Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Εστιατόριο The Sushi Bar στο Παγκράτι

Πρόσφατα είχα τα γενέθλιά μου και έλαβα το τέλειο δώρο από δυο πολύ καλούς μου φίλους: ένα δείπνο για δύο! (Seriously, όσοι φίλοι το διαβάζετε, το τέλειο δώρο λέω, hint hint, nudge nudge, say no more, που λέει και ο Eric Idle.)


Πήρα, λοιπόν, τον καλό μου και κινήσαμε για το Sushi Bar στο Παγκράτι, γνωστή αλυσίδα sushi, την οποία ήθελα ούτως ή άλλως εδώ και αρκετό καιρό να δοκιμάσω. Και πού καλύτερα να ξεκινήσει κανείς, παρά από το αρχικό κατάστημα της αλυσίδας;
Στην ιστοσελίδα του καταστήματος, αναγράφεται ότι το εστιατόριo "διαφυλάσσει τις αξίες της ιαπωνικής κουλτούρας και χρησιμοποιεί τη λογική της μοντέρνας ατμόσφαιρας των Νεοϋορκέζικων sushi bars: οι sushi masters φιλετάρουν και παρασκευάζουν σε ανοιχτή κουζίνα τα ρολά (maki) και τα φιλέτα ψαριού (nigiri και sashimi) με τις παραδοσιακές μεθόδους kansai και edo."
Πράγματι, μπορείτε να καθίσετε στο μπαρ, όπου θα παρακολουθείτε την παρασκευή του sushi ιδίοις όμμασι, αλλά αν θέλετε κανονικό τραπέζι ζητήστε τον γωνιακό καναπέ, είναι το πιο cozy σημείο του μαγαζιού. Το περιβάλλον είναι καλαίσθητο και λιτό, με ένα κομψό δίχρωμο παρκέ και τοιχογραφίες ιαπωνικής αισθητικής. Την ιαπωνική ατμόσφαιρα συμπληρώνουν τα πιστά στην ιαπωνική παράδοση σκεύη, στα οποία σερβίρονται όλα τα εδέσματα.
To μενού έχει τεράστια ποικιλία από nigiri, maki και sashimi και ο κατάλογος έχει αρκετές πληροφορίες και επεξηγήσεις για τα διάφορα είδη sushi -πολύ χρησιμες για οποιον είναι αρχάριος- καθώς και λίγα στοιχεία για την ιστορία του sushi. Και για όποιον δεν θέλει sushi, υπάρχουν επίσης αρκετές επιλογές από πιάτα με ψάρια, αλλά και noodles.
Ξεκινήσαμε με μια σούπα seafood (8.10 ευρώ), μια νοστιμότατη διαφανή σούπα με διάφορα ψαρικά και θαλασσινά σε κομματάκια, που ήταν ό,τι πρέπει για αρχή. Συνεχίσαμε με 6 κομμάτια sake butsu σε sushi bar sauce, κομμένα σε κύβους, που ήταν ονειρεμένα. Για να μην απορείτε, butsu σημαίνει ακριβώς αυτό, το είδος του κοψίματος δηλαδή, όσο για το sake την έχω χρόνια την απορία, καθώς σε πολλά γιαπωνέζικα εστιατόρια παρατηρώ ότι στα μενού η λέξη sake αναφέρεται σε δύο πράγματα: στο είδος του ποτού που παρασκευάζεται από rice vinegar αφενός, και στον ωμό σολομό αφετέρου. Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και ο καλός κύριος Γουγλ κλήθηκε να δώσει για άλλη μια φορά τη λύση στο πρόβλημα: η σύγχυση τελικά προκαλείται από το ότι οι δύο λέξεις (για το ποτό και τον σολομό) δεν έχουν παρά μία λεπτή διαφορά στην προφορά, η οποία προφανώς δεν μπορεί να αποδοθεί με διαφορετικό τρόπο ούτε στα Αγγλικά, αλλά ούτε και στα Ελληνικά, φαντάζομαι. (Κοινώς, suck it ή μάλλον sak-e it!)
Aκολούθησαν δύο μεγάλα κομμάτια φιλέτου από λαβράκι σε στυλ sashimi με τζίντζερ, τα οποία συνδεύσαμε με το sine qua non sticky ρύζι.
Τελευταίος προσγειώθηκε στο τραπέζι μας ένας μεγάλος δίσκος με 16 κομμάτια maki rolls με σολoμό, πάστα τόνου, σπανάκι μαριναρισμένο σε σόγια και αυγά χελιδονόψαρου βουτηγμένα σε wasabi. Τα maki rolls ήταν νοστιμότατα και κομψά τυλιγμένα (Παρεμπιπτόντως, μου τη δίνει τρομερά το τσαπατσούλικο sushi. Το sushi πρέπει να είναι χειροτεχνία, κομψοτέχνημα, γκομπλέν, αλλιώς άσ' το καλύτερα.) Εντωμεταξύ, όποιος υποστηρίζει ότι δεν μπορείς να χορτάσεις με sushi, εδώ σίγουρα θα αναθεωρήσει: οι τιμές για το sushi κυμαίνονται μεταξύ 7 και 9 ευρώ (συνήθως για 8 τεμάχια) και για το vegetarian sushi είναι ακόμα πιο χαμηλές.
Στα προτερήματα προστίθεται και το πολύ ευγενικό προσωπικό, που ήταν ταχύτατο και πρόθυμο να μας εξηγήσει αναλυτικά τα πάντα. Και για εσάς που ανησυχείτε για τη ραδιενέργεια και το τσουνάμι, το Sushi Bar γράφει στον κατάλογο ότι:
Τα ψάρια και τα θαλασσινά είναι ελληνικά και ο σολομός εισάγεται από τη Νορβηγία. Το σάκε και η σόγια εισάγονται από την Αμερική. Τα φύκια και το wasabi από την Κορέα, το ρύζι και το τζίντζερ εισάγονται από την Ταϊλάνδη. Μετά το τραγικό συμβάν η εταιρεία αναστείλει την εισαγωγή πρώτων υλών από την Ιαπωνία.

Eτυμηγορία: καλό sushi σε λογικές τιμές
Κουζίνα: ιαπωνική, sushi
Τιμές: 25-35 ευρώ το άτομο
Διεύθυνση: Πλ. Βαρνάβα, Παγκράτι (Το Sushi Bar διαθέτει υποκαταστήματα και στη Γλυφάδα, το Νέο Ψυχικό και το Π.Φάληρο.)
Τηλ: 210 75 24 354, 210 75 64 964

Υ.Γ. Η πρώτη φωτογραφία είναι από το site του Sushi Bar. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από το greekeat.gr.

