Μετά από τόσες κριτικές εστιατορίων σερί, νομίζω πως είναι ώρα και για κάτι λογοτεχνικό, με θέμα -όπως πάντα- τη γαστρονομία. Χαζεύοντας τη βιβλιοθήκη μου έπεσα πάνω στον Ambrose Bierce (1842-1914), έναν συγγραφέα όχι ιδιαίτερα γνωστό στην Ελλάδα (αν και έχουν μεταφραστεί κάποια βιβλία του), αλλά πολύ αγαπητό στην Αμερική. Ο Bierce ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας -κυρίως διηγημάτων- αλλά μεταξύ άλλων έχει γράψει και το The Devil's Dictionary (Το αλφαβητάρι του Διαβόλου), ένα σατιρικό λεξικό όπου δίνει δικούς του, ποικίλης ύλης ορισμούς για έννοιες αφηρημένες, όπως η Aισιοδοξία ή η Αλήθεια, ως και διάφορα αντικείμενα και φαινόμενα της καθημερινότητας. Εξαιτίας της κυνικότητας με την οποία συνηθιζε να αντιμετωπίζει την ανθρώπινη φύση, του δόθηκε το παρατσούκλι "Bitter Bierce" (Μπιρς ο Πικρόχολος θα λέγαμε) και θα διαπιστώσετε σε λίγο ότι μάλλον δικαίως του βγήκε τ' όνομα -ειδικά αν κρίνουμε από τον τελευταίο ορισμό για τη λέξη "φαγώσιμος"! Βεβαίως, δεν του λείπει και ο αυτοσαρκασμός -δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ήταν στενοί φίλοι με τον Mark Twain. Παραθέτω, λοιπόν, μερικούς ορισμούς από το Αλφαβητάρι του Διαβόλου, οι οποίοι σχετίζονται με τη γαστρονομία, αλλά και τη λαιμαργία...
Κοιλιά (ουσ.): Ο ναός του θεού Στομάχου, τον οποίο υποχρεούται να λατρεύει -προσφέροντας τις ανάλογες θυσίες- κάθε σωστός άντρας. Η αρχαία αυτή λατρεία δεν απαιτεί απ' τις γυναίκες παρά μόνο κάτι μισόλογα. Κάπου-κάπου διακονούν τον βωμό με μισή καρδιά και χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, αλλά δεν ένοιωσαν ποτέ πραγματικό σεβασμό για τη μοναδική θεότητα που λατρεύουν οι άντρες. Αν οι γυναίκες είχαν το πάνω χέρι στην παγκόσμια αγορά, θα βοσκούσαμε χορτάρι.
Μαγιονέζα (ουσ.): Μία από τις σάλτσες που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι αντί για επίσημη θρησκεία.
Νέκταρ (ουσ.): Ποτό που έπιναν στα συμπόσιά τους οι θεοί του Ολύμπου. Το μυστικό της παρασκευής του έχει χαθεί, αλλά οι σύγχρονοι κάτοικοι του Κεντάκυ πιστεύουν πως βρίσκονται πολύ κοντά στην ανακάλυψη του κύριου συστατικού του.
Ντεζενέ (ουσ.) [< γαλλ. Dejeuner] To πρόγευμα του Αμερικανού που βρίσκεται στο Παρίσι. Προφέρεται όπως να 'ναι.
Παρατρώω (ρ.): Δειπνώ.
Σάλτσα (ουσ.): Το μόνο αλάνθαστο σημάδι πολιτισμού και καλλιέργειας. Ένας άνθρωπος χωρίς καμία σάλτσα έχει χίλια ελαττώματα. Ένας άνθρωπος με μία σάλτσα έχει 999 ελαττώματα. Κάθε φορά που επινοείται και καθιερώνεται μία σάλτσα, αποκηρύσσεται και συγχωρείται ένα ελάττωμα.
Σιτάρι (ουσ.): Δημητριακό που μόλις και μετά βίας δίνει ένα ουίσκι κάπως καλό, αλλά μπορεί να φτιάξει και ψωμί. Λένε πως οι Γάλλοι καταναλώνουν τις μεγαλύτερες per capita ποσότητες ψωμιού από κάθε άλλο λαό. Είναι φυσικό, αφού μόνο αυτοί ξέρουν πώς να το κάνουν να τρώγεται.
