνευση άλλωστε του μενού του (πλέον παραγγέλνω με αριθμούς) είναι μια καλή απόδειξη- απλώς δεν γράφω κριτική γι' αυτό γιατί πιστεύω πως ως αλυσίδα με πολυάριθμα υποκαταστήματα είναι λίγο-πολύ σε όλους γνωστό.
Το Dosirak, λοιπόν, μου στάθηκε πιστός συμπαραστάτης στα δύο δύσκολα χρόνια του μεταπτυχιακού μου και συνεχίζει να αποτελεί ωραία κατάληξη μετά το shopping στην Ερμού και στα πέριξ. Είναι ένας ευχάριστος, απλός χώρος με διακριτικές ασιατικές πινελιές στη διακόσμηση και ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά του είναι η ειλικρινής και καθόλου προσποιητή ευγένεια του προσωπικού του (όλοι Ασιάτες). Ένα άλλο πλεονέκτημά του είναι επίσης το ότι ακόμα κι όταν είναι εντελώς γεμάτο, είναι πάντοτε εξαιρετικά ήσυχο, πράγμα σπάνιο για εστιατόριο του κέντρου της Αθήνας. Η ηρεμία αυτή μάλλον οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι πελάτες του είναι κουστουμάτοι Ασιάτες από τις τριγύρω εταιρείες που έρχονται για lunch break (και ως γνωστόν μιλάνε ασυνήθιστα χαμηλόφωνα για τα δικά μας δεδομένα), πράγμα που μαρτυρά και την αξία του εστιατορίου γιατί ως γνωστόν, ασιατικό εστιατόριο χωρίς Ασιάτες πελάτες = κατάλληλο μόνο για τουρίστες.
Δεδομένου ότι λίγοι είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τα κορεάτικα εδέσματα, βρίσκω πολύ εξυπηρετικό το γεγονός ότι το μενού έχει φωτογραφίες των περισσότερων πιάτων. Εντάξει, λίγο πασέ η αισθητική του καταλόγου, αλλά στην περίπτωση αυτή πραγματικά βοηθάει. Επίσης, τα ονόματα των πιάτων είναι γραμμένα και στα ελληνικά, πράγμα που σε βγάζει από τη δύσκολη θέση να πρέπει ή να προφέρεις άλλ' αντ' άλλων ένα πιάτο και ο σερβιτόρος να σε κοιτάει απορημένος ή να του τα δείχνεις όλα με το δάχτυλο στο μενού (ένα τέτοιο, ένα τέτοιο κι ένα -γρήγορο ξεφύλλισμα, σε ποια σελίδα ήταν γαμώτο- τέτοιο, ευχαριστώ).
Στις αρκετές επισκέψεις μου έχω δοκιμάσει κατά καιρούς πολλά διαφορετικά πράγματα κι έτσι έχω αρκετά να σας προτείνω.
Από τα ορεκτικά, personal favourite είναι τα γιαπωνέζικα dumplings gyoza (πιτάκια γεμιστά με κιμά), τα οποία τα προτιμώ στον ατμό (6 ευρώ τα 5 τμχ) και σερβίρονται με soy sauce και rice vinegar. Είναι παρόμοια με τα won ton, αλλά με λίγο πιο παχύ ζυμάρι και βέβαια αυτό το διασκεδαστικό, ζουμπουρλούδικο σχήμα που βλέπετε στη φωτό επάνω.
Επίσης συμπαθέστατα βρίσκω τα yakitori, που είναι μικρά σουβλάκια με κοτόπουλο και σος teriyaki (8 ευρώ τα 4 τμχ).
Από το sushi του Dosirak έχω προς το παρόν δοκιμάσει μόνο τα california maki rolls (4 τμχ 7 ευρώ), τα οποία μ' αρέσουν πολύ. Ναι, εντάξει, μη φωνάζετε εσείς οι sush-ολόγοι, το ξέρω ότι τα california είναι sushi για φλώρους και ότι πρόκειται για δυτική πατέντα, αλλά πρώτον μ΄αρέσουν (ελάτε τώρα, κι εσείς τα παραγγέλνετε), και δεύτερον όταν τρως πρώτη φορά sushi σε ένα μαγαζί ξεκινάς από τα εύκολα και προχωράς προς τα hardcore, διότι έτσι έχεις λιγότερες πιθανότητες να την πατήσεις. Τα california, λοιπόν, στο Dosirak είναι λεπτοφτιαγμένα, καλοτυλιγμένα και φρέσκα όσες φορές τα έχω παραγγείλει, αλλά μόνο μου παράπονο είναι ότι θα τα ήθελα λίιιιγο πιο μικρά. Εφόσον περιέχουν φύκι, που δεν κόβεται εύκολα με τα δόντια, θα έπρεπε να μπορείς να τα φας σε μία μπουκιά, αλλιώς αναγκάζεσαι να καταφύγεις σε άκομψο μασούλημα ή ακόμα χειρότερο σε τεμάχισμα με το μαχαιροπήρουνο (ιεροσυλία για το sushi).
Από τα κυρίως, προτείνω το τηγανητό ρύζι με θαλασσινά και κάρι (8 ευρώ). Δεν είναι κάποιο ιδιαίτερο πιάτο, αλλά σίγουρα θα ικανοποιήσει όσους από εσάς είναι αρχάριοι και είναι μια καλή επιλογή για ένα ελαφρύ μεσημεριανό. Επίσης, on the plus side, δεν τσιγκουνεύονται και την ποσότητα των θαλασσινών. Οι πιο τολμηροί, δοκιμάστε το πικάντικο καλαμάρι σε μαντέμι (10 ευρώ), που είναι νοστιμότατο, αλλά αρκετά καυτερό. Τέλος, δυο πολύ καλές επιλογές από την κορεάτικη κουζίνα: το japchae (τζάπτσε -11 ευρώ) και το bulgoggi (μπουλγκόγκι, 11 ευρώ). Το japchae είναι μοσχάρι με ψιλοκομμένα λαχανικά και νουντλς ρυζιού. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό κορεάτικο πιάτο, που πρωτοφτιάχτηκε στις αρχές του 17ου αιώνα προς τιμήν του βασιλιά Gwanghaegun. Το bulgoggi (που με τον φίλο Γ. αποκαλούμε συνήθως Μπουλγκάκοφ, χαχα) είναι επίσης ένα κοινό κορεάτικο πιάτο με κομματάκια ψητού μοσχαριού και σερβίρεται με άφθονη γλυκιά σος που θυμίζει λίγο teriyaki. Είναι, δε, τόσο αγαπητό στη Νότια Κορέα, που σερβίρεται και σε μορφή χάμπουργκερ σε φαστφουντάδικα.
Το Dosirak, λοιπόν, είναι μια καλή επιλογή για μεσημέρι, αλλά και μια ωραία λύση για ένα σχετικά γρήγορο γεύμα πριν το σινεμά. Εσείς οι φανατικοί σινεφίλ που θα βρίσκεστε στο Απόλλων ή το Αττικόν τις επόμενες δύο βδομάδες για τις Νύχτες Πρεμιέρας, έχετέ το υπ' όψιν!

Ετυμηγορία: επισκεφθείτε το αν σας αρέσει η ασιατική κουζίνα και θέλετε μια αλλαγή από το κινέζικο.
Κουζίνα: κορεάτικη/ιαπωνική
Τιμές: 15-25 ευρώ, βρίσκω δε το sushi αρκετά οικονομικό σε σχέση με άλλα εστιατόρια όπου το χρεώνουν με τιμές ράβδων χρυσού.
Σέρβις: άψογο
Διεύθυνση: Βουλής 33, Σύνταγμα
Τηλ: 210 32 333 30

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Εστιατόριο Da Ciro στη Νέα Ερυθραία

To ότι η ιταλική κουζίνα είναι από τις αγαπημένες μου δεν είναι κάτι καινούργιο για όσους από εσάς με διαβάζετε τακτικά, αλλά αυτή τη φορά δεν επισκέφθηκα μία ακόμη τρατορία, παρά αποφάσισα να δοκιμάσω ένα ιταλικό ρεστοράν λίγο πιο fancy και να διαπιστώσω αν υπάρχει όντως διαφορά: αξίζουν τον κόπο τα 10-15 περισσότερα ευρώ;
Έτσι, επέλεξα το Da Ciro, ένα σχετικά καινούργιο ιταλικό εστιατόριο στη Νέα Ερυθραία, το οποίο το γνώριζα μόνο ονομαστικά. Το Da Ciro, λοιπόν, είναι καταρχάς ένας πολύ όμορφος χώρος: ένα μικρό, μονώροφο νεοκλασικό με δύο ζεστές αίθουσες με κομψά, ξύλινα τραπέζια, αλλά το πιο ευχάριστο ήταν η κουκλίστικη αυλή του. Κατά μήκος της πλαϊνής όψης του εστιατορίου, σκεπαστή με σιδερένια πέργκολα και μια όμορφη κληματαριά, μαρμάρινα τραπέζια και μετάλλικες άσπρες και μαύρες καρέκλες, και το καλύτερο; Το ρετρό πλακάκι-σκακιέρα.
Η όρεξη μας άνοιξε με το που καθίσαμε, γιατί ολόκληρη η αυλή μοσχομύριζε τρούφα. Τόσο έντονα, που αστειευόμενοι μεταξύ μας καταλήξαμε ότι μάλλον είναι αρωματικό σπρέι χώρου με άρωμα τρούφας!
Όταν άνοιξα τον κατάλογο, κατάλαβα γιατί μύριζε παντού τρούφα, αφού προφανώς ήταν το υλικό που είχε την τιμητική του στο κατάστημα. Το μενού φαινόταν πολύ ενδιαφέρον, με αρκετές πρωτότυπες επιλογές, πράγμα που με χαροποίησε ιδιαίτερα, γιατί μερικά κλασικά πιάτα δεν πρέπει να λείπουν απο κανένα ιταλικό εστιατόριο, αλλά αν ανοίγοντας την καρτέλα δε συναντάς παρά μόνο αυτά, δείχνει έλλειψη φαντασίας.
Από τα ορεκτικά, λοιπόν, επιλέξαμε το carpaccio ξιφία (9 ευρώ) και τα σπαράγγια με αυγό και τρούφα (14 ευρώ). Το καρπάτσιο ήταν πολύ νόστιμο, αν και το λαδολέμονο θα μπορούσε να είναι κάπως λιγότερο, γιατί η ποσότητα με έκανε να νιώθω την ανάγκη να το στραγγίξω πρώτα στο πιάτο μου. Τα σπαράγγια, δυστυχώς, ήταν αρκετά απογοητευτικά: δύο (!) σπαράγγια πασπαλισμένα με φετάκια μαύρης τρούφας, μέσα σε μια πισίνα τριμμένης παρμεζάνας και ένα αυγό μάτι από πάνω. Το πιάτο ήρθε χλιαρό και η παρμεζάνα είχε ήδη στερεοποιηθεί. Το αυγό είχε παραψηθεί, με αποτέλεσμα, όταν έσπαγες τον κρόκο, αυτός να μη χύνεται πάνω στα υπόλοιπα υλικά όπως θα έπρεπε. Η δε παρμεζάνα, έπρεπε κατά τη γνώμη μου να λείπει εντελώς από το πιάτο, διότι επικάλυπτε κάθε άλλη γεύση, και ειδικά την τρούφα, της οποίας η γεύση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Γενικά, η γεύση της τρούφας είναι άλλωστε τόσο λεπτή, που πιστεύω πως δεν πρέπει να συνδυάζεται με παραπάνω από ένα -άντε, δύο- υλικά, ειδικά όταν μπαίνει φρέσκια στο πιάτο. Τα υπόλοιπα είναι απλώς φλυαρία.
Συνεχίσαμε με σπαγκέτι με αυγό αχινών (16 ευρώ) και τορτέλι με σάλτσα κολοκύθας, καραβίδες και τρούφα (16 ευρώ). Το σπαγκέτι ήταν νόστιμο και al dente όσο έπρεπε, αλλά, seriously, είναι απλώς ζυμαρικά με αχινό, πόσο στραβά μπορεί να πάει; Τα τορτέλι, όμως, ήταν μεγάλη απογοήτευση. Καταρχάς, δεν μπορεί να αποκαλείς ένα πιάτο "ζυμαρικά με καραβίδα και τρούφα" τη στιγμή που η καραβίδα είναι τρία (μετρημένα) κομματάκια σε μέγεθος φασολιού, τουτέστιν 20 γραμμάρια και να το χρεώνεις και 16 ευρώ (τη σήμερον ήμεραν κιόλας!). Αλλά ακόμα κι αυτό αν παρέβλεπα, η σάλτσα κολοκύθας-που ήταν μεν νόστιμη- ήταν τόσο λιγωτική και πηχτή (κρέμα γάλακτος, γαρ) που και πάλι επικάλυπτε κάθε άλλη γεύση του πιάτου: τη γέμιση των τορτέλι (που ήταν κάτι πράσινο, αλλά αδυνατούσα να καταλάβω τι), τη (λιγοστή) καραβίδα και φυσικά την τρούφα.
Το πιο ευχάριστο πράγμα που γευτήκαμε, τελικά, στο Da Ciro, ήταν το σφηνάκι που μας έφεραν με το λογαριασμό. Σορμπέ λεμονιού με λίγη βότκα: ανάλαφρο και γλυκό, και πρωτότυπη επιλογή (έχω σκυλοβαρεθεί πια τη χιλιοπαιγμένη τριπλέτα λικέρ μαστίχας/limoncello/Μοσχάτο).
Για να συνοψίσω, αν το γεύμα στοίχιζε γύρω στα 25, άντε 30 ευρώ, ίσως και να έδινα άλλη μια ευκαιρία στο Da Ciro. Αλλά τα 35 που πληρώσαμε εμείς (και που άνετα γίνονται και 45, διότι σας πληροφορώ ότι επιλέξαμε τα πιο φθηνά κυρίως πιάτα), δε νομίζω ότι έχουν ακριβώς αντιστοιχία με το ύψος της κουζίνας του, την οποία περίμενα πολύ πιο φινετσάτη. Με λίγα λόγια, όμορφος χώρος, συμπαθητικό σέρβις, ωραία ατμόσφαιρα, αλλά η μαγειρική του έχει δρόμο να διανύσει ακόμα για να αξιώνει αυτές τις τιμές. Διότι αντιλαμβάνομαι ότι οι πρώτες ύλες στα περισσότερα πιάτα του είναι αρκετά ακριβές (αχινός, τρούφα, καραβίδες κλπ), αλλά την τιμή του πιάτου δεν την κάνει μόνο το υλικό.

Ετυμηγορία: Δε νομίζω.
Τιμές: 35-45 ευρώ
Καλοκαίρι: Όμορφη, καλόγουστη αυλή
Σέρβις: Ευγενικό
Διεύθυνση: Ευαγγελιστρίας & Κρήνης 16, Νέα Ερυθραία
Τηλ: 210 80 000 87

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Νέα Βρετανική Κουζίνα

Ενώ βρίσκομαι στο αεροπλάνο για Λονδίνο και αναρωτιέμαι πως θα περάσουν οι επόμενες τρεισίμησι ώρες ώσπου να φτάσω στον πολυπόθητο προορισμό και να ξεκινήσουν επιτέλους οι πολυαναμενόμενες καλοκαιρινές μου διακοπές, πέφτει στο μάτι μου στη θήκη του μπροστινού καθίσματος από την οποία εξέχει το περιοδικό της Easyjet. "Ας το ξεφυλίσσω", σκέφτηκα και αμέσως πέφτω πάνω σε ένα άρθρο για τη βρετανική κουζίνα. Εντάξει, εντάξει, ξέρω τι σκέφτεστε, "Αν ήξεραν κι οι Βρετανοί να τρώνε..." και άλλα τέτοια κλισέ, όπως το περιβόητο t-shirt που κυκλοφορεί κρεμασμένο σε όλα τα μαγαζάκια της Πλάκας και του Μοναστηρακίου:

Paradise is where the cooks are French, the cops are British, mechanics are German, the Greeks are lovers and everything is organised by the Swiss.

Hell is where the French are mechanics, the British are cooks, the cops are German, lovers are Swiss and everything is organised by the Greeks.

Αλλά εγώ, στο πρώτο μου ταξίδι στη Γηραιά Αλβιόνα (να μη χρησιμοποιήσω κι εγώ ένα κλισέ;) αποφάσισα να δοκιμάσω γεύσεις δίχως προκαταλήψεις. Ήμουν αποφασισμένη να τα φάω όλα: και fish and chips, και yorkshire pudding, και shepherd's pie, και trifle και μάλιστα, επειδή το ταξίδι μου θα συνεχιζόταν και προς Σκοτία μεριά, είχα σκοπό να δοκιμάσω και το περιβόητο haggis.

Το άρθρο μιλούσε για τις ριζικές αλλαγές που έχει διαδραματιστεί στη βρετανική κουζίνα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλαγές οι οποίες βοήθησαν το Λονδίνο -κατά τη γνώμη του αρθρογράφου, Ian Irvine- να γίνει μια από τις σπουδαιότερες "restaurant cities" του κόσμου. Ο Irvine μιλάει για την απλότητα που προπαγανδίζει η Νέα Βρετανική Κουζίνα, κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η χρήση φρέσκων, καλής ποιότητας, αγνών και πάνω από όλα ντόπιων υλικών, αλλά και την αποφαση πολυάριθμων Βρετανών σεφ να ασχοληθούν με κλασικά βρετανικά πιάτα και να προσπαθήσουν να τα ανανεώσουν ή ακόμα και να τα αναδημιουργήσουν. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, το άρθρο αναφέρει δύο σεφ που έκαναν ακριβώς αυτό: τον Mark Hix και τον Fergus Henderson, αμφότεροι ιδιοκτήτες εστιατορίων και συγγραφείς βιβλίων μαγειρικής που δίνουν έμφαση στη βρετανική κουζίνα. Στον Hix ανήκουν τα εστιατόρια Oyster & Chop House στο Σμίθφιλντ και το Hix στο Σόχο (βλ. φωτό αριστερά), ενώ ο Henderson έχει το St John στο Σμίθφιλντ και το Saint John Bread and Wine στο Σπιτάλφιλντς.

Στο σημείο αυτό, βέβαια, εγώ έτριψα μία δύο φορές τα μάτια μου εξαιτίας της σύμπτωσης που δεν μπορούσα με τίποτα να πιστέψω: ένα από τα εστιατόρια του Λονδίνου στα οποία έκανα κράτηση πριν φύγουμε για τις διακοπές μας ήταν το St John, το οποίο μου είχε εξάψει την περιέργεια πριν λίγους μήνες όταν διαπίστωσα ότι ήταν εντός των 50 καλύτερων εστιατορίων του κόσμου σύμφωνα με το περιοδικό Restaurant (διαβάστε το σχετικό άρθρο). Μάλιστα, είναι ένα από τα τρία μονάχα εστιατόρια της λίστας που βρίσκεται στην Αγγλία. To ένα είναι το περίφημο Fat Duck, το οποίο φέτος ήταν στην τρίτη θέση -αλλά μάλλον δεν είναι για τον οβολό μου- και το St John βρισκόταν στη 43η θέση, έχοντας όμως πέσει 29 θέσεις σε σχέση με την περσινή λίστα.

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν, "Τέλεια, ευκαιρία να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι (ή μάλλον στομάσι) αν τα λέει καλά ο αρθρογράφος".

Ο Henderson, λοιπόν, είναι της αντίληψης ότι από τα ζώα δεν πρέπει να πηγαίνει τίποτα χαμένο (κάτι που o ίδιος αποκαλεί "nose to tail eating", για του λόγου του αληθές, καμαρώστε τον στην φωτό επάνω-επάνω παρέα με τις γουρουνοκεφαλές) και δε διστάζει να σερβίρει καρδιά πάπιας, χοιρινά ποδαράκια, πατσά, μυαλά, πουτίγκα με αίμα, έως και βραστό σκίουρο. Μάλιστα, ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά (και θα συμφωνήσω), ότι αφού το σκοτώνεις που το σκοτώνεις το ζωντανό, τουλάχιστον κάν' του την τιμή να το φας ολόκληρο. Ο Hix (στη φωτό, δεξιά, κρατάει μαχαίρι), από την άλλη (του οποίου το εστιατόριο δεν είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω -θα πρέπει να περιμένει ως το επόμενό μου ταξίδι), μιλάει για την αλλαγή στη λογική με την οποία οι Άγγλοι δειπνούν πλέον έξω. Το δείπνο σε εστιατόριο ήταν κάποτε συνώνυμο με την υψηλή γαλλική κουζίνα, και οι άνθρωποι έβγαιναν για φαγητό μία φορά το χρόνο σε κάποια ιδιαίτερη περίσταση. Τώρα, όμως, λέει, υπάρχουν πολύ περισσότερες επιλογές και οι άνθρωποι δειπνούν πλέον αρκετά συχνά έξω. Ισχυρίζεται, δε, ότι στο δικό του εστιατόριο έχει τακτικούς πελάτες που έρχονται δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα.

Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι η ιστορία με την κακή (ή έστω κάπως αδιάφορη γευστικά) βρετανική κουζίνα ξεκίνησε ουσιαστικά με τις περικοπές και τις οικονομικές δυσχέρειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δυστυχώς η λογική της "γαστρονομικής αυστηρότητας", όπως την αποκαλεί παρέμεινε ριζωμένη στη συνείδηση του κόσμου για αρκετές δεκαετίες ακόμα. Ισχυρίζεται δε, ότι πριν τον πόλεμο η βρετανική κουζίνα ήταν συναρπαστική και εξηγεί ότι το εστιατόριο που έκανε τη μεγάλη αλλαγή κι έφερε τη βρετανική γαστρονομία στις παλιές της δόξες είναι το Ivy, το 1990, που έδειξε ότι οι τοπικές σπεσιαλιτέ μπορούσαν να σταθούν επάξια δίπλα στις δημιουργίες, ας πούμε, της γαλλικής υψηλής κουζίνας. Παρεμπιμπτόντως (εντελώς τυχαία), ο Hix ήταν ο executive chef του Ivy και το μενού του περιλάμβανε χαρακτηριστικά αγγλικά πιάτα, όπως συκώτι και μπέικον, αυγά γλάρου με celery salt, potted shrimps (παραδοσιακό πιάτο του Λάνκαστερ και αδυναμία του 'Ιαν Φλέμινγκ και συνεκδοχικά και του James Bond), bubble and squeak (άλλο παραδοσιακό πιάτο που φτιάχνεται τηγανίζοντας ό,τι λαχανικά έχουν απομείνει από το δείπνο με το ψητό κρέας), shepherd's pie, fish and chips και μηλόπιτα τύπου crumble.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, πρεσβεύει ο συγγραφεύς, έχει περισσότερες ντόπιες ράτσες ζώων, ποικιλίες λαχανικών και φρούτων και παραδοσιακά προϊόντα ΠΟΠ από οποιαδήποτε άλλη χώρα (καλά κόψε κάτι) και κατονομάζει χαρακτηριστικά (μεταξύ πολλών άλλων) το περίφημο μοσχάρι Angus Aberdeen, τον σκοτσέζικο άγριο σολομό, την πέρδικα των Highlands, τα καβούρια του Κρόμερ, το stilton του Long Clawson και την clotted cream της Κορνουάλης.

Αυτή την τρομερή αφθονία είναι που έχουν ανακαλύψει οι Βρετανοί σεφ εκ νέου, σύμφωνα με τον Hix, αφού όπως λέει, βρετανική κουζίνα δεν είναι μόνο η πίτα του βοσκού ή το Lancashire hotpot (αρνί που σιγοψήνεται σε πήλινο σκεύος καλυμμένο με πατάτες), αλλά το μαγείρεμα με βρετανικά υλικά. Στο σημείο αυτό ο κύριος Hix με βρήκε απολύτως σύμφωνη, και με έβαλε στη διαδικασία να σκεφτώ (ξανά) πόσο ωραία ιδέα θα ήταν ένα ελληνικό εστιατόριο με ελληνική -είτε παραδοσιακή είτε δημιουργική κουζίνα- όπου δε θα ήταν μονάχα ελληνικές οι συνταγές, αλλά όλα τα πιάτα θα μαγειρεύονταν αποκλειστικά με ελληνικά υλικά, η προέλευση των οποίων θα αναγραφόταν και στο μενού. Διότι δε μου αρέσει καθόλου που πηγαίνω στο σουπερμάρκετ και πλέον σχεδόν κανένα ζαρζαβατικό δεν είναι ελληνικό. Δε γουστάρω να αγοράζω λεμόνια Μαρόκου και πατάτες Αιγύπτου, πώς το λένε; Και επίσης, μόνο στην ιδέα ότι τα γεμιστά που έφαγα τις προάλλες σε ταβέρνα ήταν με πιπεριές Ολλανδίας, ε, αυτομάτως ξενερώνω. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Call it wishful thinking.

Το άρθρο, λοιπόν, ήταν αρκετά πειστικό, αν και διατηρούσα τις αμφιβολίες μου γιατί ο κύριος Irvine λίγο-πολύ προσπαθούσε να μας πείσει ότι η βρετανική κουζίνα είναι ανώτερη ακόμα και της γαλλικής, αλλά σε κάθε περίπτωση εγώ ανυπομονούσα τρομερά να δοκιμάσω επιτέλους το St John. Και εδώ ερχόμαστε στο Σκέλος Βου του άρθρου μου: τι φάγαμε (Στη φωτό βλέπετε το St John και τον σερβιτόρο να κουβαλάει ένα ψητό γουρουνόπουλο. Ολόκληρο.)

Καταρχάς φάγαμε αρκετά "άκυρα" από τη σερβιτόρα, διότι στις εννιάμιση το βράδυ που είχαμε κάνει κράτηση (θεωρώντας ότι πάμε και νωρίς, φυσικά), τα μισά πιάτα του καταλόγου είχαν τελειώσει και το εστιατόριο είχε σχεδόν αδειάσει (Αγγλία, τι περιμένεις). Έτσι δε βρήκαμε ούτε braised hare with carrots (λαγό με καρότα) ούτε mussels and white cabbage (μύδια με λάχανο) που φαίνονταν τόσο λαχταριστά στο μενού.