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Το τέλειο σάντουιτς: Joey Tribbiani & Ross Geller vs. Mr. Bean

Εκτός από το τέλειο burger (βλ. εδώ) υπάρχει και το τέλειο σάντουιτς, και σίγουρα πολλοί θα με έβρισκαν σύμφωνη, όπως ας πούμε ο Joey Tribbiani, που θεωρούσε πιο σημαντικό να σώσει ένα σάντουιτς παρά τον φίλο του τον Ross από βέβαιο θάνατο, όταν ο φίλος της Phoebe, Gary, που ήταν αστυνομικός, τους πήγε βόλτα για παρακολούθηση με το περιπολικό του.
Λίγο πριν την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Joey κάνει ενστικτωδώς μια βουτιά στο κενό για να προφυλάξει όχι τον Ross, αλλά το σάντουιτς από τον πυροβολισμό, ο Joey είχε επιπλήξει τον Chandler.

Τσάντλερ: Όντως μυρίζει ωραία αυτό το σάντουιτς.
Τζόι: Σου 'πα εγώ ότι μπορείς να μυρίσεις το σάντουίτς μου;
Τσάντλερ: Δεν επιτρέπεται να μυρίσω το σάντουίτς σου;
Τζόι: Όχι! Η μισή γεύση βρίσκεται στη μυρωδιά! Ρούφηξες όλες τις μονάδες γεύσης!
Τσάντλερ: Καλά, θα σου τις δώσω πίσω. (Εκπνέει).



Kαι βέβαια, μην ξεχνάμε και τον Ross Geller, που ξέσπασε σε φωνές όταν το αφεντικό του πέταξε στα σκουπίδια το αγαπημένο του turkey sandwich, που του ετοιμάζει η Monica κάθε χρόνο με τα περισσεύματα γαλοπούλας μετά την ημέρα των Ευχαριστιών. Σας θυμίζω και το μυστικό υλικό του σάντουιτς, την έξτρα φέτα ψωμιού βουτηγμένη σε gravy και τοποθετημένη στρατηγικά στη μέση του σάντουιτς: ο Ross την αποκαλεί "the Moist Maker".



Παίρνω κι εγώ πολύ σοβαρά τα σάντουίτς μου. Έχω κατά καιρούς πειραματιστεί με διάφορα υλικά, αλλά έχω καταλήξει ότι ο αγαπημένος μου συνδυασμός είναι λευκό ψωμί, μια φέτα Leerdammer, μια φέτα chorizo, δύο λεπτές φέτες ντομάτας και μαγιονέζα και ένα φύλλο γαλλικής σαλάτας, κατά προτίμηση από την καρδιά. Ααααχ και μόνο που το σκέφτομαι μου τρέχουν τα σάλια.

Αλλά πραγματικά, δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας στον κόσμο που να παίρνει πιο σοβαρά τα σάντουίτς του από τον ανεπανάληπτο Mr. Bean...



Kαι βέβαια, η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά είναι η φυγοκέντριση του μαρουλιού με τη βοήθεια της κάλτσας προκειμένου να φύγουν τα περιττά νερά, αλλά και το να γαρνίρεις το σάντουιτς με φρεσκοτριμμένους κόκκους πιπεριού (που μπορείς να σπάσεις με τη βοήθεια του τακουνιού σου) είναι φυσικά εξίσου σημαντικό. Perfection.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Eστιατόριο Vaudeville by Maurice στην Κηφισιά

Να πω την αλήθεια, στενοχωρήθηκα που έκλεισε το Barceloneta. Όχι ότι είχε συγκλονιστικό φαγητό, αλλά σέρβιρε συμπαθέστατα tapas σε έναν πανέμορφο χώρο, του οποίου το υπέρκομψο εσωτερικό ήταν εμπνευσμένο από την art nouveau αρχιτεκτονική του Gaudí. Και επιπλέον, είχε κι εκείνα τα διαολεμένα, ανεπανάληπτα, υπέρτατα αφράτα churros που τα σέρβιραν με ζεστή λιωμένη σοκολάτα... Άντε να τα ξαναβρώ αλλού στην Αθήνα τώρα. Σνιφ.
Συγκεκριμένα, μια μέρα κάπου το φθινόπωρο τηλεφωνούσα επανειλημμένα για να κλείσω τραπέζι κι απόρησα που δεν σήκωνε κανένας το τηλέφωνο. Οπότε το υπέθεσα... Οι υποψίες μου ότι μάλλον είχε κλείσει επιβεβαιώθηκαν. Λίγο καιρό μετά, όμως, έμαθα ότι άνοιξε στον ίδιο χώρο ένα νέο εστιατόριο, ονόματι Vaudeville by Maurice και ότι επρόκειτο για ένα αυθεντικό γαλλικό μπιστρό. Ε, καλά, όπως φαντάζεστε, εκστασιάστηκα, διότι η γαλλική κουζίνα στην Αθήνα σπανίζει και ειδικά σε φυσιολογικές τιμές (εννοώ, δηλαδή, να μην πληρώνεις το κάθε escargot σε τιμή διαμαντένιου μπρασελέ). Το πλησιέστερο εστιατόριο σε μπιστρό στην πόλη μας είναι το Chez Lucien (διαβάστε εδώ), που είναι συμπαθέστατο, αλλά έχει το εξής κουλό: δεν κάνουν κράτηση και πρέπει να πας σε συγκεκριμένη ώρα (βάρδια Α' στις 8:30 ή βάρδια Β' στις 10:30) για να καπαρώσεις τραπέζι, κι αυτό πολύ μου τη δίνει. Υπάρχει επίσης το Polly Maggoo (διαβάστε εδώ και εδώ), το οποίο ξέρετε ότι είναι μία από τις μεγάλες μου συμπάθειες, αλλά ενώ οι γεύσεις του είναι εξαιρετικές και ο σεφ του σίγουρα αντλεί την έμπνευσή του κατά το 80% από την κλασική γαλλική κουζίνα, είναι ένα εστιατόριο που, πρώτον, έχει μια πιο σύγχρονη ματιά, και δεύτερον, καλύπτει ένα πιο ευρύ μεσογειακό γαστρονομικό φάσμα. Νομίζω, λοιπόν, πως το Vaudeville ήρθε να καλύψει ένα κενό στον γαστρονομικό χάρτη της πόλης.
Καταρχάς, το ευχάριστο είναι ότι ο νέος ιδιοκτήτης αποφάσισε να διατηρήσει την εσωτερική διαμόρφωση του χώρου με τις καμπύλες αλά
Gaudí και το μόνο που άλλαξε είναι τα τραπεζοκαθίσματα. Οι τοίχοι είναι λευκοί και το μπαρ ντυμένο με επένδυση ξύλου, στην ίδια απόχρωση με τα τραπέζια και τις καρέκλες. Ωραίο touch και το βάζο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα επάνω στο μπαρ, καθώς και οι δύο μεγάλες γυάλες με μπισκότα που παραπέμπουν σε γαλλικό cafe. Το παριζιάνικο ντεκόρ συμπληρώνουν ένας πίνακας με τον πύργο του Άιφελ και ένας με το Moulin Rouge, που σας ταξιδεύουν κατευθείαν στη γαλλική πρωτεύουσα και αν ακόμα δεν είστε νοερά εκεί, o Serge Gainsbourg με την Jane Birkin που ακούγονται από τα ηχεία να σιγοτραγουδούν το Je t' aime... moi non plus, σίγουρα θα κάνουν τη δουλειά...



Στην περίπτωσή μας μάλιστα, μια παρέα νεαρών Γάλλων που έτρωγε δίπλα μας και κουβέντιαζε φωναχτά ήταν ό,τι πρέπει για να πιστεψουμε σχεδόν ότι βρισκόμαστε πράγματι σε κάποιο μπιστρό στις όχθες του Σηκουάνα... (Τώρα γιατί οι Γάλλοι από όοοολα τα εστιατόρια της Αθήνας επέλεξαν να πάνε σε γαλλικό μπιστρό είναι μια απορία που δεν θα μου λυθεί. Μα δεν το ξέρουν; When in Rome, do as Romans do, and when in Athens, eat souvlaki like there's no tomorrow. Τι στο καλό;)
Ας πάμε στο δια ταύτα, όμως. Ο κατάλογος είναι σύντομος, κατά την κλασική λογική των μπιστρό, ενώ υπάρχει και μενού τριών πιάτων με 25 ευρώ, όπως συνηθίζεται στην Γαλλία στα εστιατόρια αυτού του είδους. Ο κατάλογος έχει τα πιάτα γραμμένα και στα Γαλλικά, πράγμα που πάντα με χαροποιεί να βλέπω στα εστιατόρια με εθνικές κουζίνες -ακόμα και αν δεν γνωρίζω τη γλώσσα- γιατί σε μεταφέρει νοερά στη χώρα προέλευσης. Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης είναι Γάλλος και το μενού, αν και μεταφρασμένο, έχει κάποια προβληματάκια στην απόδοση και δεν είναι απολύτως κατανοητό στα Ελληνικά. Για παράδειγμα, το μενού, το οποίο και παραγγείλαμε, περιλαμβάνει καταρχάς "σαλάτα με κουκουνάρι και καρύδια", που αν το σκεφτείς παραπέμπει σε μείγμα ξηροκάρπιων για να συνοδεύσεις το Johnny Walker ον δε ροκς και όχι σε σαλάτα με πρασινάδα που έχει απλώς ξηρούς καρπούς για γαρνιτούρα... Η σαλάτα, παρόλα αυτά ήταν ωραιότατη, με διακριτικό, αλλά επαρκές ντρέσινγκ και φρεσκότατα σαλατικά. Αλλά ας τα πάρουμε λίγο από την αρχή...
Αφού παραγγείλαμε, μας έφεραν ένα πιατάκι με καναπεδάκια: πατέ με αγγουράκι τουρσί και βούτυρο με σαλάμι επάνω σε κράκερ, που ήταν ό,τι πρέπει για να ξεγελάσουμε λίγο την πείνα μας, ενώ λίγο μετά μας σέρβιραν και ζεστή μπαγκέτα με μαλακό αλατισμένο βούτυρο, την οποία και τσακίσαμε.
Τα ορεκτικά του καταλόγου είναι κάπως περιορισμένα. Απορρίψαμε τα βραστά αυγά με μαγιονέζα (διότι τα σφιχτά αυγά μου θυμίζουν πρωτομαγιάτικο πικνίκ με τους γονείς μου/τσούγκρισμα το Πάσχα συνοδευόμενο από τη φράση "Το 'σπασες; Μπράβο, φα' το τώρα"/κολατσιό στην καμπίνα στα ολονύκτια ταξίδια με το βαπόρι Σαπφώ για τη Μυτιλήνη/και άλλα scary flashbacks από την παιδική μου ηλικία και τα έχω εξορίσει δια παντός από το διαιτολόγιό μου) και τα
feuilletés με σολομό και σπανάκι (διότι στα 11 ευρώ τα βρήκα κάπως υπερτιμημένα) και επιλέξαμε το, ακριβό-μεν-αλλά-δικαίως φουαγκρά με pain grillé (τουτέστιν ψωμί ψητό). Σερβιρισμένο με ξερά δαμάσκηνα και λίγα σαλατικά on the side ήταν ο-νει-ρε-μέ-νο. (Του χρόνου πάλι, γιατί 20 ευρώ δεν τα δίνεις έτσι κάθε μέρα για ένα ορεκτικό. Ήταν, όμως, special occasion κι είπαμε να την κάνουμε την αμαρτία.)
Αφού απολαύσαμε τα πρώτα πιάτα και κοντεύαμε να τελειώσουμε και το κρασί μας, αρχίσαμε να διαπιστώνουμε ότι τα κυρίως αργούσαν και μάλιστα πολύ. Το ίδιο συνέβαινε και με τα υπόλοιπα τραπέζια γύρω μας. Να μη σας τα πολυλογώ, μεσολάβησε και ένα κέρασμα κρασιού από τον ιδιοκτήτη για την καθυστέρηση (σωστότατη χειρονομία, δεν λέω), και ακόμα περισσότερη καθυστέρηση, και τελικά τα κυρίως πιάτα μας έφτασαν στο τραπέζι 00:20 π.μ., δηλαδή δύο ώρες μετά την παραγγελία τους. Δεν ξέρω αν ήταν μεμονωμένο το πρόβλημα και συνέβαινε κάτι στην κουζίνα ειδικά εκείνη τη μέρα, ή αν το εστιατόριο πάσχει από έλλειψη συντονισμού επειδή είναι ακόμα αρχή, πάντως αυτό από μόνο του είναι ικανό να σε κάνει να το σκέφτεσαι σοβαρά αν θα το ξαναεπισκεφτείς... Ωστόσο, επειδή έμεινα πολύ ευχαριστημένη από όλους τους υπόλοιπους τομείς (γεύση, περιποίηση, ατμόσφαιρα κλπ.), θα του δώσω άλλη μια ευκαιρία.
Το κυρίως του μενού των 25 ευρώ είναι e
ntrecôte με pommes frites, μοσχαρίσια δηλαδή κόντρα φιλέτου με τηγανητές πατάτες. Το κρέας ήταν άψογα ψημένο και μαλακό, οι πατάτες άγγιζαν την τελειότητα (και πιστέψτε με, είμαι πολύ απαιτητική στην τηγανητή πατάτα) και το πιάτο συνοδευόταν από μια νόστιμη σάλτσα που θύμιζε béarnaise. Επίσης, το να ακούς τον σερβιτόρο να αποκαλεί το κρέας "saignant" με γαλλική προφορά και όχι ΣΕΝΙΆΝ, του προσδίδει μια αυθεντικότητα που με κάποιο μαγικό τρόπο, προσθέτει πόντους και στη γεύση... Σίγουρα θα ξαναπαράγγελνα το συγκεκριμένο πιάτο, αλλά ελπίζω το εστιατόριο να αλλάζει τακτικά τα πιάτα που προτείνει στο μενού των 25 ευρώ, γιατί αυτό ευνοεί και την απόκτηση σταθερού πελατολόγιου, αν μη τι άλλο.
Το δεύτερο κυρίως που πήραμε ήταν steak tartare, το οποίο μόλις είδα στον κατάλογο σεληνιάστηκα, διότι δεν έχω ξαναδεί να σερβίρεται στην Αθήνα. (Απ' ό,τι γνωρίζω, το σερβίρουν και στο L' Aubrevoir, το οποίο, όμως, είναι αρκετά pricey και δεν το έχω επισκεφθεί ακόμα.) Eδώ, η τιμή των 25 ευρώ είναι αρμυρούτσικη, ωστόσο κατά τη γνώμη μου αξίζει τον κόπο, διότι πρώτον, όπως είπα, είναι πιάτο που σπανίζει και δεύτερον, είναι εξαιρετικό. Ο Σ. βέβαια, που στο κεφάλαιο ΚΡΕΑΣ είναι purist, είπε ότι είχε πολλά μυρωδικά, αλλά αυτά είναι γούστα...
Και κάπου εκεί, είχε φτάσει η ώρα για το επιδόρπιο, το οποίο ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν απολαυστικό. Οι επιλογές στα επιδόρπια είναι αρκετές, αλλά για μένα δεν τίθεται ερώτημα όταν στον κατάλογο βλέπω τη λέξη προφιτερόλ. (Ο Γιώργος Κωνσταντίνου θα συμφωνούσε, πιστεύω.) Και ήταν πράγματι τρομερά απολαυστικό. Για του λόγου το αληθές, θα σας πω και πώς το περιέγραψε ο κύριος από το διπλανό μας τραπέζι (όχι αυτό των Γάλλων, από την άλλη μεριά, χαχά) όταν ρωτήθηκε από τον ιδιοκτήτη αν του άρεσε: "Ήταν καλύτερο ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΞ.". Εντάξει, εγώ δεν θα φτάσω σε τόσο ακραίες δηλώσεις, όμως ήταν πράγματι κολασμένο.
Συνοψίζοντας, από το φαγητό και το σέρβις έμεινα απόλυτα ικανοποιημένη (ο κύριος Maurice, ειδικά, είναι αξιαγάπητος). Το θέμα της αργοπορίας σίγουρα αφαιρεί πόντους, αλλά εάν πρόκειται για μεμονωμένο συμβάν είμαι διατεθειμένη να το διαγράψω από τη μνήμη μου. Τέλος, οι τιμές, αν και όχι παράλογες, είναι λίγο πιο τσιμπημένες από ό,τι θα ήθελα για να μπορώ να πω ότι θα ερχόμουν πολύ συχνά, με την εξαίρεση φυσικά του μενού των 25 ευρω, που αν αλλάζει ανά τακτά διαστήματα θα ήταν θείο δώρο...

Ετυμηγορία: παριζιάνικη ατμόσφαιρα, αυθεντικό γαλλικό μπιστρό και λογικές τιμές; Oh, oui.
Κουζίνα: γαλλική
Τιμές: 25-35 ευρώ το άτομο.


Υ.Γ. Ε, δεν μπορούσα να μην το συμπεριλάβω:


Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Εστιατόριο Prosopa στο Ρουφ, part II

Αυτό που μ' αρέσει πάνω απ' όλα στα Prosopa, είναι η ατμόσφαιρα, το κέφι και ο ψαγμένος κόσμος του. Καλόγουστη, σύγχρονη διακόσμηση (βιομηχανικό design), πάντα γεμάτο φίσκα (Κάντε κράτηση από νωρίς!), απολαυστική βαβούρα από τον κόσμο που διασκεδάζει... Ζητήστε ένα από τα τραπέζια κοντά στην πόρτα για να έχετε train view (το γράφει και πάνω στα παράθυρα!), αφού το εστιατόριο είναι αριβώς μπροστά στις γραμμές, ή ένα από τα τραπέζια στον διάδρομο με τα τουβλάκια, αν θέλετε privacy.
Και το καλύτερο; Κι από φαγητό, δεν πάει καθόλου πίσω!
Αναλογικά με το τόσο προσεγμένο περιβάλλον και την ποιότητα το
υ φαγητού, βρίσκω δε το εστιατόριο και εξαιρετικά value for money. Την τελευταία φορά, απολαύσαμε μια άψογη τάρτα -τόσο από ζύμη όσο και από γέμιση- με κολοκύθι, πράσο και γραβιέρα (7,50 ευρώ) και αντί για σαλάτα διαλέξαμε μπρόκολο στον ατμό με απαλή σος τυριών (8.50 ευρώ), που ήρθε πολύ σωστά βρασμένο και με πραγματικά απαλή σος. Από τα κυρίως, το ψαρονέφρι με δαμάσκηνα (12,40 ευρώ), που το είχαμε ξαναδοκιμάσει, μας ικανοποίησε εξίσου με την πρώτη φορά. Ο ψητός σολομός, όμως, που τον παρήγγειλα πρώτη φορά, ήταν πραγματικά τέλειος. Άψογα ψημένος, ακριβώς όπως τον ζήτησα -να κρατάει στο εσωτερικό του- και με μια ωραιότατη και ταιριαστή ζεστή σαλάτα με φακές και σπανάκι για συνοδεία, ήταν και νοστιμότατος και πάρα πολύ φθηνός, αφού στοίχιζε μόλις 12.5 ευρώ.
Πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά οικονομική είναι επίσης και η λίστα κρασιών. Τα Prosopa, εντωμεταξύ, είναι ένα από τα λίγα εστιατόρια των οποίων οι τιμές επιτρέπουν να πάρεις φιάλη ακόμα κι όταν η παρέα αποτελείται από δύο μόνο άτομα... Αυτή τη φορά, επιλέξαμε την Παράγκα του κυρ-Γιάννη, που περιέχει ξινόμαυρο, merlot και syrah. Δεν το είχαμε ξαναδοκιμάσει και το βρήκαμε συμπαθέστατο, με γεμάτη γεύση και διάρκεια, ενώ και η τιμή του μας ήρθε εξίσου ευχάριστη στα 18.80 ευρώ.
Τέλος, τα επιδ
όρπια είναι επίσης πάντοτε ικανοποιητικά στα Prosopa. Διαλέξαμε την τούρτα σοκολάτας με αχλάδι (6,80 ευρώ), που ήταν νοστιμότατη και είχε βελούδινη υφή. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω πως η αδυναμία μου από το μενού είναι και θα παραμείνει το cheesecake...
Εντωμεταξύ, το concept των food quotes που ξεκίνησε από το μενού, τα σουπλά και τους τοίχους, συνεχίζεται πλέον και στις κάρτες του εστιατορίου. Τη δική μου την έχω ήδη κ
αρφιτσώσει στο πινακάκι δίπλα στο γραφείο μου, διότι με εκφράζει απόλυτα:

"Food for thought is no substitute for the real thing...
"
(Walter Crawford Kelly Jr., Aμερικανός καρτουνίστας, 1913-1973)

Meanwhile, το μαγαζί είναι και στέκι καλλιτεχνών (και καλλιτεχνόφιλων, αφού συνδυάζεται ανετότατα με θέατρο/σινεμά/πάσης φύσεως παραστάσεις στα πέριξ και σερβίρει και μέχρι αρκετά αργά.) Πάντα κάποιος διάσημος θα κάνει την εμφάνισή του, αλλά στην τελευταία μας επίσκεψη σταθήκαμε πραγματικά τυχεροί. Δεν έχεις την ευκαιρία να απολαύσεις κάθε μέρα την κυρία με τα διασημότερα πόδια στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου -ναι, για τη Ζωζώ Σαπουντζάκη μιλάω- να τραγουδά όρθια με μπρίο το "Happy Birthday" πάνω από μια τούρτα με κεράκια! (Όχι, δυστυχώς δεν φορούσε μια από εκείνες τις χαρακτηριστικές μάξι τουαλέτες της με το σχίσιμο από τον αστράγαλο ως την κορυφή του μηρού... Και, εντάξει, δεν είπε και το Είμαι κορίτσι ζόρικο/σκληρό και αιμοβόρικο/μα σαν πέσω στην αγάπη ξέρω πώς να ξηγηθώ/σούζα όμως τον εθέλω τον λεβέντη που αγαπώ, αλλά καλό ήταν και το χάπι μπέρθντεϊ.)



Ετυμηγορία: Το συστήνω ανεπιφύλακτα. Μεγάλη γκάμα καλά εκτελεσμένων γεύσεων, καλαίσθητο περιβάλλον και ψαγμένο crowd.
Τιμές: 27-35 μαζί με κρασί.
Κουζίνα: Μεσογειακή/fusion.
Spotted: Γιώργος Καπουτζίδης και Ζωζώ Σαπουντζάκη.
Διεύθυνση: Κωνσταντινουπόλεως 4 & Μεγάλου Βασιλείου 50Α.
Τηλ: 210 34 14 433

Υ.Γ. Για πιο αναλυτική περιγραφή, δείτε την πρώτη μου ανάρτηση για τα Prosopa εδώ.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

How I Met Your Mother: Το τελειότερο burger του κόσμου

Η αναζήτηση του ιδανικού burger (aka ιερό δισκοπότηρο/βλ. και εδώ) στην Αθήνα απέχει πολύ από το να φτάσει στο τέλος της, αλλά στο μεταξύ εγώ κοντεύω να τελειοποιήσω το homemade burger μου.
Μοσχαρίσιος κιμάς, μπιφτέκι ζυμωμένο μονάχα με αυγό και ψωμί (χωρίς κρεμμύδια, μαϊντανούς και άλλες αηδίες να αλλοιώνουν την υπέροχη κρεατοσύνη του), ελάχιστα ψημένο και ροδοκόκκινο στο εσωτερικό του για να παραμείνει το κρέας τρυφερό, ζουμερό και ζουμπουρλούδικο, φρέσκο λευκό ψωμάκι τύπου μαργαρίτα ζεσταμένο για 20'' στο φούρνο μικροκυμάτων, ψητό μανιτάρι portobello με μπόλικο λευκό πιπέρι, γλυκιά χειροποίητη σάλτσα ντομάτας και στο τέλος, μια λεπτή , τετράγωνη φέτα τυριού Emmental, ακουμπισμένη πάνω στο μπιφτέκι ακριβώς τη στιγμή που το βγάζεις από τον φούρνο, για να λιώσει ελαφρώς. Απόλαυση στο μέγιστο...
Eίναι ΤΟΣΟ δύσκολο πια να βρεθεί αυτό το πράγμα σε κάποιο κατάστημα;

Στο μεταξύ, για να μη λέτε ότι είμαι υπερβολικά απαιτητική, υπάρχουν και χειρότεροι από μένα. Όπως ας πούμε, ο Marshall Eriksen, από την κωμική σειρά How I Met Your Mother. Σε ένα από τα καλύτερα επεισόδια ever, ο Marshall ξεκινά μια απεγνωσμένη αναζήτηση ενός μπεργκεράδικου που είχε βρει κάποτε τυχαία στη Νέα Υόρκη, αλλά του ήταν αδύνατο να το εντοπίσει ξανά καθώς είχε ξεχάσει τη διεύθυνση. Κατά τα λεγόμενά του, το μαγαζί αυτό έφτιαχνε τα τελειότερα μπέργκερ του κόσμου. Έτσι, επί χρόνια ολόκληρα δοκιμάζει το ένα μπεργκεράδικο μετά το άλλο, για να ισχυριστεί κατόπιν απογοητευμένος -πάντα- ότι δεν ήταν αυτό το μπέργκερ που είχε γευτεί εκείνη τη μέρα. Μετά από άλλη μια τέτοια αποτυχημένη απόπειρα, ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:


Μάρσαλ
: Δεν είναι αυτό.

Λίλι, Τεντ, Μπάρνεϊ & Ρόμπιν
: Έλα τώρα, τι είναι αυτά που λες;

Μάρσαλ
: ΔΕΝ ειναι αυτό!

Τεντ
: Μάρσαλ, ξέρω ότι δεν θες ούτε να τ' ακούσεις, αλλά αποκλείεται αυτό εδώ να είναι το ίδιο μπέργκερ που έφαγες και πριν από οχτώ χρόνια, και απλώς να μην ανταποκρίνεται στις γελοιωδέστατα υψηλές απαιτήσεις σου;
Ρόμπιν: Μα μιλάμε για ένα απλό μπέργκερ.
Μάρσαλ
: (Κοιτάζοντάς τη με γουρλωμένα τα μάτια.) Ένα απλό μπέργκερ; Ένα ΑΠΛΟ μπέργκερ; Ρόμπιν, είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό μπέργκερ. Η πρώτη μπουκιά, ας πούμε. Ω, τι θεσπέσια που είναι αυτή η πρώτη μπουκιά! Το σουσαμένιο ψωμάκι, σαν το στολισμένο με φακίδες στήθος ενός αγγέλου, αναπαύεται απαλά πάνω στην κέτσαπ και τη μουστάρδα, των οποίων οι γεύσεις αναμιγνύονται σε ένα αισθησιακό pas de deux. Και μετά... Μια πίκλα! Μια παιχνιδιάρα μικρή πίκλα! Ύστερα, μια φέτα τομάτας, ένα φύλλο μαρουλιού και ένα μπιφτέκι από κιμά, τόσο εξαίσιο, να στροβιλίζεται μες το στόμα σου, να διαλύεται και να ενώνεται ξανά, συνθέτοντας μια φούγκα γλυκύτητας και νοστιμιάς τόσo τερψιλαρύγγια! Δεν είναι ένα απλό σάντουιτς με κρέας και ψωμί, Ρόμπιν. Είναι ο Θεός, που συνομιλεί μαζί μας διαμέσω του φαγητού.

Λίλι: (Κοιτάζοντάς τον αγριεμένα.) Και τους γαμήλιους όρκους μας πήγες και τους αντέγραψες από το ίντερνετ.




Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Just for fun: Cookie Monster time!


Just for fun...
Το λατρευτό μου Cookie Monster σε μεγάλες πείνες: "F-oooooood!"
(Kαι βέβαια, δεν ξεχνάει και το απαραίτητο αλατoπίπερο!)



Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Εστιατόριο Εδωδή στο Κουκάκι

Οι Beatles πολύ σωστά εδήλωσαν "The best things in life are free", αλλά όταν δεν μπορείς να έχεις κάτι δωρεάν, η αμέσως καλύτερη επιλογή είναι να μπορείς να απολαύσεις κάτι σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την κανονική του. Κι όταν το "κάτι" είναι ένα γεύμα τεσσάρων πιάτων σε πολυτελές εστιατόριο με δώρο μία φιάλη κρασί, τα πράγματα γίνονται, φυσικά, ακόμα καλύτερα.
Κάπως έτσι θα το σκέφτηκε και ο Τσάνταλης όταν διοργάνωσε την προσφορά Wine Not, σε συνεργασία με διάφορα εστιατόρια της πόλης, από τα οποία εμείς διαλέξαμε το Εδωδή, διότι α) ήταν το μόνο από τη λίστα που δεν είχα επισκεφθεί και β) βραβεύεται με Χρυσο
ύς Σκούφους και Gourmet επί πολλά συναπτά έτη.
H αφορμή ήταν το κρασί ΚΑΝΕΝΑΣ του Τσάνταλη, του οποίου ο τίλος είναι φυσικά εμπνευσμένος από τον πολυμήχανο Οδυσσέα (για κάποιο λόγο αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός πάει πακέτο με το όνομα, και αυτομάτως μου έρχονται flashback της φιλόλογου στην Α' Γυμνασίου να μας ζητά να "χαρακτηρίσουμε" τον Οδυσσέα της Ραψωδίας Ζ μέσα σε 15 σειρές τετραδίου), και το οποίο πλαισίωσε ένα δείπνο σχεδιασμένο από τον σεφ της Εδωδής, Μιχάλη Λυτρίβη. Το συγκεκριμένο κρασί έχει λάβει διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς το 2010 και έχει αξιολογηθεί ως Best Buy Proposal (90 points) από το Wine & Spirits Magazine για το 2009.

Η Εδωδή (η λέξη σημαίνει "τροφή" στα αρχαία Ελληνικά) βρίσκεται στο Κουκάκι, σε ένα νεοκλασικό το οποίο μπορεί να μη σου γεμίζει το μάτι απέξω, αλλά το εσωτερικό του είναι πραγματικά πανέμορφο. Εντωμεταξύ, για να μπεις, πρέπει να χτυπήσ
εις το κουδούνι, κι εμένα κάτι τέτοια πολύ μ' αρέσουν, γιατί έχουν μια αίσθηση συνωμοσίας που με διασκεδάζει! Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα προσεγμένο κάτι που είναι εμφανές ήδη από τη φινετσάτη σάλα υποδοχής στο ισόγειο. Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα, μπορείς να χαζέψεις και τα διάφορα βραβεία με τα οποία έχει τιμηθεί κατά καιρούς το εστιατόριο. Ο χώρος του εστιατορίου διατηρεί την παλιά διαρρύθμιση του κτηρίου ως σπιτιού και είναι χωρισμένος σε δωμάτια. Το πάτωμα είναι ξύλινο και σε κάθε γωνιά υπάρχουν παλιά έπιπλα από σκούρο ξύλο -σερβάντες και κομότες- διακοσμημένα με λευκά κεντήματα, ενώ τους τοίχους κοσμούν διάφροι πίνακες, καθώς και ένας μεγάλος καθρέφτης με χρυσή κορνίζα, έτσι ώστε ο χώρος συνολικά να αποπνέει μια αίσθηση παλιού αστικού αθηναϊκού σπιτιού. Από την άλλη, το Εδωδή έχει και μια νότα τεατράλε, με έναν μεγάλο πίνακα του Εγγονόπουλου με πιερότους, διάφορες μαριονέτες κρεμασμένες στους τοίχους, αλλά και μια λατέρνα-κουτάκι που την κουρδίζουν και την ακουμπούν στο τραπέζι σου στο τέλος του δείπνου. Μας έβαλαν να καθίσουμε σε μια ροτόντα (εντωμεταξύ, για κάποιο λόγο τρελαίνομαι για στρογγυλά τραπέζια, τα βρίσκω πολύ πιο συντροφικά όταν η παρέα είναι από τρία άτομα και πάνω) και αρχίσαμε να μελετάμε το μενού, το οποίο ήταν μεν fix, αλλά όσο να 'ναι θέλεις να είσαι και προετοιμασμένος για να κάνεις και compartmentalization στο στομάχι πριν ξεκινήσεις. Να ξέρεις δηλαδή, πόσο χώρο να προβλέψεις για το κάθε πιάτο ανάλογα με τα γούστα σου, n' est-ce pas? Μας χαροποίησε ιδιαίτερα η ανακάλυψη ότι, ως συντροφιά των τριών ατόμων, δικαιούμασταν δύο φιάλες κρασιού με το δείπνο μας, πράγμα που μας ήρθε κουτί, διότι έτσι ζητήσαμε μια λευκό και μία κόκκινο για να το συνοδεύσουμε με τα ανάλογα πιάτα.
Ξεκινήσαμε με τα amuse bouche: μια teeny tiny κροκέτα μελιτζάνας με λίγη φέτα και μια κουταλιά μους γαρίδας με καρύδα. Στο μεταξύ, ήρθε και το λευκό κρασί μας, που περιέχει μοσχάτο Αλεξανδρείας και Chardonnay, το οποίο είναι αρκετά φρουτώδες κι έχει ήπια γεύση. Συνεχίσαμε με δύο ντιπ -ένα με μελιτζάνα με σκόρδο και ένα με πράσινη ελιά, καθώς και λίγο βούτυρο, που απολαύσαμε με το πανεράκι με ζεστά λευκά και μαύρα ψωμάκια.

Το πρώτο μας πιάτο ήταν μαριναρισμένα ρολά σολομού με κρέμα horsera
dish (αγριοράπανου), φινόκιο, άνιθο και σος σόγιας, το οποίο ψηφίστηκε ομόφωνα ως το καλύτερο πιάτο του μενού. Ήταν δροσιστικό και συνδύαζε τις αρετές ενός ορεκτικού και μιας σαλάτας ταυτόχρονα, ενώ η σος σόγιας του έδινε και μια αίσθηση sushi. Συνεχίσαμε με μια σούπα γλυκιάς κολοκύθας με κολοκυθόσπορους και αρωματικά βότανα, η οποία ήταν μεν νόστιμη, αλλά η υπερβολική ποσότητα κανέλας την έκανε λίγο να πικρίζει και κάλυπτε τη γεύση (αλλά και το άρωμα) της κολοκύθας, η οποία είναι αρκετά λεπτή. Στη φάση αυτή ζητήσαμε να μας σερβίρουν το κόκκινο κρασί. Ο ερυθρός ΚΑΝΕΝΑΣ, που περιέχει μαυρούδι και Syrah, μας άρεσε ως κρασί πολύ περισσότερο από το λευκό, για την πλούσια γεύση του και τη μακράς διαρκείας επίγευσή του.
Το κυρίως πιάτο, που ήταν φιλέτο μοσχαριού σε λεπτές φέτες γεμιστό με μους μανιταριών, σε φύλλο κρούστας με σος μαυροδάφνης, μας απογοήτευσε λίγο. Αν και η εκτέλεση ήταν πραγματικά άψογη, βρήκαμε τη συνταγή αυτή κάπως παρωχημένη. Ο δε Σ., όντας λάτρης των καθαρών γεύσεων, ήταν ανένδοτος: το φιλέτο πρέπει να τρώγεται σκέτο και το να το τυλίγεις με φύλλο και να του προσθέτεις και γέμιση είναι ιεροσυλία. Εγώ το συγκεκριμένο πιάτο το ευχαριστήθηκα μεν, αλλά νομίζω πως κι εγώ θα το προτιμούσα χωρίς το φύλλο κρούστας και με τη μους μανιταριών on the side.
Το επιδόρπιο -μους μαστίχας με κανταΐφι, αλεσμένο φυστίκι Αιγίνης και σος ιβίσκου- επίσης δεν μας απογείωσε και πάλι συμφωνήσαμε ομόφωνα πως ήταν το λιγότερο ενδιαφέρον πιάτο. Η μους δεν είχε την υφή που θα θέλαμε, ενώ η σος ιβίσκου θύμιζε ελαφρώς σιρόπι για το βήχα. Τα mignardises στο τέλος, όμως, μας παρηγόρησαν: μπισκοτάκι με τσάι, κύβος από ζελέ πορτοκάλι και το καλύτερο όλων, το ζελέ μέντας, που είναι ό,τι πρέπει για να καθαρίσει ο ουρανίσκος στο τέλος του γεύματος.
Τελικά, το μεγαλύτερο προτέρημα του Εδωδή είναι ο κομψός χώρος του. Η σπιτίσια αίσθηση σε κάνει να χαλαρώνεις τόσο που να μη θες να φύγεις -βοήθησαν, βέβαια, σ' αυτό και οι δύο φιάλες Τσάνταλη, δεν λέω! Πολύ καλή είναι επίσης και η περιποίηση και το προσωπικό ήταν ευγενέστατο. Μοναδικό παράπονο ήταν η ελλιπής ενημέρωση ως προς το συγκεκριμένο event: με το που τακτοποιήθηκαμε στο τραπέζι, μας ρώτησαν αν προτιμάμε λευκό ή κόκκινο κρασί. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι δικαιούμασταν δύο φιάλες και όχι μία έπρεπε να μας το πουν από μόνοι τους και όχι να αναγκαστούμε να το πληροφορηθούμε από τον κατάλογο και να τους ρωτάμε αν ισχύει. Τώρα εάν θα επισκεπτόμουν ξανά την Εδωδή, δεν ξέρω. Με τα 35 ευρώ που στοίχιζε το συγκεκριμένο μενού, έμεινα φυσικά ικανοποιημένη, αλλά τα 60-70 που στοιχίζει κανονικά να γευματίσεις στο συγκεκριμένο εστιατόριο, μου φαίνονται κάπως πολλά για την κουζίνα που μας σύστησαν, έστω και έτσι δειγματοληπτικά. Βέβαια, το ίδιο αυτό μενού μπορείτε να το παραγγείλετε με την τιμή των 35 ευρώ (χωρίς κρασί, όμως), καθημερινά τα απογεύματα, από τις 5:00 έως τις 8:00 μ.μ.. (Από την άλλη, αυτός ο περιορισμός είναι κάπως ενοχλητικός και εάν δεν είστε Άγγλος τουρίστας στην Αθήνα, είναι μάλλον δώρον άδωρον, γιατί στην Ελλάδα σχεδόν κανείς δεν δειπνεί τουλάχιστον πριν τις εννιά...)

Ετυμηγορία: Κομψότατο περιβάλλον και old fashioned γαστρονομία Κουζίνα: κλασική διεθνής με λίγες μοντέρνες πινελιές
Crowd: Comme il faut μεγαλοαστοί, ένα βήμα πριν ή ένα μετά τη συνταξιοδότηση.

Διεύθυνση: Βεΐκου 80, Κουκάκι

Τηλ: 210 92 13 013

Υ.Γ. Και για να λέμε ολοκληρωμένα πράγματα, αλλά και επειδή έχω καιρό να παραθέσω ένα λογοτεχνικό απόσπασμα σχετικό με γαστρονομία, ορίστε και οι στίχοι της Οδύσσειας από τη Ραψωδία Ι που αναφέρονται στο εν λόγω γλυκόπιοτο κρασί:

Κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο:
"Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη· για πιες κρασί από πάνω,
να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω το 'φερνα, μπορεί να με λυπόσουν

και στην πατρίδα μου να μ᾿ έστελνες᾿ μα εσύ ξεφρενιασμένος

πια δε βαστιέσαι. Πως αργότερα θα πει να σου 'ρθει κι άλλος

απ᾿ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που δείχνεις;
"
Είπα, κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσια,
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο:

"Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ᾿ ονομά σου,
μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.

Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ᾿ τις βροχές του Δία
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια μας σταφύλια'
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν!"


Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα᾿
τρεις φορές του 'δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να 'χει ανέβει,
γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
"Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομα μου·


θα το 'χεις, μα και συ που 'ταξες να μου χαρίσεις δώρο!

Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,

κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.
"
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
"Θ' αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω᾿ πιο πριν τους άλλους

θα φάω συντρόφους του· το δώρο μου για σένα ετούτο θα 'ναι!"
Αυτά είπε, κι έγειρε τ᾿ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος

με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο
τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες

ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.


Y.Γ.2 Έλα όμως που κι οι Beatles καλά τα λέγανε...



The best things in life are free/ But you can keep 'em for the birds and bees/ Now gimme money (that's what I want)

Υ.Γ.3 Η φωτογραφία είναι από το site της Καθημερινής.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Η Audrey Hepburn και η τέχνη του souffle

Η ταινία Sabrina (1954), εκτός του ότι είναι μια από τις πιο τρυφερές αισθηματικές κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου, έχει κι αυτή την υπέρκομψη Audrey Hepburn που σε μαγνητίζει και σε κάνει να μην μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από την οθόνη. Εντωμεταξύ, διαβάζοντας χθες ένα πολύ ενδιαφέρον (και λαχταριστό) post στο blog Pandespani για τα σουφλέ σοκολάτας, μου ήρθε αναπόφευκτα στο μυαλό η σκηνή όπου η Sabrina, στη σχολή μαγειρικής όπου σπουδάζει στο Παρίσι (προκειμένου να βγάλει από το μυαλό της τον ομορφονιό τεντιμπόη David Larrabee, παρεμπιπτόντως) τρώει κατσάδα από τον καθηγητή της, γιατί το σουφλέ τυριού που έφτιαξε είναι εντελώς κατσιασμένο, καθότι ήταν αφηρημένη καθ'όλη τη διάρκεια και ονειροπολούσε σκεπτόμενη -ποιον άλλον;- τον David. (By the way, κάπως έτσι ήταν κι εμένα το πρώτο μου σουφλέ... Και όχι λόγω έρωτα. Δεν έχω καμία δικαιολογία!)

Γάλλος καθηγητής μαγειρικής: Και τώρα, κυρίες και κύριοι, για να δούμε αν εμπεδώσατε το μάθημα του σουφλέ. Το σουφλέ πρέπει να είναι χαρούμενο. Χαρ
ούμενο, σαν δυο πεταλουδίτσες που χορεύουν βαλς στο καλοκαιρινό αεράκι. Τραλαλαλαλά! (Ο καθηγητής περνά μπροστά από τον πάγκο του κάθε μαθητή, επιθεωρεί τα σουφλέ ένα-ένα και ανακοινώνει την ετυμηγορία.) Πολύ χαμηλό. Πολύ άψητο. Πολύ βαρύ. Πολύ χαμηλό. Πολύ ψηλό. Υπερβάλλετε! Εντάξει. Έτσι κι έτσι. Ατσούμπαλο. (Στον Βαρόνο Σαιντ Φοντανελ.) Μμμμ! Ανυπέρβλητο. Βαρόνε, δεν έχετε χάσει το ταλέντο σας. (Φτάνοντας, επιτέλους, και στο ξεφούσκωτο σουφλέ της Σαμπρίνα, την κοιτάζει επικριτικά με σηκωμένο το φρύδι.) Υπερβολικά χαμηλό.
Σαμπρίνα
: (Εντελώς απογοητευμένη). Δεν ξέρω τι φταίει.

Βαρόνος: Θα σου πω εγώ. Ξέχασες να ανάψεις τον φούρνο. Σε παρακολουθούσα. Το μυαλό σου δεν είναι στη μαγειρική
. Είναι αλλού. Είσαι ερωτευμένη. Και θα τολμήσω να προχωρήσω και παραπέρα. Ο έρωτάς σου δεν έχει ανταπόκριση.
Σαμπρίνα: Φαίνεται, ε;

Βαρόνος: Ολοκάθαρα. Μια γυναίκα που ο έρωτ
άς της έχει βρει ανταπόκριση, θα κάψει το σουφλέ της. Μια γυναίκα που δεν έχει βρει ανταπόκριση, θα ξεχάσει να ανάψει τον φούρνο της.