Τσιμπούσι (ουσ.): Γιορτή. Θρησκευτικός εορτασμός ο οποίος συνήθως σημαδεύεται από λαιμαργία και μπεκρουλίκι. Συχνά προς τιμήν κάποιου αγίου γνωστού για την εγκράτειά του.
Φαγώσιμος (επίθ.): Εύγευστος και υγιεινός, όπως το σκουλήκι για το βάτραχο, ο βάτραχος για το φίδι, το φίδι για το γουρούνι, το γουρούνι για τον άνθρωπο και ο άνθρωπος για το σκουλήκι.
Οι ορισμοί είναι παρμένοι από την ελληνική έκδοση του Devil's Dictionary, από τις εκδόσεις Ηλέκτρα, σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα.
Κοιλιά (ουσ.): Ο ναός του θεού Στομάχου, τον οποίο υποχρεούται να λατρεύει -προσφέροντας τις ανάλογες θυσίες- κάθε σωστός άντρας. Η αρχαία αυτή λατρεία δεν απαιτεί απ' τις γυναίκες παρά μόνο κάτι μισόλογα. Κάπου-κάπου διακονούν τον βωμό με μισή καρδιά και χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, αλλά δεν ένοιωσαν ποτέ πραγματικό σεβασμό για τη μοναδική θεότητα που λατρεύουν οι άντρες. Αν οι γυναίκες είχαν το πάνω χέρι στην παγκόσμια αγορά, θα βοσκούσαμε χορτάρι.
Μαγιονέζα (ουσ.): Μία από τις σάλτσες που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι αντί για επίσημη θρησκεία.
Νέκταρ (ουσ.): Ποτό που έπιναν στα συμπόσιά τους οι θεοί του Ολύμπου. Το μυστικό της παρασκευής του έχει χαθεί, αλλά οι σύγχρονοι κάτοικοι του Κεντάκυ πιστεύουν πως βρίσκονται πολύ κοντά στην ανακάλυψη του κύριου συστατικού του.
Ντεζενέ (ουσ.) [< γαλλ. Dejeuner] To πρόγευμα του Αμερικανού που βρίσκεται στο Παρίσι. Προφέρεται όπως να 'ναι.
Παρατρώω (ρ.): Δειπνώ.
Σάλτσα (ουσ.): Το μόνο αλάνθαστο σημάδι πολιτισμού και καλλιέργειας. Ένας άνθρωπος χωρίς καμία σάλτσα έχει χίλια ελαττώματα. Ένας άνθρωπος με μία σάλτσα έχει 999 ελαττώματα. Κάθε φορά που επινοείται και καθιερώνεται μία σάλτσα, αποκηρύσσεται και συγχωρείται ένα ελάττωμα.
Σιτάρι (ουσ.): Δημητριακό που μόλις και μετά βίας δίνει ένα ουίσκι κάπως καλό, αλλά μπορεί να φτιάξει και ψωμί. Λένε πως οι Γάλλοι καταναλώνουν τις μεγαλύτερες per capita ποσότητες ψωμιού από κάθε άλλο λαό. Είναι φυσικό, αφού μόνο αυτοί ξέρουν πώς να το κάνουν να τρώγεται.
Τσιμπούσι (ουσ.): Γιορτή. Θρησκευτικός εορτασμός ο οποίος συνήθως σημαδεύεται από λαιμαργία και μπεκρουλίκι. Συχνά προς τιμήν κάποιου αγίου γνωστού για την εγκράτειά του.
Φαγώσιμος (επίθ.): Εύγευστος και υγιεινός, όπως το σκουλήκι για το βάτραχο, ο βάτραχος για το φίδι, το φίδι για το γουρούνι, το γουρούνι για τον άνθρωπο και ο άνθρωπος για το σκουλήκι.
Οι ορισμοί είναι παρμένοι από την ελληνική έκδοση του Devil's Dictionary, από τις εκδόσεις Ηλέκτρα, σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου