Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

H μυρωδιά της σοκολάτας επιδρά στο στρες

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίντλσεξ, η μυρωδιά της σοκολάτας βελτιώνει τη διάθεση. Όχι ότι δεν το ξέραμε. Αλλά τώρα επιβεβαιώθηκε και επιστημονικά. Ο Neil Martin, ο εν λόγω ερευνητής, έχει στο εργαστήριό του μια συσκευή που λέγεται AromaCube, η οποία θερμαίνει τις ουσίες που βρίσκονται εντός της μέσα σε μικρά γυάλινα μπουκαλάκια και στη συνέχεια διηθεί τις οσμές τους μέσα στην αίθουσα. Ο Martin, στο πείραμά του, γέμισε το δωμάτιο με τρεις οσμές: μια δυσάρεστη μυρωδιά λαδιού μηχανής, μυρωδιά σοκολάτας και άρωμα λεμονιού, και στη συνέχεια παρακολούθησε τις αντιδράσεις των ανθρώπων που συμμετείχαν στο πείραμα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στόχος ήταν να συγκριθούν οι επιδράσεις ευχάριστων και δυσάρεστων οσμών στη διάθεση. Το πείραμα δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά προς το παρόν έχει δείξει ότι η οσμή της σοκολάτας όντως επιδρά στο άγχος και κάνει τους ανθρώπους πιο χαλαρούς. Σε προηγούμενη έρευνά του, ο Martin βρήκε με τη βοήθεια ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, μιας μεθόδου που κατέγραφε τα εγκεφαλικά κύματα των συμμετεχόντων ενώ αυτοί οσμίζονταν τον αέρα, ότι όταν αυτοί οσμίζονταν τη σοκολάτα, παρουσιαζόταν μείωση σε μια εγκεφαλική δραστηριότητα που ονομάζεται theta, η οποία πιστεύεται ότι σχετίζεται με την προσοχή και την επαγρύπνηση.
Ωραία. Πολύ μου αρέσουν κάτι τέτοιες έρευνες. Τώρα έχουμε άλλη μια δικαιολογία. "Για να χαλαρώσω, αγάπη μου, την έφαγα. Να μου φύγει το στρες." (Βέβαια, θα μου πει, "Να τη μυρίσεις είπαμε". Τεσπά. Κάποια πρόφαση θα βρω οσονούπω).

Εστιατόριο Cucina Povera στο Παγκράτι

Θα ξεκινήσω ξεκαθαρίζοντας ότι, έπειτα από ένα χρόνο λειτουργίας, τo Cucina Povera είναι για μένα πια σταθερή αξία και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Όχι απλώς δε με έχει απογοητεύσει καμία από τις φορές που πήγα, αλλά κάθε φορά μένω όλο και πιο ικανοποιημένη. Επίσης, το γεγονός ότι τα πιάτα εναλάσσονται καθημερινά, κρατά ζωντανό και το στοιχείο της έκπληξης ακόμα και για τους τακτικούς του πελάτες. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το Cucina Povera είναι ένα μικρό εστιατόριο στο Παγκράτι, και το concept του σεφ και ιδιοκτήτη Μάνου Ζουρνατζή είναι να διαμορφώνει καθημερινά το μενού με βάση ό,τι φρέσκο κρέας, ψάρι και λαχανικό βρει στην αγορά. Υπάρχουν βέβαια κάποια πιάτα που επαναλαμβάνονται στην κάρτα, αλλά τα περισσότερα είναι κάθε φορά καινούργια.
Στην τελευταία μας, λοιπόν, επίσκεψη, ξεκινήσαμε με τους ρεβυθοκεφτέδες με πολίτικη σαλάτα και άσπρο ταραμά (9 ευρώ), οι οποίοι ήταν πικάντικοι, με ωραία κρούστα έξω και απαλοί μέσα, ήταν όντως ρεβυθοκεφτέδες και όχι φαλαφελοκεφτέδες που σερβίρουν σε πολλά εστιατόρια (κοντεύουμε να ξεχάσουμε την ελληνική συνταγή), με χλωρό κρεμμυδάκι και λίγο σουσάμι. Μόνη μου ένσταση είναι ότι θα ήθελα την πολίτικη σαλάτα λίιιιγο πιο ξυδάτη, πιο τουρσίδικη. Το κυρίως που παρήγγειλα ήταν απλώς καταπληκτικό: μοσχοχτάποδο μαγειρεμένο με μαυροδάφνη και λαχανικά με φρέσκα στριφτά μακαρονάκια (12,5 ευρώ). Άφθονο χταπόδι και όχι απλώς ένα βουνό από μακαρόνια, έντονη η γεύση του αλκοόλ, όπως ακριβώς μ' αρέσει στα πιάτα που μαγειρεύονται με κρασί -αλλιώς what's the point?- και φρέσκα casarecce, το αγαπημένο μου ζυμαρικό. Ο Σ. παρήγγειλε τον χοιρινό λαιμό στην κατσαρόλα με μαύρη μπύρα και αγριοκύμινο με τάρτα από πατάτα και μπέικον (13,5), ένα νόστιμο, κεντροευρωπαϊκής έμπνευσης πιάτο με τις πατάτες κομμένες σε λεπτές φέτες και στημένες σε ένα τριγωνικό πυργάκι και το μπέικον να τις επικαλύπτει (αν και το μπέικον δεν το βρήκα απαραίτητο σε αυτό το πιάτο). Ένα πράγμα που με χαροποίησε ιδιαίτερα και, εφόσον το συνάντησα και στα τρία πιάτα, είναι ότι ο σεφ πρέπει να αγαπάει πολύ το πιπέρι.
Στο σημείο αυτό πρέπει, φυσικά, να πούμε και για το κρασί με το οποίο συνοδεύαμε το φαγητό μας, διότι ο οίνος είναι το δεύτερο -όχι με σειρά προτεραιότητας- σκέλος του concept στο Cucina Povera. Ο συνιδιοκτήτης και sommelier Γιάννης Καϋμενάκης έχει επιμεληθεί μια λίστα από 250 ετικέτες από όλο τον κόσμο. Το ευχάριστο είναι πως, αν και οι φιάλες είναι πολύ καλά τιμολογημένες και υπάρχουν πολλές προσιτές επιλογές, στο κρασί σε ποτήρι δίνονται πέντε επιλογές σε λευκό και πέντε σε κόκκινο κρασί (εκεί όπου στα περισσότερα εστιατόρια ζητάς απλώς λευκό ή κόκκινο και αν ρωτήσεις τι είναι σε αγριοκοιτάνε κιόλας), όλες με 5 ευρώ. Εμείς διαλέξαμε to Bordeaux Chateau Moulin de la Souloire του 2005, που έδεσε πολύ ωραία και με τα δύο μας πιάτα.
Το κρασί είναι το επίκεντρο και στη διακόσμηση του Cucina Povera. Η κάβα είναι ορατή και καλύπτει τον ένα τοίχο του χώρου, με τις φιάλες να αναπαύονται τοποθετημένες πίσω από ένα τζάμι, ενώ σε ένα άλλο σημείο είναι κρεμασμένες οι ξύλινες επιγραφές με πυρογραφία από τα ξυλοκιβώτια των κρασιών. Αν παραγγείλετε φιάλη, θα σας την τοποθετήσουν σε ένα σκαμνάκι δίπλα στο τραπέζι σας, μέσα σε ένα τέτοιο κιβώτιο γεμισμένο με πάγο. Μια off white ξύλινη σκάλα, από την οποία κρέμονται μπουκετάκια αποξηραμένων μυρωδικών σε ανεβάζει στο μικρό πατάρι, όπου υπάρχει κι ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι, ενώ ένας άλλος τοίχος του καταστήματος έχει ράφια ως το ταβάνι με ρετρό κατσαρολικά, βάζα με ζυμαρικά και τενεκέδες ελαιόλαδου -με λίγα λόγια, όλα τα αξεσουάρ μιας πραγματικής cucina povera. Τέλος, τη σπιτίσια αίσθηση μεσογειακής γειτονιάς συμπληρώνει το λουλούδι σε γλαστράκι-κονσέρβα τοματοπελτέ που είναι τοποθετημένο σε κάθε τραπέζι.
Το επιδόρπιο σας το φυλάω για το τέλος, γιατί πραγματικά με ενθουσίασε: τάρτα με αχλάδια και καραμέλα βουτύρου με παγωτό βανίλια (7 ευρώ). Είναι που έχω κι αδυναμία στις τάρτες, αλλά αυτά τα αχλάδια κομπόστα που μούσκευαν τη φωλιά από φύλλο σφολιάτας μέσα στην οποία... αναπαύονταν, περιχυμένα με σιρόπι καραμέλας και με το παγωτό ως το ιδανικό συμπλήρωμα, απλώς δεν περιγράφονται καλύτερα. Ελπίζω να το ξαναπετύχω το επιδόρπιο αυτό, που για μένα έθεσε τον πήχυ πολύ ψηλά πια και δεν ξέρω πού θα βρω άλλο γλυκό να με ξαναπωρώσει έτσι.

Ετυμηγορία: Helloooo, θα πηγαίνω μέχρι να με σιχαθούνε. Αυτοί, να βλέπουν τη φάτσα μου εννοώ. Εγώ δεν πρόκειται να το βαρεθώ, θαρρώ.
Κουζίνα: μεσογειακή
Τιμές: 23-28 ευρώ, με κρασί σε ποτήρι. Να σημειωθεί ότι το Cucina Povera, για μένα, έχει πετύχει την ιδανική σχέση ποιότητας-τιμής.
Σέρβις: Εδώ μας τα χαλάει λίγο. Όχι ότι δεν είναι ευγενικοί και χαμογελαστοί οι άνθρωποι, απλώς βρίσκω το σέρβις λίιιγο ερασιτεχνικό για το επίπεδο του συγκεκριμένου καταστήματος.
Μουσική: κλασική τζαζ, Pink Martini, Edith Piaf
Διεύθυνση: Ευφορίωνος 13 & Ερατοσθένους, Παγκράτι.
Τηλ: 210 75 66 008

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Εθιστικό το Junk Food (όχι ότι δεν το υποψιαζόμασταν)

Νέα μελέτη του Ινστιτούτου Scripps της Φλόριντα, η οποία δημοσιεύτηκε χθες στο υψηλού κύρους επιστημονικό περιοδικό Nature Neuroscience, έδειξε ότι η κατανάλωση τροφίμων υψηλής θερμιδικής αξίας έχει αρνητική επίδραση στη χημική ισορροπία του εγκεφάλου, καθώς διαταράσσει τους επονομαζόμενους "μηχανισμούς ανταμοιβής", με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο τον επηρεάζει και η χρήση ναρκωτικών όπως η κοκαΐνη. Οι παχύσαρκοι συχνά παραπονούνται ότι θέλουν να σταματήσουν να τρώνε, αλλά νιώθουν ότι τους είναι αδύνατο: η έρευνα αυτή ίσως αποδεικνύει επιστημονικά την αιτία.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν ένα πείραμα σε δύο ομάδες ποντικιών. Η πρώτη ομάδα τρεφόταν με παχυντικά τρόφιμα (μπέικον, σοκολάτα κ.α.), ενώ η δεύτερη έκανε ισορροπημένη, υγιεινή διατροφή. Τα ποντίκια της πρώτης ομάδας γρήγορα πήραν βάρος, και συνέχιζαν να καταναλώνουν ψυχαναγκαστικά φαγητό, ακόμα και όταν τους πραγματοποιούσαν ηλεκτροσόκ προκειμένου να σταματήσουν. Αντιθέτως, τα ποντίκια της δεύτερης ομάδας έμαθαν πότε έπρεπε να σταματήσουν να τρώνε, προκειμένου να αποφύγουν το ηλεκτροσόκ. Ακόμα πιο συγκλονιστικό ακούγεται το γεγονός πως, όταν σταμάτησαν να ταΐζουν με παχυντικά τρόφιμα την πρώτη ομάδα ποντικιών και τα αντικατέστησαν με υγιεινά, τα ποντίκια αρνήθηκαν να φάνε για αρκετές μέρες! Κανονική απεργία πείνας δηλαδή - ή junk ή τίποτα!
Ο Πολ Κένι, βασικός συγγραφέας της συγκεκριμένης μελέτης, εξηγεί πως όταν εξέτασε τους εγκεφάλους των ποντικιών, διαπίστωσε μείωση του αριθμού των υποδοχέων ντοπαμίνης D2, την οποία προηγούμενες μελέτες έχουν ενοχοποιήσει σχετικά με τον εθισμό σε κοκαΐνη και ηρωίνη. Οι ερευνητές πιστεύουν πως, όταν κανείς γίνεται υπέρβαρος σταδιακά, ο αριθμός των υποδοχέων D2 μειώνεται, πράγμα που παίζει σημαντικό ρόλο στο να αρχίσει κανείς να τρώει ψυχαναγκαστικά.
Εν ολίγοις, τα ευρήματα των ερευνητών επιβεβαιώνουν τις εθιστικές ιδιότητες του junk food και αποδεικνύουν ότι παχυσαρκία και εθισμός στα ναρκωτικά έχουν τελικά τη ρίζα τους στους ίδιους νευρολογικούς μηχανισμούς.
Συμπέρασμα: Μάλλον θα κάνω καιρό να ξαναγγίξω cheeseburger.

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Εστιατόριο Saipan sτο Χαλάνδρι

Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς μπαίνοντας στο Saipan, ένα πολυασιατικό εστιατόριο που επικεντρώνεται κυρίως στην κινεζική και ιαπωνική κουζίνα, είναι πόσο προσεγμένος είναι ο χώρος του, ένα καθαρά ασιατικό, πολυτελές περιβάλλον.
Το ρεστοράν πήρε το όνομά του από το νησί Saipan της Μικρονησίας, από όπου προέρχονται και πολλές από τις συνταγές. Στη διακόσμηση επικρατεί το βαθύ κόκκινο χρώμα (στους τοίχους, τη μοκέτα και τα φωτιστικά), ενώ το ενυδρείο με τα εξωτικά ψάρια (must κάθε ασιατικού ρεστοράν που σέβεται τον εαυτό του) σε ηρεμεί και σε χαλαρώνει. Τα κεντρικά τραπέζια του εστιατορίου είναι ροτόντες, πάνω στις οποίες είναι προσαρμοσμένο το περίφημο Lazy Susan (επιτέλους έμαθα πώς λέγεται αυτό!), ο περιστρεφόμενος δίσκος που βοηθά στο σερβίρισμα του φαγητού, ένα εξάρτημα που βρίσκω τρομερά διασκεδαστικό -και ενώ το φέρναμε σβούρες χαχανίζοντας με την παρέα μου, μού έφερε στο μυαλό τον παππού μου να μου κουνάει αυστηρά το δάχτυλο λέγοντας: "Μην παίζεις με το φαγητό σου!".
Η ασιατική ευγένεια είναι, ως γνωστόν, χαρακτηριστική, πράγμα που θα διαπιστώσετε και με το σέρβις του Saipan. Αφού παραγγείλετε, θα σας φέρουν καυτά πετσετάκια αρωματισμένα με λεμόνι για να σκουπίσετε τα χέρια σας και οι σερβιτόρες θα σας απλώσουν την υφασμάτινη πετσέτα στην ποδιά σας.
Ο κατάλογος έχει μεγάλη ποικιλία από ορεκτικά, σαλάτες, σούπες και πιάτα με ψάρι, θαλασσινά και κρεατικά. Θα βρείτε πολλά κλασικά πιάτα, όπως γλυκόξινο χοιρινό ή πάπια Πεκίνου, αλλά και πολλές πιο πρωτότυπες γεύσεις, όπως οι Pataya Shrimps, σωτέ γαρίδες με φρέσκο ανανά, λίτσι και λέμονγκρας (23 ευρώ) που παρήγγειλα εγώ. Αρμυρούτσικη τιμή σε ένα γλυκό πιάτο, που όμως θεωρώ ότι άξιζε μέχρι και το τελευταίο σεντ. Παρεμπιπτόντως, έχω πάθει ψύχωση με το λίτσι (γράφεται lychee ή laichi ή lichu ή litchi, τρέχα γύρευε δηλαδή), ένα είδος τροπικού μούρου, από τότε που το ανακάλυψα, αλλά ακόμα δεν έχω βρει πού μπορώ να το προμηθευτώ στην Αθήνα. Κυρίως με τρελαίνει η υφή του, αυτό το "πλοπ" που κάνει όταν το διαλύεις μέσα στο στόμα σου μου προκαλεί αγαλλίαση (μη γελάτε).
Στο θέμα μας: συν τοις άλλοις, η εμφάνιση των πιάτων είναι καταπληκτική -το δικό μου, ας πούμε, σερβιριζόταν με ένα κουκλίστικο λουλούδι σκαλισμένο σε ραπανάκι (θαρρώ). Βέβαια, ο φίλος μου ο Δ. αναρωτήθηκε -και όχι άδικα- αν το λουλούδι το πετάνε ή το επαναχρησιμοποιούν, εφόσον, προφανώς, δεν το τρώει κανείς, πράγμα που θέλω να ελπίζω ότι δεν ισχύει... Από το μενού δοκίμασα και τα steamed meat dumplings (8.50 ευρώ) και το caramel chicken - κοτόπουλο πανέ με γλυκιά σάλτσα και μπρόκολο (18 ευρώ), μια επίσης κλασική συνταγή, όπου, όμως, η προσθήκη του μπρόκολου ήταν ενδιαφέρουσα καθώς έσπαγε τη λιγωμάρα από τη γλυκιά σος. Τέλος, το κατάστημα σερβίρει πραγματικά καλό σούσι. Δοκίμασα τα california rolls (8.50 ευρώ), που ήταν ολόφρεσκα και λεπτοφτιαγμένα (κάποιοι θα πουν ότι το california είναι δυτικότροπο σούσι για φλώρους, αλλά εμένα μ' αρέσουν).
Ο κατάλογος με τα επιδόρπια περιλαμβάνει τα κλασικά τηγανητά φρούτα με παγωτό, αλλά και μερικά δυτικά γλυκίσματα τύπου σουφλέ σοκολάτας και τάρτα λεμονιού. Δε δοκιμάσαμε κάτι, όμως, διότι τα πιάτα που παραγγείλαμε ήταν όλα γλυκά, οπότε δεν αισθανθήκαμε αυτή τη λαχτάρα για γλυκό που σε πιάνει συνήθως μετά από ένα ξεγυρισμένο δείπνο.
Στο τέλος, το κατάστημα φέρνει κι έναν δίσκο με λικέρ, από όπου μπορείς να διαλέξεις όποιο θέλεις για να κλείσεις το γεύμα σου: αμαρέτο, λιμοντσέλο, κουαντρό και άλλα - εμείς ήπιαμε λικέρ μαστίχας.

Ετυμηγορία: σίγουρα θα ξαναπάω.
Κουζίνα: ασιατική, κυρίως Κίνα, Ταϊλάνδη, Ιαπωνία, αλλά και ολίγη Ινδία.
Τιμές: 25-40 ευρώ
Διεύθυνση: Κ. Βάρναλη 9, Χαλάνδρι
Τηλ: 210 68 50 644

P.S. Έτσι, ενημερωτικά: ο όρος Lazy Susan, "τεμπέλα Σούζαν" δηλαδή, προέκυψε από το γεγονός ότι τον 18ο αιώνα, το όνομα Σούζαν ήταν τόσο κοινό στις υπηρέτριες, που το "Σούζαν" κατέληξε να είναι σχεδόν συνώνυμο της υπηρέτριας. Φυσικά, ο όρος "τεμπέλα Σούζαν" δεν ήταν παρά μία σαρκαστική αναφορά στην υποτιθέμενη τεμπελιά του υπηρετικού προσωπικού. Ως αναφορά στο εξάρτημα σερβιρίσματος, ο όρος "Τεμπέλα Σούζαν" πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1917, σε μια διαφήμιση για έναν τέτοιο περιστρεφόμενο δίσκο, σε ένα τεύχος του περιοδικού Vanity Fair. Για περισσότερες πληροφορίες για τον όρο, δείτε εδώ.

Αληθινό ψωμί

Διαβάζοντας ένα άρθρο της Daily Mail σχετικά με το προψημένο ψωμί με βελτιωτικά γεύσης που πωλείται στα περισσότερα σουπερμάρκετ της Βρετανίας (και όχι μόνο, φυσικά), έπεσα πάνω σε κάτι που βρήκα πολύ ενδιαφέρον.
Στη Βρετανία υπάρχει, λοιπόν, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, η Real Braid Campaign, στόχος της οποίας είναι να προωθεί την κατανάλωση φρέσκου, αληθινού, όπως το αποκαλεί, ψωμιού δίχως πρόσθετα, τεχνητά υλικά στη Βρετανία. Η Real Bread Campaign εξηγεί πως τα μόνα απαραίτητα υλικά για να φτιάξει κανείς ψωμί είναι το αλεύρι, το νερό, η μαγιά και το αλάτι. Οποιαδήποτε πρόσθετα υλικά είναι ευπρόσδεκτα, αρκεί βέβαια να είναι φυσικά (ξηροί καρποί, φρούτα, βότανα κλπ), ενώ οποιοδήποτε ψωμί περιέχει τεχνητά συστατικά όπως συντηρητικά ή βελτιωτικά γεύσης (ασκορβικό οξύ, προπιονικό ασβέστιο, εστέρες μονο- και διγλυκεριδίων, δεξτρόζη and the list goes on and on) δεν πληροί, φυσικά, τις προδιαγραφές τους. Απαράβατος κανόνας, επίσης, είναι το ψωμί να έχει ψηθεί κατευθείαν αντί να έχει μπει στην κατάψυξη προκειμένου να ψηθεί αργότερα (πράγμα που, ως γνωστόν καταστρέφει τη γεύση του και το κάνει να μπαγιατεύει και πολύ πιο γρήγορα).

Αυτό που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι οτι η Real Bread έχει στο site της έναν interactive χάρτη της Αγγλίας όπου μπορεί κανείς να εντοπίσει ποια καταστήματα πουλάνε αληθινό ψωμί στην περιοχή όπου κατοικεί.
Θα ήταν πάρα πολύ ωραίο να δημιουργηθεί και στη χώρα μας κάτι αντίστοιχο, αλλά βέβαια η ανάληψη πρωτοβουλιών δεν είναι και το κύριο χαρακτηριστικό μας ως λαός. Ως τότε, ή μάθετε να ζυμώνετε δικό σας ψωμί ή φροντίστε να κοιτάζετε τις ετικέτες όπου αναγράφονται τα συστατικά του ψωμιού που αγοράζετε. Υπάρχουν και λίγα -ελάχιστα, δυστυχώς- που δεν περιέχουν ένα κάρο πρόσθετα. Προτιμήστε τα.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Ο Ομπάμα στον αγώνα εναντίον των θερμίδων

Διαβάζω σήμερα στο Dining & Wine section των New York Times πως, σύμφωνα με την περίφημη νέα νομοθεσία για την υγεία που υπέγραψε ο Ομπάμα χτες, μεταξύ άλλων, από το 2011, κάθε μεγάλη αλυσίδα εστιατορίων και ταχυφαγείων στις ΗΠΑ θα υποχρεούται να συμπεριλαμβάνει στα μενού της πληροφορίες για τις θερμίδες των εδεσμάτων που σερβίρει, καθώς και να παρέχει πληροφορίες για το πόσες θερμίδες ημερησίως θα έπρεπε να καταναλώνει ένας υγιής άνθρωπος.
Καλά, οι Αμερικανοί τώρα, θέλετε να μου πείτε πως παχαίνουν επειδή δεν ξέρουν πόσες ακριβώς θερμίδες έχουν αυτά που τρώνε;
Εγώ πάλι, πειράζει που όταν πάω να χλαπακιάσω/σ
αβουρώσω σαν κτήνος, όπως καλή ώρα χτες στα Ruby Tuesday, δε θέλω να βλέπω ότι τα Ruby Mini Cheeseburgers με πατάτες, φερ' ειπείν, έχουν γύρω στο ένα απιθανικομμύριο θερμίδες; Δε θέλω, ρε αδερφέ! Κάποια πράγματα πρέπει να παραμένουν στη σφαίρα της φαντασίας. Όταν είναι να την κάνεις την αμαρτία, δεν θες να ξέρεις λεπτομέρειες. Έχει σημασία τώρα αν το big mac έχει ας πούμε 656 ή 832 θερμίδες; Άλλωστε, μετά τις 300 το χάος. Οποιοδήποτε φαγώσιμο, μετά τις 300 παύει να είναι δίαιτα και περνά στη σφαίρα της αμαρτίας. Ταυτόχρονα, θέλω να συνεχίσω να εθελοτυφλώ και να πιστεύω πως, ναι, αν κάνω power walking από το τραπέζι ως την τουαλέτα αφού χλαπακώσω τα mini ruby, κάτι θα κάψω, δεν μπορεί, οπότε, ναι, δικαιούμαι και επιδόρπιο. Και δικαιούμαι και να μισώ τον εαυτό μου. Αλλά την επόμενη μέρα πια.

P.S. Αν ενδιαφέρεστε, το πλήρες άρθρο είναι εδώ.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Εστιατόριο Prosopa στο Ρουφ

Είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτομαι τα Prosopa και είμαι σίγουρη ότι θα υπάρξει και τρίτη και τέταρτη και λοιπά. Το μαγαζί τα έχει όλα. Καταπληκτικό χώρο με ωραίο, σύγχρονο ντιζάιν, φοβερή ατμόσφαιρα, μουσική, ωραίο crowd και το κυριότερο, πάρα πολύ καλό φαγητό, το οποίο θα ήμουν διατεθειμένη να πληρώσω και πολύ περισσότερο για να απολαύσω.
Επεκτείνομαι.
Ήδη με το που μπαίνεις στο εστιατόριο σου φτιάχνει η διάθεση, διότι τα Prosopa συνδυάζουν ιδανικά τις λέξεις bar + restaurant, επομένος ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιο δε θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχος. Χαμηλός φωτισμός, το μαγαζί ασφυκτικά γεμάτο, μουσική από d.j. (σε φυσιολογική ευτυχώς ένταση, γιατί μερικά bar restaurants νομίζουν ότι είναι περισσότερο bar και λιγότερο restaurants), η οποία είναι και εντελώς my cup of tea, παρεμπιπτόντως: κλασική jazz (I've Got You Under My Skin), latin jazz, το θέμα του Un Homme et Une Femme (τάπα-τάπα-τα, παράρα τάπα-τάπα-τα), ακόμα και 60s bossa-novίζουσες διασκευές πιο σύγχρονων κομματιών όπως το Part Time Lover.
Ο χώρος είναι απολύτως του γούστου μου. Βιομηχανικό design, που συνδυάζει μέταλλο με ξύλο και τούβλο. Ξύλινη οροφή, με εκτεθειμένους αεραγωγούς και σωληνώσεις στους τοίχους και στο ταβάνι, φωτιστικά ντυμένα με λευκό ύφασμα στη μία αίθουσα και γυμνοί λαμπτήρες πυρακτώσεως στο διάδρομο. Τα πάντα είναι προσεγμένα - ακόμα και για κανάτες του νερού έχουν επιλέξει τη λατρεμένη iconic thermal carafe του Erik Magnussen (βλ. φωτό δεξιά). Tα Prosopa έχουν δύο εισόδους, μία από την Κωνσταντινουπόλεως και μία από Μεγάλου Βασιλείου. 'Ετσι, αποτελούνται από δύο αίθουσες (μία για καπνίζοντες και μία για μη καπνίζοντες), που ενώνονται με έναν μακρύ διάδρομο, ο οποίος από τη μία πλευρά έχει έναν τούβλινο τοίχο που δημιουργεί μια αίσθηση αλά new york brownstone και από την άλλη φέρει την επιγραφή: "THE WAY YOU CUT YOUR MEAT REFLECTS THE WAY YOU LIVE" - CΟNFUCIUS.
To concept των food quotes συνεχίζεται και στα χάρτινα σουπλά (Το δικό μου έγραφε "Hunger is the best sauce in the world", ρήση του Θερβάντες), αλλά και σε κάθε σελίδα του καταλόγου με τις ασπρόμαυρες ρετρό φωτογραφίες, πράγμα που βρίσκω πολύ διασκεδαστικό και εντελώς Food For Thought!
Για αρχή, σερβίρουν ένα πανεράκι με selection από ζεστά ψωμάκια και κριτσίνια (αχ, ας καθιερωθούν επιτέλους τα κριτσίνια παντού, τα λατρεύω), ένα μπολάκι ελιές και ένα ντιπ γιαουρτιού πασπαλισμένο με παπαρουνόσπορο (my personal favorite).
Ο κατάλογος, στη σελίδα με τις σαλάτες, γράφει πως "it takes four men to dress a salad: a wise man for the salt, a madman for the pepper, a miser for the vinegar and a spendthrift for the oil", πράγμα που βρήκα πολύ σοφό, κι επίσης με δικαιώνει επιτέλους απέναντι σε όσους με κοροϊδεύουν που βάζω πιπέρι στις σαλάτες μου. Τη σαλάτα φρέσκων λαχανικών με σταφίδες και ψητά καρύδια (8.50 ευρώ) που παρήγγειλα την πρώτη φορά, την ξαναπήρα και τη δεύτερη. Είναι δροσιστική και γλυκιά, με dressing μελιού. Η μόνη μου ένσταση είναι ότι θα την προτιμούσα με τοματίνια αντί για κανονικές ντομάτες. Α, και θα ήθελα τα παξιμάδια σε μικρότερα κομματάκια. Εντάξει, πείτε με ψείρα.
Τα κυρίως πιάτα μας, όμως, άργησαν απελπιστικά (είχαμε κράτηση για τις 11:00 μ.μ. και ήρθαν 00.45), οπότε επιβεβαιώθηκαν και οι δύο σχετικές ρήσεις του καταλόγου: μια του Aldous Huxley: "A man may be a pessimistic determinist before lunch & an optimistic believer in the will's freedom after it", και μία της Virginia Wolf: "One cannot think well, love well, sleep well, if one has not dined well"... Πραγματικά δεν περιγράφεται το κοντράστ μεταξύ του πόσο εκνευρισμένοι ήμασταν ενώ είχαμε ξελιγωθεί και πόσο ευτυχισμένοι νιώσαμε όταν τελικά κατέφθασε το φαγητό μας. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω πως με εντυπωσίασε η πολιτική του μαγαζιού να κερναέι πράγματα. Ενδιάμεσα, μας έφεραν ένα δωρεάν ορεκτικό: λιωμένη μοτσαρέλα με ντομάτα και φρέσκο βασιλικό πάνω σε αραβική πίτα, που ξεγέλασε λίγο την πείνα μας (βέβαια ακολούθως περιμέναμε άλλη μισή ώρα, αλλά τεσπά).
Το κυρίως μου ήταν καταπληκτικό: φιλετάκια μοσχαριού με φρέσκα μανιτάρια και σος σαφράν (14.90 ευρώ), που σερβίρονται και με ωραία αισθητική, πάνω σε έναν πηχτό και πολύ γαλακτερό πουρέ πατάτας και πασπαλίζονται με μαυροσήσαμο. Παρεμπιπτόντως, την προηγούμενη φορά είχα παραγγείλει το κοτόπουλο με απαλή σάλτσα κάρι και μάνγκο (11.40 ευρώ), ένα δυτικότροπο asian πιάτο που βρήκα εξίσου απολαυστικό. Τέλος, το ψαρονέφρι με δαμάσκηνα του Σ. ήταν επίσης πάρα πολύ καλό και εντελώς value for money για 12.40 ευρώ.
Κι επειδή όπως λέει ο Hemingway, "Wine is the most civilized thing in the world", όλα αυτά τα απολαύσαμε με τη συνοδεία του χύμα κόκκινου κρασιού του καταστήματος, το οποίο ήταν ένα αξιοπρεπέστατο Αγιωργήτικο στην τιμή των 11.80 το λίτρο. Ωστόσο, θέλω να επισημάνω ότι τα Prosopa έχουν και καλό και οικονομικό wine list - την προηγούμενη δε φορά, είχαμε πιει το Montepulciano D' Abruzzo (D.O.C. Italia, βιολογικής καλλιέργειας) το οποίο και πάρα πολύ ωραίο ήταν και μόνο 18.80 το μπουκάλι κόστιζε (τη στιγμή που αλλού με αυτά τα λεφτά δεν παίρνεις ούτε δύο ποτήρια, τη βρίσκω πολύ καλή τιμή για κόκκινο κρασί) και επί τη ευκαιρία, άλλη μια ατάκα από τον κατάλογο, του Robert Louis Stevenson αυτή τη φορά: "Wine is bottled poetry" (με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη ο αγαπητός συγγραφέας του Δρος Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ).
Το καλύτερο, πάντως, τα Prosopa, μας το φύλαγαν για το τέλος, διότι έχουν καταπληκτικά επιδόρπια. Παραγγείλαμε το μιλφέιγ γιαουρτιού με σος άγριου βύσσινου (6.50), το οποίο ήταν ουσιαστικά απαλή κρέμα αναμεμειγμένη με σιρόπι βύσσινου (είχε ενα ωραιότατο hot pink χρώμα) ανάμεσα σε δύο φύλλα κρούστας, και πριν προλάβουμε να το αποτελειώσουμε (δηλαδή μόλις 1μισι λεπτό αφού ήρθε -έγινε μάχη με τα κουτάλια, καταλαβαίνετε), ο σερβιτόρος προσγείωσε στο τραπέζι μας ένα κερασμένο (ναι, πάλι!) cheesecake με σος βύσσινο, το οποίο μας είχαν ξανακεράσει και την προηγούμενη φορά (ναι, μάλλον το συνηθίζουν τελικά) και το οποίο πραγματικά θεωρώ από τα καλύτερα cheesecake που έχω φάει: μια μικρή στρώση μπισκότου, απαλή, γλυκιά κρέμα και από πάνω χύμενο το λιγωτικό -με την καλή έννοια, λολ- σιροπάκι βύσσινου. Σε αυτό το σημείο, είχαμε πραγματικά σκάσει (μου ερχόταν στο μυαλό και η περίφημη σκηνή με τον κύριο Creosote από το The Meaning of Life των Monty Python και είχα αρχίσει να ανησυχώ), οπότε ζητήσαμε πια το λογαριασμό και αποχωρήσαμε.
Συνολικά, αν εξαιρέσεις την καθυστέρηση στα κυρίως πιάτα (τα υπόλοιπα ήρθαν σε φυσιολογικό διάστημα από την ώρα της παραγγελίας), μείναμε για δεύτερη φορά με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Συστήνω τα Prosopa ανεπιφύλακτα ως personal favorite.

Ετυμηγορία: ναι, ναι, ναι
Κουζίνα: fusion/μεσογειακή
Τιμές
: 27-35 μαζί με κρασί.

Κατηγορία: Bar restaurant με τα ούλα του.
Crowd: νεανικό, fun, ψαγμένο.
Σέρβις: Ευγενικό.
Διεύθυνση: Κωνσταντινουπόλεως 4 και Μεγάλου Βασιλείου 50Α.
Τηλ: 210 34 14 433

P.S. Για το Σαββατόβραδο, καλύτερα να κάνετε κράτηση από την προηγούμενη.
P.S.2 Το κατάστημα είναι ό,τι πρέπει και για συνδυασμό με θέατρο ή σινεμά, καθώς σερβίρει μέχρι αργά. Σας πληροφορώ ότι ακόμα και μετά τη 1.00 π.μ. ερχόταν ακόμα κόσμος.
P.S.3 Ε, δεν μπορούσα να μην συμπεριλάβω τη σκηνή. Προειδοποιώ, πάντως: 'Οσοι δεν την έχετε δει, να ξέρετε ότι είναι αρκετά αηδία. Monty Python είναι αυτοί, όμως! BTW, η ατάκα του John Cleese/σερβιτόρου με πεθαίνει: "Finally, Monsieur, a waffle-thin mint. Οh, sir, it's only a tiny little thin one!"



Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Cookie Monster, C is for Cookie

Just for fun, το Cookie Monster των muppets τραγουδάει το "C is for Cookie" (κλασικό κομμάτι). Δεν μπορείτε να πείτε ότι δεν είναι food related, λολ.

Εστιατόριο Aleria στο Μεταξουργείο

Για το Aleria άκουγα καιρό τώρα καλά λόγια και το είχα βάλει στο πρόγραμμα, έτσι αόριστα. Αυτό που με έκανε, όμως, τελικά να πάρω τηλέφωνο και να κλείσω τραπέζι, ήταν η συνέντευξη του σεφ Λεωνίδα Κουτσόπουλου που διάβασα στον Γαστρονόμο (τεύχος 46, Φεβρουάριος 2010). Εντελώς ανεπιτήδευτος και με διάθεση για χαβαλέ, έλεγε ότι "Για τη μαγειρική στο σπίτι χρειάζεσαι δύο ανθρώπους: έναν που να τον αγαπάς για να του μαγειρέψεις και έναν που να σε αγαπάει για να κάνει τη λάντζα". Μεγάλη αλήθεια, διότι αφενός είναι μάλλον απίθανο να το ρίξει κανείς στο μαγείρεμα για τον εαυτό του και μόνο (εγώ πάντως όταν είμαι μόνη συνήθως το ρίχνω στα τοστ) και αφετέρου, μετά από τον κόπο της προετοιμασίας ενός μενού, αν ο άλλος δεν πλύνει τα πιάτα σημαίνει ότι μάλλον δεν ενδιαφέρεται και πολύ για σένα. Πάντως, η φράση του Κουτσόπουλου που με κέρδισε ήταν η εξής: "Άλλο η γαστρονομία και άλλο η μαγειρική. Μια μακαρονάδα με κιμά δεν είναι γαστρονομία, είναι ένα φαγητό για να χορτάσεις την πείνα σου." Σε αυτό το σημείο, η συνεντευξιάστρια (is that a word?) Δάφνη Καραπιπέρη ρωτά, "Ο κύριος λόγος για να φας, δεν είναι για να χορτάσεις;". Και ο Κουτσόπουλος απαντά πως "το φαγητό σε ένα εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας είναι και μυσταγωγία και χαλάρωση και πολλά άλλα". Αυτό με έβαλε σε σκέψεις, και θα ήταν πολύ ωραία αν η διάθεση αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στα εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας. Το φαγητό πρέπει να είναι πάντα μυσταγωγία, πρέπει να το αντιμετωπίζουμε με τελετουργική διάθεση, τόσο εμείς που το καταναλώνουμε είτε στο σπίτι μας είτε ως πελάτες κάποιου εστιατορίου, όσο και όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το χώρο αυτό: σεφ, μάγειρες, μαγαζάτορες, εστιάτορες, ταβερνιάρηδες, σερβιτόροι, σομελιέ και γκαρσόνια.

Ψημένοι, λοιπόν, ήδη από τη συνέντευξη ότι θα πηγαίναμε να γευτούμε κάτι από κάποιον που αντιμετωπίζει τόσο σοβαρά το φαγητό, είχαμε την καλύτερη δυνατή διάθεση. Και δεν απογοητευτήκαμε. Το Aleria, που στεγάζεται σε ένα ανακαινισμένο νεοκλασικό στο Μεταξουργείο, είναι πληθωρικά διακοσμημένο (op art ταπετσαρίες, τραπεζάκια με κεραμικά γλυπτά, πίνακες στους τοίχους -δίπλα στο τραπέζι μας ήταν ένας πίνακας του Στέφανου Ρόκου, ο οποίος μου αρέσει πολύ) και έχει διατηρηθεί η διάταξη που είχε ο χώρος και ως κατοικία, οπότε κάθε αίθουσα είναι διακοσμημένη και σε διαφορετικό στυλ. Στον κάτω όροφο λειτουργεί μπαρ και στον πάνω το εστιατόριο, στο οποίο ανεβαίνεις από μια φινετσάτη παλιά ξύλινη σκάλα που τρίζει και γουργουρίζει κάτω από τα τακούνια σου, προετοιμάζοντάς σε για το τι θα επακολουθήσει στο στομάχι σου σε λίγο που θα διαβάσεις το μενού και θα αρχίσουν να σου τρέχουν τα σάλια.
Ξεκινήσαμε με μια δροσιστική σαλάτα με πράσινο μήλο, φουντούκι, σέλερι, τραγανό προσούτο, και βινεγκρέτ λευκού μπαλσάμικου (11 ευρώ), την οποία μοίρασε κομψά ο σερβιτόρος -ευγενικό και διακριτικό το σέρβις επί τη ευκαιρία- στα πιάτα μας, και για ορεκτικό παραγγείλαμε τους γαριδοκεφτέδες με κολοκύθι, σέλερι, φινόκιο, τσίπουρο και μαγιονέζα λάιμ (11 ευρώ), οι οποίοι ήταν μυρωδάτοι και με ωραία, απαλή υφή (αν και θα ήθελα λίιιιγο πιο ρευστή τη μαγιονέζα που τους συνόδευε).
Περνώντας τώρα στα κυρίως, ο Σ. παρήγγειλε τις ταλιατέλες με μανιτάρια, λάδι τρούφας, εστραγκόν και θυμάρι (14 ευρώ), που είναι ένας κλασικός συνδυασμός ολόσωστα μαγειρεμένος. Εμένα, όμως, το πιάτο μου με ενθουσίασε πραγματικά, και τολμώ να πω πως είναι από τις λίγες φορές που μένω τόσο ευχαριστημένη από ψαρικό: Λαβράκι με quinoa, σπαράγγια, φινόκιο, τοματίνια και ραπανάκι τουρσί (22 ευρώ). Παρεμπιπτόντως, το quinoa (προφέρεται "κινόα"είναι ένα δημητριακό από τη Λατινική Αμερική, ενταγμένο στην καθημερινότητα των προκολομβιανών πολιτισμών με συχνότητα μεγαλύτερη ίσως και από το καλαμπόκι. Θα το παρομοίαζα γευστικά με το δικό μας πλιγούρι, αν και το κινόα έχει μια χαρακτηριστική ελαφριά πίκρα, που το λαδολέμονο του πιάτου την αναδείκνυε ιδανικά. Το ψάρι ήταν ψημένο με την πέτσα του (γιαμ!) και τα ψητά λαχανικά συμπλήρωναν το πιάτο τέλεια.
Αποφασίσαμε να μην πάρουμε κάποιο επιδόρπιο (εκ των υστέρων το μετάνιωσα πικρά), αν και φαίνονταν όλα εμπνευσμένα και πρωτότυπα. Την επόμενη φορά που θα πάω, σίγουρα θα δοκιμάσω τους λουκουμάδες με γέμιση σοκολάτας, σάλτσα pina colada και ποπκόρν λευκής σοκολάτας (9 ευρώ) αν και ίσως διχαστώ, γιατί και ο σιμιγδαλένιος χαλβάς με πουρέ πράσινου μήλου, μαρέγκα κανέλας και παγωτό μέλι (9 ευρώ) ακούγεται εξίσου φοβερή ιδέα. Απαπά. Πάλι μου έτρεξαν τα σάλια. Κι έλα που έχω μόνο τοστ στο σπίτι. Να πάρει η ευχή.

Κουζίνα: ελληνική δημιουργική
Τιμές: 35-55 ευρώ. Εμείς πληρώσαμε 42 ευρώ μαζί με μπουκάλι κρασί.
Crowd: Ανεβασμένος μέσος όρος ηλικίας, 37-60 ετών. Κάτω στο μπαρ συναντάς και μικρότερες ηλικίες.
Διεύθυνση: Μεγ. Αλεξάνδρου 57, Μεταξουργείο.
Τηλ: 210 52 22 633

Από τη "Σούπα του Κάφκα " του Μαρκ Κρικ

Ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα για όσους είναι λάτρεις της λογοτεχνίας και ταυτόχρονα και της γαστρονομίας: "Η σούπα του Κάφκα", του Μαρκ Κρικ, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ο Μαρκ Κρικ γράφει 17 διηγήματα, μιμούμενος το ύφος και άλλου κορυφαίου συγγραφέα στο καθένα από αυτά. Παράλληλα, σε κάθε ιστορία, ο ήρωας εκτελεί και μια μαγειρική συνταγή.
Με χιουμοριστική διάθεση, ο Κρικ χειρίζεται με άνεση το στυλ συγγραφέων όπως ο Φραντς Κάφκα, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τόμας Μαν, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Χάρολντ Πίντερ και άλλοι, ενώ στο επίμετρο, η μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου (που παρεμπιπτόντως έχει κάνει εξαιρετική δουλειά) μας έχει μια έκπληξη: το δικό της ποίημα, "Γλυκό του κουταλιού βύσσινο", γραμμένο στο ύφος του Καβάφη!
'Ολα τα διηγήματα είναι καλογραμμένα, και το πιο παράξενο είναι πως οι συνταγές μπορούν πραγματικά να εκτελεστούν! Μάλιστα, για να μας διευκολύνει, στην αρχή της κάθε ιστορίας, ο Κρικ παραθέτει και μια λίστα με τα υλικά που θα χρειαστούμε. 'Ετσι, μπορείτε να ετοιμάσετε τουλάχιστον ένα πλήρες μενού. Αυγά με εστραγκόν αλά Τζέιν Όστιν για ορεκτικό, Τάρτα με κρεμμύδια αλά Τζέφρι Τσόσερ για πρώτο πιάτο, Κόκορα Κρασάτο αλά Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για κυρίως, και για επιδόρπιο; Τιραμισού αλά Μαρσέλ Προυστ!
Για να πάρετε μια γεύση (κυριολεκτικά), παραθέτω ένα απόσπασμα από το "Αρνί με σάλτσα άνηθου αλά Ρέιμοντ Τσάντλερ":

'Ηπια το ουσίκι μου, πάντα σάουερ, κι έσβησα το τσιγάρο μου στο ξύλο του ψωμιού με το μάτι καρφωμένο σ' ένα μαμούνι που πολεμούσε να βγει από το νεροχύτη. Αυτό που μου χρειάζεται, σκεφτόμουνα, είναι ένα τραπέζι στου Μαξίμ, καμιά εκατοστή δολάρια και μια ξανθιά γυναικάρα. Αυτό που έχω είναι ένα αρνίσιο μπούτι και κανένα αποδεικτικό στοιχείο.


Και μια ιδέα από "Ριζότο με μανιτάρια αλά Στάινμπεκ":


Η παρμεζάνα ήταν σκληρή και στεγνή. Η μαγείρισσα έτριψε τη λίγη που είχε. Το τυρί έπεφτε χοντρό, σαν το αραποσίτι από την αλωνιστική μηχανή. Το τυρί έπεφτε ψιλό, σαν τις πρώτες νιφάδες του χιονιού. Το τυρί έπεφτε φλούδες, σαν τα ροκανίδια από την πλάνη του άντρα της. Η μαγείρισσα χώρισε την παρμεζάνα στα δύο και ανακάτεψε τη μισή στο μισοέτοιμο ρύζι, μαζί με τα μανιτάρια του αγρού και τα πορτσίνι. Το μείγμα έπηξε, και τότε του πρόσθεσε λίγο λευκό κρασί αναδεύοντάς το μια τελευταία φορά.
Μοίρασε προσεκτικά το φαγητό στα ραγισμένα μπολ και πασπάλισε από πάνω την υπόλοιπη παρμεζάνα. Δεν ήταν, βέβαια, κρέας με πατάτες, αλλά τουλάχιστον η οικογένειά της δεν θα έμενε νηστική απόψε.

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Εστιατόριο Γιάντες στα Εξάρχεια


Λοιπόοοοον, το Γιάντες. Είναι μόλις η δεύτερη φορά που πηγαίνω μέσα σε διάστημα... δεν ξέρω πόσων χρόνων, έχω χάσει το μέτρημα, αλλά σίγουρα η πρώτη φορά ήταν στα early 00s. Ο χώρος ήταν και παραμένει ευχάριστος, βαμμένος με χαρωπά χρώματα, και η πράσινη αυλή το καλοκαίρι είναι σίγουρα must. Το φαγητό, πάντως, την πρώτη φορά με είχε αφήσει (άντε, δε θα πω παγερά) αδιάφορη. Αλλά είπα να του δώσω άλλη μια ευκαιρία όταν το πρότεινε η παρέα μου, γιατί σκέφτηκα ότι κάτι θα έχει αλλάξει μέσα σε τόσα χρόνια. Και όντως, το Γιάντες έχει βελτιωθεί αισθητά.
Ξεκινήσαμε με μία σαλάτα με ρόκα, καρύδια, μήλο, cranberries, μπέικον, ψητό κατσικίσιο τυρί με σος μπαλσάμικο και βασιλικό (8.90 ευρώ), η οποία ήταν γλυκιά κι ευχάριστη. Για το ζεστό τυρί έγινε μάλιστα μάχη, διότι ήμασταν και 7 άτομα. Αλλά κάτι μου λέει πως παραήταν πληθωρική και ένα-δύο από τα υλικά θα έπρεπε ίσως να λείπουν. Όσο, όμως, πληθωρική ήταν η πρώτη σαλάτα, τόσο -αφαιρετική να το πω;- ήταν η δεύτερη, με μαρούλι, φρέσκο κρεμμυδάκι και άνηθο (5 ευρώ). Η σαλάτα, δηλαδή, ήταν αυτό ακριβώς που λέει η περιγραφή, μαρούλι, κρεμμυδάκι και άνηθος. "Κοινώς, όπως την κάνει και η μάνα μου στα Τρίκαλα" (Δεν το 'πα εγώ, ο Σ. το είπε, αμέσως να με βγάλετε κακιά. Εγώ απλώς μεταφέρω τα λόγια των συνδαιτημόνων μου).
Στα κυρίως, ομολογώ πως προβληματίστηκα αρκετή ώρα τι να παραγγείλω, δεδομένου ότι αρκετά από τα πιάτα μου φαίνονταν yummy. Τελικά, παρήγγειλα το ριζότο με σπανάκι, κατσικίσιο τυρί και τραγανό προσούτο (10.90), το οποίο αν και νόστιμο, ήταν τελικά απλώς ένα σπανακόρυζο: το ρύζι, αν και είχε χυλώσει ωραία, ήταν κομματάκι παραβρασμένο για να το πεις ριζότο. Και το τραγανό προσούτο, τσαχπίνικο touch, δε λέω, αλλά είχε απλώς διακοσμητικό ρόλο στην κορυφή του πιάτου. Ο Σ. παρήγγειλε τη χοιρινή πανσέτα με φρούτα εποχής -κυδώνι, μήλο, αχλάδι (11.90 ευρώ), την οποία δοκίμασα κι εγώ. Τα φρούτα ήταν ωραιότατο συνοδευτικό για την πανσέτα (είναι κλασικός, άλλωστε, συνδυασμός), ο Σ., όμως, υποψιαζόταν ότι το κρέας ήταν ψημένο από μέρες ,γιατί είχε στεγνώσει και κρατούσε υγρασία μόνο στο εσωτερικό του.
Από τους υπόλοιπους 5 φίλους, οι δύο απογοητέυτηκαν με τα ζυμαρικά τους και από τους 3 που πήραν κρεατικά, οι 2 που έφαγαν τη γαλοπούλα με σος πορτοκάλι είχαν εκστασιαστεί και ο 3ος με το μαριναρισμένο κοτόπουλο δήλωσε αρκετά ευχαριστημένος (σε λίγο θα φτιάξω και ερωτηματολόγιο με κουτάκια, ω θεοί).
Στα συν έχω να πω ότι το εστιατόριο μαγειρεύει με τρόφιμα ως επί το πλείστον βιολογικά και μάλιστα σε κάθε πιάτο στον κατάλογο σημειώνεται ποια είναι αυτά. Ακόμη, ευχάριστο βρήκα το ότι μαζί με τον κατάλογο, προτείνονται και πιάτα ημέρας, και μάλιστα αρκετά, περίπου δέκα, παρακαλώ!
Από σέρβις, όμως, το μαγαζί πάσχει λίγο. Πιθανότατα φταίει το ότι το προσωπικό δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του καταστήματος, αλλά θέλω να τονίσω πως για το μεγαλύτερο διάστημα της βραδιάς ήμασταν διψασμένοι και παρακαλούσαμε επανειλημμένα για μια κανάτα νερό. Ακόμα, είχαμε κάθε καλή διάθεση να παραγγείλουμε επιδόρπιο (η τάρτα φουντουκιού γεμιστή με μους σοκολάτας με είχε ψήσει ιδιαίτερα), αλλά από την πολλή αναμονή, στο τέλος βαρεθήκαμε και πήγαμε στην πλατεία για παγωτό στα όρθια.
Επίσης, αφού πληρώσαμε, χρειάστηκε να ζητήσουμε την απόδειξη για να την πάρουμε, πράγμα που βρίσκω απαράδεκτο και δεσμεύομαι να το σημειώνω εδώ στο εξής για κάθε μαγαζί που μου συμβαίνει.
Τέλος, δε θα πάψω να λέω πως, όταν ένας χώρος ορίζεται ως "μη καπνιστών", καλό θα είναι να παραμένει τέτοιος, και να μην κλέβουν μερικοί-μερικοί. Ήταν που ήταν ο χώρος καπνιστών κολλητά με τον μη-καπνιστών (what's the point δηλαδή;), μην το παρακάνουμε κιόλας.


Ετυμηγορία: Παίζει και να ξαναπάω. Πάντως όχι άμεσα. Κάπου μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Κουζίνα: ελληνική, με έμφαση στα βιολογικά προϊόντα
Τιμές: 15-30 το άτομο (εμείς πληρώσαμε 17, αλλά με σχετικά φθηνές επιλογές από το μενού και κρασί χύμα).
Crowd: Νεανικό και καλλιτεχνίζον, ηλικίες 20σάμθιν' ως 30φεύγα.
Διευθυνση: Βαλτετσίου 44, Εξάρχεια
Τηλ: 210 33 01 369



Διαβάζοντας το βιβλίο "Κρυφές ζωές μεγάλων
συγγραφέων", το οποίο περιλαμβάνει διάφορα ευτράπελα και πάμπολλα πιπεράτα βιογραφικά στοιχεία για καμία 40αριά κλασικούς συγγραφείς, δεν άντεξα κι αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας τις παρακάτω πληροφορίες:
Ότι ο Φραντς Κάφκα ήταν περιπτωσάρα είναι γνωστό, φυσικά. Αλλά, μεταξύ άλλων νευρώσεων, όντας "κοκαλιάρης και με αδύναμους μύες, υπέφερε από αυτό που σήμερα ονομάζουμε αρνητική εικόνα σώματος". Επειδή απεχθανόταν το σώμα του, στην προσπάθεια "να βελτιώσει την εικόνα και την αυτοπεποίθησή του, ο Κάφκα γινόταν το προθυμότερο πειραματόζωο σε οποιαδήποτε διατροφική καινοτομία. Πιο αγαπημένη του μέθοδος ήταν ο Φλετσερισμός, η μέθοδος ενός πρωτοποριακού για την εποχή βικτωριανού διατροφολόγου, γνωστού ως ο Μεγάλος Μασητής" (the Great Masticator, Θεέ και Κύριε, άκου τίτλος).
Ο Horace Fletcher (1849-1919), λοιπόν, ισχυριζόταν ότι πρέπει να μασάμε την κάθε μπουκιά 32 φορές πρωτού την καταπιούμε. (Βέβαια, ο αριθμός ποικίλλει. Η Wikipedia λέει 32, το βιβλίο λέει 45, τι να πω, έχω μπερδευτεί κι εγώ και δεν ξέρω ποια πηγή να ακολουθήσω, καταλαβαίνετε...) Πρέσβευε μάλιστα ότι η μέθοδος αυτή θα αυξήσει την αντοχή μας (σε τι δε διευκρινίζει) και ταυτόχρονα θα οδηγήσει στο να καταναλώνουμε λιγότερη ποσότητα φαγητού. Το δεύτερο πολύ λογικό το βρίσκω, γιατί κάπου θα πεις, "Γάμα το, ποιος κάθεται να μασάει τώρα." Το κορυφαίο, δε, είναι ότι πίστευε πως πρέπει να μασάμε ακόμα και τα υγρά. Πώς; Δεν ξέρω. Αν και η συμβουλή του να αποφεύγουμε να τρώμε όταν πεινάμε πολύ ή όταν είμαστε θυμωμένοι ή λυπημένοι, μου φαίνεται πολύ λογική, γι' αυτό, κυρίες μου, άλλη φορά μη σπεύσετε να βγάλετε το παγωτό από την κατάψυξη και αρχίσετε να το τρώτε με την κουτάλα της σούπας μετά από ένα αποτυχημένο ραντεβού (χολιγουντιανό κλισέ, το ξέρω, αλλά έλα που ισχύει).
Πάντως, για να επιστρέψω στον Κάφκα, είχε λέει γράψει στο ημερολόγιό του πως ο πατέρας του είχε απηυδήσει να τον βλέπει να μασουλάει ακατάπαυστα το φαγητό του και γι' αυτό κρυβόταν πόσω από την εφημερίδα όταν κάθονταν μαζί στο τραπέζι για να φάνε.
Τέλος, ο κύριος Shnakenberg, συγγραφέας του βιβλίου, μας ενημερώνει ότι, συν τοις άλλοις, ο Κάφκα ήταν και χορτοφάγος, για λόγους υγείας αλλά και ηθικής, και αργότερα έγινε και από τους πρώτους υποστηρικτές της ωμοφαγίας (μην κοιτάτε που τώρα έγινε trend στο LA, είναι παλιά ιστορία). Μάλιστα, "μια μέρα, ενώ ο Κάφκα θαύμαζε ένα ψάρι στο ενυδρείο, φώναξε: "Τώρα μπορώ να σε κοιτάζω χωρίς τύψεις. Δε σε τρώω πια!".

Από το "Κρυφές ζωές μεγάλων συγγραφέων" του Robert Shnakenberg, εκδόσεις Intro Books, μετάφραση Έρση Μηλιαράκη.

Στις photo, από αριστερά προς τα δεξιά. Το βιβλίο, ο Κάφκα και ο Φλέτσερ.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Εστιατόριο Malvazia στο Ρουφ

Η βραδιά μου ξεκίνησε καταπληκτικά, διότι είχα τη φαεινή ιδέα να συνδυάσω τέχνη και φαγητό: Το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, για όποιον δεν το έχει υπόψη του, τα Σάββατα είναι ανοιχτό μέχρι της δέκα το βράδυ. Έτσι, αποφασίσαμε να δούμε την έκθεση του φωτογράφου Ansel Adams, που απαθανάτιζε επιβλητικά τοπία της αμερικανικής υπαίθρου, έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στο πάρκο Yosemite της Καλιφόρνιας. Tαυτόχρονα, ρίξαμε και ένα βλέφαρο στην έκθεση Naked City με διάθεση peeping tom (ναι, είναι αυτή με τους 80 γυμνούς Αθηναίους της Lifo, αυτoύς που τσιτσιδώνονται για φιλανθρωπικό σκοπό ντε!). Σημειώνουμε ότι παράλληλα, συνεχίζεται και η αναδρομική του Τσαρούχη (την οποία είχαμε ήδη δει), οπότε αν θέλετε να τα προλάβετε όλα, χρειάζεστε μίνιμουμ δύο ώρες (ναι, αξίζει τον κόπο).
Ξέφυγα λίγο από το θέμα, το ξέρω. Επανέρχομαι, λοιπόν. Το Malvazia (που σημαίνει Μονεμβασιά) απέχει μόλις ένα τετράγωνο από το μουσείο κι έτσι συνδυάστηκε ιδανικά. Το εστιατόριο στεγάζεται σε ένα παλιό πέτρινο κτήριο, ατμοσφαιρικά φωτισμένο ήδη απ' έξω. Η πέτρα κυριαρχεί και στο εσωτερικό του, αλλά μετά από εκεί, για μένα, η αισθητική χαλάει. Τα κεριά, τα καντηλέρια και κυρίως τα ρουστίκ μοναστηριακά τραπέζια και καρέκλες θυμίζουν υπερβολικά έντονα Όνομα του Ρόδου (τόσο, που νόμιζα ότι θα έρθουν να με σερβίρουν ο Σεβερίνος και ο Βερεγγάριος) και οι γλαστρούλες με ελιές που ήταν τοποθετημένες σε κάθε τραπέζι νομίζω πως είναι λίιιιιιιιιγο πολυφορεμένες. Αλλά ας πούμε πως απλώς it's just not my cup of tea. Στα συν, όμως, έχω να σημειώσω ότι ο χώρος έχει συρόμενη οροφή, η οποία το καλοκαίρι προφανώς ανοίγει και φαντάζομαι ότι τότε το εστιατόριο θα είναι σκέτη όαση.
Το φαγητό, όμως, με κέρδισε απόλυτα. Ξεκινήσαμε με μια σαλάτα πράσινων λαχανικών με μήλο, φινόκιο, αμύγδαλα και βινεγκρετ ροδιού (13 ευρώ), η οποία ήταν γλυκιά και δροσιστική. Στη συνέχεια, και ενώ περιμέναμε τα κυρίως, είχαμε μια ευχάριστη έκπληξη: ο σερβιτόρος μας (ο οποίος, παρεμπιπτόντως ήταν υποδειγματικός -ευγενέστατος, ευχάριστος και διακριτικός) μας έφερε δύο καβουροκεφτέδες -κερασμένους από το κατάστημα- διότι, όπως μας πληροφόρησε, ο σεφ πρόκειται να τους προσθέσει στο μενού και θέλει να τους δοκιμάσουν οι πελάτες. Οι καβουροκεφτέδες ήταν εξαιρετικοί και σερβίρονταν με σος γιαουρτιού και άνηθου ο ένας και με "μαρμελάδα" λαχανικών ο άλλος.
Τα κυρίως με ικανοποίησαν απόλυτα. Το κριθαρότο με καραβίδα και σουπιά, μαγειρεμένο με σάλτσα οστρακοειδών (23 ευρώ) -το οποίο, όμως, ο σερβιτόρος με πληροφόρησε ότι χθες το σέρβιραν με γαρίδες, σουπιές και μύδια αντ' αυτού, πράγμα που καθόλου, φυσικά δε με ενόχλησε- ήταν νοστιμότατο, με το κριθάρι σωστά βρασμένο και να έχει πάρει τη γεύση των θαλασσινών όσο πρέπει. Το άλλο πιάτο ήταν γιοφκάδες (ζυμαρικό) με τριλογία ελληνικών μανιταριών, φρέσκο θυμάρι και ποντιακό παρχαροτύρι (19 ευρώ) και ήταν εξίσου γευστικό. Μάλιστα, το ένα από τα μανιτάρια ήμασταν σίγουροι ότι το είχαμε ξαναγευτεί, γι' αυτό και ρωτήσαμε το σερβιτόρο τι ποικιλία ήταν. Πράγματι, επρόκειτο για αυτό που είχα υποψιαστεί: άγρια βασιλομανίταρα, τα οποία προμηθεύονται από τα Γρεβενά. Αυτό το καταπληκτικό, μεγαλόσωμο μανιτάρι με την παχιά σάρκα που στην υφή θυμίζει λιγάκι κρέας είναι, όχι απλώς βασιλικό, αλλά θεϊκό! Ακόμα, το φρέσκο θυμάρι με την έντονη μυρωδιά του αρωμάτιζε υπέροχα το πιάτο.

Το επιδόρπιο που διαλέξαμε ήταν το ιδανικό κλείσιμο για το δείπνο μας: σπασμένο μιλφέιγ με κρέμα λεμονιού και λιωμένη καραμέλα (10 ευρώ). Πραγματικά, απορώ γιατί ο συνδυασμός λεμονιού και καραμέλας δεν απαντάται σε περισσότερα γλυκύσματα, γιατί ήταν καταπληκτικός, αφού η γλύκα της καραμέλας ισορροπούσε τέλεια με την ελαφριά οξύτητα της απαλής κρέμας λεμονιού.

Δεν πρέπει, βέβαια, να παραλείψω ότι το κατάστημα διαθέτει μια πραγματικά καλή ορχήστρα, αποτελούμενη από πιάνο, βιολί, κιθάρα και δύο φωνές, η οποία παίζει κυρίως ισπανόφωνα και ιταλόφωνα κομμάτια, αλλά έχει και ευρύτερο ρεπερτόριο, από διασκευές της Αλεξίου και του Yesterday των Beatles μέχρι μπαλαλάικες. Αν και, οφείλω να ομολογήσω, ότι προτού εμφανιστούν όλοι οι μουσικοί επί σκηνής, τρομάξαμε λίγο με τις μουσικές επιλογές κρουαζιερόπλοιου που μας νανούριζαν γλυκά, κι επίσης, για μισή περίπου ώρα, αναρωτιόμασταν από πού θα κάνουν την είσοδο οι νεόνυμφοι. Αλλά όταν ο κιθαρίστας και τραγουδιστής (από το Αθηνόραμα πληροφορήθηκα ότι ονομάζεται Βαγγέλης Ζούλας) έκανε την είσοδό του, πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε.

Κουζίνα: ελληνική δημιουργική, live music restaurant
Τιμές
: 38-55 το άτομο (εμείς πληρώσαμε 44 με κρασί σε ποτήρι). Στα κυρίως πιάτα οι τιμές κυμαίνονται από 25 ως 33 ευρώ, ενώ υπάρχει και μια κατηγορία με ζυμαρικά και ριζότα που κοστολογούνται από 18 ως 23 ευρώ. Ναι, οι τιμές είναι ανεβασμένες, αλλά μην ξεχνάμε και ότι το μαγαζί έχει και live μουσική.

Crowd
: Ο μέσος όρος ηλικίας είναι αρκετά ανεβασμένος. Δεν υπάρχει καθόλου νεολαία και ο κόσμος είναι μεταξύ 39φεύγα και 60πλας.

Διεύθυνση
: Αγαθημέρου 3, Ρουφ.

Τηλ
. 210 34 17 010


At the next table: Πραγματικά ξεκαρδιστικές στιγμές από την παρέα 35ρηδων σε double date. Ο ένας από τους δύο κυρίους παραγγέλνει: "Θα πάρω το φιλέτο, αλλά σας παρακαλώ να είναι σκέτο, τελείως, χωρίς άλλα πράγματα από πάνω, δε θέλω σος και τέτοια. Και να είναι πολύ πολύ πολύ καλοψημένο. Α, και μία Sprite, αλλά σε μπουκάλι, όχι σε ποτήρι." Βέβαια, το μεγάλο γέλιο έπεσε όταν ήρθε η παραγγελία και απλώς παρακολουθούσαμε το τεράστιο άσπρο πιάτο να προσγειώνεται στο τραπέζι έχοντας μέσα μονάχα ένα κομμάτι κρέας (η αποθέωση του μινιμαλισμού). Α, να σημειωθεί και ότι ανάμεσα σε κάθε πιάτο ο κύριος κάπνιζε και από δύο-τρία Marlboro light, ό,τι πρέπει δηλαδή για να τσιτσιριστούν και οι τελευταίοι γευστικοί κάλυκες που του είχαν απομείνει και να μπορέσει να απολαύσει, ο Χριστιανός, το φιλέτο του. Σκέτο. Χωρίς πράγματα.

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

David Sedaris, "Me Talk Pretty One Day"


Από τη συλλογή διηγημάτων του David Sedaris "Me Talk Pretty One Day" (Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε με τον τίτλο "Εγκώ μιλήσει καλά κάποια μέρα"), παραθέτω ένα απόσπασμα από το ξεκαρδιστικό διήγημα με τίτλο "Today's Special" ("πιάτο ημέρας" που λέμε εμείς), όπου ο συγγραφέας γκρινιάζει για τις επιτηδευμένες δημιουργίες της nouvelle cuisine:

Όταν ο σερβιτόρος φέρνει τα ορεκτικά μας, δεν έχω ιδεά ποιο πιάτο μπορεί να είναι το δικό μου. Στα εστιατόρια του χθες, ήταν δυνατό τόσο να οραματιστείς όσο και να αναγνωρίσεις το γεύμα σου. Υπήρχαν πάντοτε λεπτές διαφορές, αλλά ως επί το πλείστον, ένα αρνίσιο παϊδάκι έτεινε να διατηρεί το βασικό του σχήμα. Δηλαδή, έδειχνε παϊδακίσιο. Είχε ένα χερούλι από κόκκαλο και ένα κομμάτι κρέας σε σχήμα σταγόνας που το αγκάλιαζε μια λεπτή στρώση λίπους. Προφανώς, όμως, αυτό παραήταν προβλέψιμο. Παράγγελε το μοντέρνο αρνίσιο παϊδάκι και ενδέχεται να μη διαφέρει οπτικά από το λαβράκι που παρήγγειλε ο σύντροφός σου. Το σύγχρονο φαγητό διευθετείται πάντα σε ένα βλακώδη, κατακόρυφο πύργο. Μη όντας πια ικανοποιημένο με το να πλαγιάζει, τώρα τείνει προς τον ουρανό, περίπου σαν τους ουρανοξύστες που παρατάσσονται στους δρόμους της πόλης μας. Είναι λες και τα πιάτα είναι πολύτιμα οικόπεδα και ο σεφ έχει αγοράσει μονάχα ένα μικρό χώρο και απεριόριστο "αέρα". Τα λιγκουίνι με σαφράν του Χιου μοιάζουν με τουρμπάνι-μινιατούρα, με αρχιτεκτονικούς κώνους γαρίδων στην κορυφή. Στέκονται εκεί στο κέντρο, ενώ το υπόλοιπο, αχανές, άδειο πιάτο μοιάζει λες και το έχεις νοικιάσει για πιθανό χώρο για πάρκινγκ. Εγώ είχα παραγγείλει την μπριζόλα, η οποία υπακούοντας στην ίδια μινιμαλιστική μόδα, σερβίρεται χωρίς το κόκαλο, με τις λεπτές μοσχαρίσιες φέτες τακτοποιημένες έτσι ώστε να μοιάζουν με νεκρική πυρά. Οι πατάτες που περίμενα είχαν προφανώς είτε αναλυθεί στις αρχικές ουσίες τους είτε χρησιμοποιηθεί για να τροφοδοτήσουν το γκριλ.
"Ίσως", λέει ο Χιου, "είναι μέσα στον πύργο από κρέας."

Εδώ έχουμε καταντήσει. Ο Χιου φυσάει τη γύρη από τις μαυρισμένες του γαρίδες ενώ εγώ σηκώνω τα μανίκια του δανεικού μου σακακιού και ψάχνω μέσα στον πύργο κρέατος για τις πατάτες που μου υποσχέθηκαν.

"Να τες, εκεί είναι." Ο Χιου δείχνει με το πηρούνι του κάτι που θα μπορούσες εύκολα να περάσεις για τερηδονισμένους γομφίους. Οι σκούρες κηλίδες πρέπει να είναι τα λαχανικά μου.

Επειδή είμαι και λαίμαργος και μαζοχιστής, το στάνταρ παράπονο, "Ήταν τόσο άσχημο", ακολουθείται από το "Και ήταν και τόσο λίγο!".


Φεύγοντας από το εστιατόριο, οι δύο φίλοι συναντούν έναν υπαίθριο πωλητή χοτ-ντογκ (αυτό είναι περίπου όπως όταν πας για σούσι, που μετά νιώθεις την ανάγκη να χτυπήσεις κι ένα πιτόγυρο). Ο Sedaris γράφει:

Παραγγέλνω το δικό μου μόνο με μουστάρδα, και ενθουσιάζομαι στη θέα του πωλητή να μου παρουσιάζει το χοτ-ντογκ σε οριζόντια θέση. Τόσο απλό και διαχρονικό, που μπορώ πάντοτε να το αναγνωρίσω αμέσως.

Δεν έχει κι άδικο ο δόλιος ο Sedaris. 'Οσο και αν είναι ωραίο να έχει μια κάποια αισθητική το πιάτο σου (γιατί έλεος πια με τη σπαλομπριζόλα με το σάπιο μαρουλόφυλλο από κάτω και τη λεμονόκουπα στο πλάι), μερικοί σεφ το παραξηλώνουν. Στέκομαι περισσότερο στο θέμα της ποσότητας, διότι, πραγματικά, όταν έχεις πληρώσει 25 ευρώ ένα πιάτο και δε χορταίνεις κιόλας, κάτι δεν πάει καλά...


Εστιατόριο Vinoterra, στο Νέο Ηράκλειο

Vinoterra, Παρασκευή βράδυ. Ψήθηκα να πάω από την κριτική του Αθηνοράματος και μόνο, χωρίς να έχω ακούσει τίποτα άλλο , αλλά είναι κάτι που πρέπει μάλλον να αποφεύγω στο εξής. Διότι η παρουσίαση αυτή, τολμώ να πω πως ήταν αρκετά άστοχη. Προσέξτε, το περιοδικό παρουσίαζε το μαγαζί ως εστιατόριο που "θα ενθουσιάσει τους wine lovers", καθώς λειτουργεί παράλληλα με μια πολύ ενημερωμένη κάβα και μάλιστα έχει δήθεν καταπληκτικές τιμές, διότι τα κρασιά επιβαρύνονται μόλις με ένα 10% επί της λιανικής τιμής πώλησης (Τελικά ήταν επιπλέον 10 ευρώ, πράγμα που σύμφωνα με τα ταπεινά μου μαθηματικά, κάνει μεγάλη διαφορά).

Πάμε κι εμείς με ενθουσιασμό, ότι θα φάμε ωραία πίνοντας ένα καλό κρασί χωρίς να χρειαστεί να ξεπαραδιαστούμε, αλλά ούτε και να αναγκαστούμε να έρθουμε στη δύσκολη θέση να ζητάμε το φθηνότερο κρασί του καταλόγου.
Ποιου καταλόγου; Αφού αποφασίσαμε τι θα παραγγείλουμε, φωνάζουμε το σερβιτόρο, λέγοντάς του ότι ξέχασε να μας φέρει τη wine list. "Μα θα έρθει ο sommelier", απαντάει με απόλυτη φυσικότητα. Τόσο το καλύτερο, σκεφτήκαμε κι εμείς. Έρχεται, λοιπόν, ο sommelier, με αέρα Παρισιού και χειρονομίες τύπου Μίκης Θεοδωράκης επί τω έργω και αρχίζει να μας προτείνει κρασιά, έχοντας λάβει -όπως μας είπε- υπόψη του την παραγγελία μας. "Συγγνώμη, δεν έχετε λίστα;", ρωτάω ντροπαλά και μου απαντάει, "Μα τι λέτε, κυρία μου; Η κάβα μας έχει 1.400 ετικέτες, είναι αδύνατο να τυπώσουμε κατάλογο!" Και τι κρασιά μας προτείνει, παρακαλώ; Κρασιά των 60 και 70 ευρώ, σαν να μην τρέχει τίποτα (στο μεταξύ τα κυρίως πιάτα που παραγγείλαμε στοιχίζουν 14 και 22 ευρώ -προσέξτε λογική δηλαδή). Τον διακόπτω μετά κόπων και βασάνων (πήρε φόρα και δε σταματούσε) και του λέω, "Με όλο το σεβασμό, παρακαλώ προτείνετέ μας κάτι πιο οικονομικό". "Μάλιστα", μου λέει (ξενερωμένος) και κατεβαίνει στα 40 ευρώ. Εκεί έχω αρχίσει πλέον να εκνευρίζομαι και του ζητάω κάτι με λιγότερα από 40 ευρώ. "Ε, τότε θα σας προτείνω το Νεμέα του Σκούρα grande cuvee, του 2006", που είναι στα 28 ευρώ. Τέλος πάντων, όχι ότι 28 ευρώ είναι λίγα (ήμασταν 2 άτομα άλλωστε), αλλά δεχτήκαμε την πρόταση. Το κρασί ήταν, οφείλω να ομολογήσω, πολύ καλό (έχει βραβευτεί και με gold medal στη Θεσσαλονίκη), αλλά τι να τα κάνεις, τελικά, τα 1.400 κρασιά, αφού ούτως ή άλλως ο sommelier δεν πρόκειται να σου προτείνει πάνω από 6 ή 7 (κι αυτό αν επιμείνεις πολύ, γιατί είμαι σίγουρη ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που λυγίζουν με την πρώτη).
Εκνευρισμένοι και ξεπαραδιασμένοι, περιμένουμε το φαγητό μας. Η σαλάτα ήρθε σχεδόν αμέσως (σαλάτα με εσκαρόλ, λάχανο, κάστανα και φουντούκια, 7,5 ευρώ) και την καταβροχθίσαμε με μανία, διότι στο μεταξύ είχαμε κλείσει κάπου μια ώρα στο ρεστοράν μέχρι να καταφέρουμε να παραγγείλουμε. Τα κυρίως, όμως, άργησαν πολύ. Έως πάρα πολύ. Έπειτα από συνεχείς υποσχέσεις του σερβιτόρου ("σε δύο λεπτάκια"), αλλά και πολλές απολογίες ("Έχουμε μόνο δύο άτομα στην κουζίνα, ξέρετε", Θεέ και Κύριε, Παρασκευή βράδυ τώρα αυτό), ήρθαν τελικά μετά από κανένα 40λεπτο αφού είχαμε τελειώσει τη σαλάτα (Αν ήταν στην κουζίνα ο Gordon Ramsey και χρονομετρούσε, θα είχε αρχίσει να βγάζει καπνούς από τα αυτιά). Τα γκαργκανέλι (ζυμαρικά) με μοσχάρι ραγού, μπρόκολο και τυρί πεκορίνο που παρήγγειλα εγώ (14 ευρώ) ήταν πάρα πολύ νόστιμα και με καλή αναλογία υλικών, αλλά το φιλέτο μόσχου με σάλτσα από θυμάρι και πατάτες εκραζέ (22 ευρώ) που παρήγγειλε ο Σ. ήταν απλώς αξιοπρεπές. Το ψήσιμο ήταν σωστό, αλλά το ίδιο το κρέας ήταν σχετικά άνοστο.
Μ' αυτά και μ' αυτά, πληρώσαμε 38 ευρώ το άτομο, χωρίς καν ένα επιδόρπιο (όχι ότι υπήρχε και κάτι να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον). Συνολικά, αν και το φαγητό ήταν καλό, οι απαγορευτικές τιμές του κρασιού, παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις του Αθηνοράματος, είναι αποτρεπτικές. Ενδεχομένως η κάβα να διαθέτει και πιο οικονομικά κρασιά, αλλά χωρίς wine list πώς μπορεί να το διαπιστώσει κανείς; Επίσης, το σέρβις ή η κουζίνα (ή και τα δύο) έχει προβλήματα ταχύτητας και συντονισμού (κάθε φορά μας ερχόταν και άλλο γκαρσόνι).
Τέλος, κάτι που θεωρώ επιεικώς απαράδεκτο: αφού πληρώσαμε και περιμέναμε κάπου 20 λεπτά, τα ρέστα ήταν άφαντα. Όταν τελικά, φωνάξαμε ένα σερβιτόρο για να τα ζητήσουμε, απόρησε. "Μα είστε σίγουροι ότι θέλετε ρέστα;" "Προφανώς." "Μάλιστα, αμέσως." (Περνάνε άλλα 10 λεπτά). 'Ερχεται τελικά, και τι ρωτάει; "80 ευρώ είχατε δώσει; Σίγουρα;" "Όχι, λέω να βγάλω και εγώ ένα κατιτίς για την ταλαιπωρία μου", σκέφτηκα, αλλά δεν το 'πα. Πήραμε τελικά, τα ρέστα μας (χωρίς, φυσικά, να αφήσουμε τίποτα -χελόοοου) και είπαμε αντίο για πάντα.

Τιμές: 30-45 (Το Αθηνόραμα γράφει 25-30, πράγμα που, σύμφωνα με τα ταπεινά μου μαθηματικά, μάλλον αποκλείεται)
Κουζίνα: διεθνής
Crοwd: 30-60 ετών.
Μουσική: έθνικ Ρεμπουτσικίζουσα και μπιτάτες 4 εποχές αλά Βανέσα Μέι
Διεύθυνση: Μαρίνου Αντύπα 74-76, Νέο Ηράκλειο.
Τηλ: 210 27 92 100

Φαν φακτ: Στο διπλανό τραπέζι, όπου ο sommelier έχει αρχίσει πάλι με υπερβάλλοντα ζήλο να βομβαρδίζει την 30something παρέα με προτάσεις. Απάντηση ξενερωμένης ξανθιάς: "Ε, εμείς θα πάρουμε μια Zero και μία Light". Δυστυχώς είχα το sommelier πλάτη και δεν είδα την έκφρασή του. Επίσης, δυστυχώς, δεν το σκεφτήκαμε εμείς πρώτοι.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

H Meryl Streap στο Julie & Julia

Μέρα των Όσκαρ σήμερα -εμείς βέβαια θα μάθουμε πια τα αποτελέσματα αύριο τα ξημερώματα- και, όσον αφορά το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, εγώ προσωπικά εύχομαι να το πάρει η Meryl Streep, για... γαστρονομικούς, φυσικά, λόγους! Πρόκειται, βέβαια, για την 16η υποψηφιότητα της Streep (έχει κερδίσει δύο, σας θυμίζω), αλλα πότε δεν το άξιζε; Και σε αυτή την ταινία είναι, όπως πάντα, μαγευτική.
Στη συγκεκριμένη ταινία, το Julie & Julia, υποδύεται τη διάσημη σεφ και συγγραφέα βιβλιών μαγειρικής Julia Child (1912-2004) που έκανε γνωστή τη γαλλική κουζίνα στο ευρύτερο αμερικανικό κοινό με τα βιβλία της, ξεκινώντας το 1961 με το "Mastering the Art of French Cooking" ("Κατακτώντας την τέχνη της γαλλικής μαγειρικής", βλ. φωτό αριστερά). Το βιβλίο περιείχε 524 συνταγές, και το 2004, η Julie Powell, μια άσημη τότε νεαρή Αμερικανίδα, άρχισε να καταγράφει σε ένα blog (ονόματι The Julie/Julia Project) την εμπειρία της από τη διεκπεραίωση των συνταγών της Julia Child. Μάλιστα, έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό της να εκτελέσει και τις 524 συνταγές μέσα σε 365 μέρες -και τα κατάφερε, κάνοντας το blog της διάσημο.
Η ταινία παρακολουθεί την πορεία της Julia Child (βλ. φωτό δεξιά) από τη στιγμή που αποφασίζει να σπουδάσει μαγειρική ως την έκδοση του διάσημου πρώτου βιβλίου της, και παράλληλα την πορεία της Julie Powell από τη στιγμή που αποφασίζει να ξεκινήσει το blog της ως τη μέρα που της προτείνουν να εκδοθεί αυτό σε βιβλίο.
Ως ταινία, δεν πρόκειται για το απαύγασμα φυσικά της 7ης τέχνης, αλλά είναι οπωσδήποτε ιδιαίτερα τρυφερή και σίγουρα πολύ διασκεδαστική. Για τους λάτρεις, δε , της γαστρονομίας, είναι σαφέστατα must.
Επόμενος στόχος μου τώρα είναι να δοκιμάσω μερικές από τις συνταγές της Julia Child και να σας ενημερώσω αναλυτικά για τη διαδικασία και, κυρίως, για το αποτέλεσμα...

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Ο Δρόμος του Κόρμακ Μακ Κάρθι


Στη σκοτεινή και αφαιρετική παραβολή του Cormac McCarthy για το -όχι και τόσο απίθανο- ενδεχόμενο της πυρηνικής καταστροφής του πλανήτη, οι ελάχιστοι ζωντανοί εναπομείναντες (υπονοείται πως έχουν ήδη περάσει κάποια χρόνια από το συμβάν) τρέφονται αποκλειστικά με ληγμένες κονσέρβες (κάποιοι από αυτούς έχουν περάσει και στον κανιβαλισμό), καθώς η γη είναι, φυσικά, στείρα και όλα τα ζώα έχουν προ πολλού εκλείψει. Ο ανήλικος γιος του πρωταγωνιστή, που γεννήθηκε μετά την υποτιθέμενη πυρηνική έκρηξη και δεν γνωρίζει τον κόσμο όπως ήταν πριν, δεν έχει (μεταξύ άλλων) δοκιμάσει ποτέ του κανονικό, μαγειρεμένο φαγητό (το αγαπημένο του έδεσμα είναι αχλάδια κομπόστα σε κονσέρβα). Σε μια σκηνή αποδόμησης του αμερικανικού ονείρου (μάλλον κατακρεούργησής του πια), ο πατέρας βρίσκει σε αυτόματο μηχάνημα ενός εγκαταλειμμένου βενζινάδικου μια ξεχασμένη coca-cola:

Τι είναι αυτό, μπαμπά;
Δώρο. Για σένα.
Τι είναι;
Έλα. Κάθισε.
Ξέσφιξε τα λουριά από το σακίδιο του αγοριού για να το βγάλει και το ακούμπησε στο πάτωμα δίπλα του κι έβαλε τον αντίχειρά του κάτω από το αλουμινένιο πιαστράκι και το άνοιξε. Πλησίασε τη μύτη του στο ελαφρύ άφρισμα που έβγαινε από το δοχείο και το έδωσε στο αγόρι. Άντε, είπε.
Το αγόρι πήρε το τενεκεδάκι. Έχει μπουρμπουλήθρες, είπε.
Άντε.
Κοίταξε τον πατέρα του και μετά έγειρε το τενεκεδάκι και ήπιε. Έκατσε και το σκεφτόταν. Είναι πραγματικά καλή, είπε.
Ναι. Είναι.
Πιες κι εσύ λίγη, μπαμπά.
Θέλω να την πιεις εσύ.
Πιες λίγη.
Πήρε το τενεκεδάκι, ήπιε μια γουλιά και την ξαναέδωσε. Πιες την εσύ, είπε. Ας καθίσουμε εδώ.
Είναι επειδή δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπιώ άλλη, έτσι;
Το ποτέ είναι πολύς καιρός.
Εντάξει, είπε το αγόρι.

(
Ο Δρόμος, Κόρμακ Μακ Κάρθι, 2006)