Τελικά, ξεκινήσαμε με smoked sprats, potato & watercress (8 ευρώ), τουτέστιν καπνιστές σαρδελόρεγγες (μη γελάτε, έτσι τις λέει το λεξικό) που σερβίρονταν με βραστές baby potatoes και νεροκάρδαμο, που δεν μπορώ να πω ότι με συγκλόνισαν. Τα ίδια τα ψάρια ήταν αρκετά άγευστα και το πιάτο δεν "γλιστρούσε", αφού το μοναδικό του ντρέσιγκ ήταν ελάχιστο λάδι και λεμόνι. Το νεροκάρδαμο με κέρδισε ως πρασινάδα, διότι ήταν εξαιρετικά τρυφερό. Mε χαροποίησε που το ξανασυνάντησα και στη σαλάτα με πρασινάδες που παρήγγειλα ως side dish για το κυρίως μου.

Συνεχίσαμε με lentils and goat's curd (16,5 ευρώ), δηλαδή φακές και κατσικίσιο -το λεξικό το λέει τυρόπηγμα, οπότε παίρνετε μια ιδέα. Πολύ νόστιμο πιάτο, αλλά ούτε είχαν κάποια ιδιαιτερότητα τα υλικά του ούτε διέγνωσα σε αυτό κάποια ειδική "βρετανικότητα", ας το πούμε έτσι.

Το κυρίως πιάτο ήταν ox heart and chicory (19 ευρώ), δηλαδή βοδινή καρδιά με σικορέ, την οποία περίμενα πως και τι, καθώς έχω κι εγώ αδυναμία στα διάφορα σωθικά -λολ- σαν τον κύριο Henderson. Με απογοήτευσε, όμως, διότι το κρέας αυτό καθαυτό ήταν εντελώς νερουλό και αφού το πιάτο δεν περιλάμβανε παρά μόνο το κρέας, μαγειρεμένο στο ζουμί του και ένα βραστό σικορέ ακουμπισμένο δίπλα (ας όψεται η απλότητα), θαρρώ πως τουλάχιστον το βασικό του συστατικό θα έπρεπε να είναι άψογο γευστικά. Αλλά δεν.

Τέλος, για επιδόρπιο ζητήσαμε bread pudding & butterscotch sauce, αλλά φάγαμε ακόμη ένα άκυρο από τη σερβιτόρα, η οποία μάλλον μας γκαντέμισασε κιόλας, γιατί τελικά εγώ σε οκόκληρο το ταξίδι μια proper πουτίγκα δεν κατάφερα να σταυρώσω πουθενά. Τελικά, λοιπόν, πήραμε blueberry, meringue and cream (8,5 ευρώ) -μαρέγκα με βατόμουρα και κρέμα-, που ήταν πεντανόστιμη, αλλά ουσιαστικά δεν ήταν παρά η επονομαζόμενη "Πάβλοβα", γλυκό του οποίου η σκούφια βαστάει από την Αυστραλία. Συνεπώς, πάλι δεν μπορώ να καταλάβω τι δουλειά είχε στο μενού αυτού του καθαρά -υποτίθεται- βρετανικού εστιατορίου, όπως επίσης και το σορμπέ βερίκοκου με βότκα ή η μους σοκολάτας με (ιταλικά) biscotti ή τα (γαλλικά) μπισκότα μαντλέν.

Συνοψίζοντας, το εστιατόριο το βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον για το concept του και το περιβάλλον, παρά για τις γαστρονομικές του δημιουργίες. Συνολικά, βρήκα το φαγητό του νόστιμο και ανάλαφρο, αλλά ο λόγος που απογοητεύτηκα ήταν διότι είχα πολύ υψηλές προσδοκίες. Με αδικείτε, όμως, μετά από όσα διάβασα; Θα το ξαναδοκίμαζα, ενδεχομένως, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνεται στα 50 καλύτερα εστιατόρια του κόσμου. Δε θα μπω στη διαδικασία να γκρινιάζω πως η χώρα μας έχει πολύ καλύτερα εστιατόρια και πολύ πιο νόστιμες πρώτες ύλες και άλλες τέτοιες "Ελληναριές", αλλά πειράζει που όση ώρα έτρωγα αυτό σκεφτόμουν; (Το σημαντικό είναι πως δεν γκρίνιαξα, λολ).