Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Jaipur Palace στο Μαρούσι

Όντας λάτρης της ινδικής κουζίνας, δεν μπορώ παρά να παρατηρώ ξανά και ξανά μετά λύπης μου πόσο πάσχει η Αθήνα από ινδικά εστιατόρια. Το αγαπημένο μου ινδικό ρεστοράν της πόλης μας, πάντως, είναι με διαφορά το Red Indian στου Ψυρρή. Ακολουθεί το Noor στο Μεταξουργείο, το οποίο, όμως, είναι ένα απλό συνοικιακό (και ακαλαίσθητο) εστιατόριο για ένα γρήγορο γεύμα και όχι ένας χώρος όπου μπορείς να πας το Σαββατοκύριακο. Με δεδομένο, λοιπόν, πρώτον ότι το Red Indian αυτή τη στιγμή είναι κλειστό λόγω ανακαίνισης, δεύτερον ότι το Noor δεν ενδείκνυται για καλοκαίρι (η περιοχή δεν είναι και ότι καλύτερο για να κάτσει κανείς στο πεζοδρόμιο, εν μέσω οίκων ανοχής), και τρίτον το ότι είχαμε πεθυμήσει ένα καυτερό πιάτο, βρε αδερφέ, πήραμε την απόφαση να επισκεφθούμε το Jaipur Palace στο Μαρούσι.
Στο εστιατόριο αυτό είχαμε ξαναπάει πριν 2-3 χρόνια και δεν είχαμε μείνει ιδιαίτερα ευχαριστημένοι, αλλά μετά από τόσο καιρό -και κυρίως ελλείψει άλλης λύσης- είπαμε να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Εκ των προτέρων, όμως, θα σας πω ότι η ετυμηγορία βγήκε και αποφασίστηκε ότι ήταν και η τελευταία.
Διευκρινίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι στην ποιότητα του φαγητού. Από αυτή θα έλεγα ότι μείναμε αρκετά ευχαριστημένοι. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ήταν βράδυ καθημερινής και μάλιστα σχετικά νωρίς. Είχαμε κάνει κράτηση -όπως πάντα- αλλά μπαίνοντας στο εστιατόριο, το οποίο είναι αρκετά μεγάλο σε έκταση, διαπιστώσαμε ότι ήμασταν ολομόναχοι -με την εξαίρεση ενός ζευγαριού. Καθίσαμε, λοιπόν, στον κήπο και μας έφεραν τους καταλόγους. Παρεμπιπτόντως, το Jaipur είναι ο ναός του κιτς: ό,τι ινδικό μπιχλιμπίδι και συμπράγκαλο μπορείτε να φανταστείτε, θα το βρείτε σε κάποια γωνία. Ξύλινοι κόκκινοι ελέφαντες και κουνιστά αλογάκια, γύψινοι Σιντάρτα Γκαουτάμα σε μέγεθος τρίφυλλης ντουλάπας, διάσπαρτες θεές Κάλι που σε κοιτάνε απειλητικά έτοιμες να σου ρίξουν σφαλιάρα με κάποιο από τα περισσευάμενα χέρια τους, τσιγκελωτά χρυσοποίκιλτα έπιπλα και γενικότερα, ό,τι μπορεί να προορίζεται για το παλάτι ενός μαχαραγιά.
Ανοίγοντας τον κατάλογο, δεν μπόρεσα παρά να διαπιστώσω για δεύτερη φορά πόσο παράλογη είναι η κοστολόγηση των πιάτων, σε σχέση τόσο με τα υπόλοιπα -λιγοστά έστω- ινδικά εστιατόρια της πόλης μας, αλλά και με ό,τι ινδικά εστιατόρια έχω δοκιμάσει στο εξωτερικό. Πώς να το κάνουμε, ρε παιδιά, δεν μπορείτε να κοστολογείτε ένα μπολάκι Lamb Pasanda (που περιέχει 5 μπουκιές αρνιού με σάλτσα) 21.80 ευρώ! Αν δηλαδή σκεφτείς σε τι κλάσης εστιατόρια της πόλης μας κοστίζουν τόσο τα κυρίως πιάτα, είναι εξωφρενικό! Φαίνεται, όμως, πως το Jaipur, έχοντας -σχεδόν- το μονοπώλιο στην ινδικής προέλευσης εστίαση στην πόλη, βαράει αβέρτα. Στο μεταξύ, όση ώρα χαζεύαμε τον κατάλογο -αλλά και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του γεύματός μας- η σερβιτόρα, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, στεκόταν όρθια σε ένα μέτρο απόσταση από το τραπέζι μας, πράγμα που, όπως και να το κάνουμε είναι κάπως αγχωτικό.
Οι τιμές αυτές, όπως είναι φυσικό, μας απέτρεψαν από το να παραγγείλουμε πολλά πράγματα. Όσο σκεφτόμασταν τι θα πάρουμε, κάνοντας νοερές προσθαφαιρέσεις για να μην πληρώσουμε τα δάνεια της Αγγλίας, ήρθαν και τα απαραίτητα papadam που συνηθίζεται να σερβίρονται σε κάθε ινδικό εστιατόριο με μια γλυκιά σος, ένα ντιπ μέντας-γιαουρτιού κι ένα τουρσί. Αυτό μας έφτιαξε κάπως τη διάθεση. Ξεκινήσαμε το γεύμα με πιτάκια vegetable samosas (6.20 ευρώ), τα οποία οφείλω να ομολογήσω πως ήταν νοστιμότατα. Στο σημείο αυτό μου δημιουργήθηκε για άλλη μια φορά η απορία γιατί στις ασιατικές κουζίνες τα ορεκτικά σερβίρονται πάντα σε τρία τεμάχια. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος συμβολισμός ή παράδοση πίσω από αυτήν τη φαινομενικά παράλογη -για τα δυτικά δεδομένα- μοιρασιά, αφού συνηθίζεται οι συνδαιτημόνες να είναι σε ζυγούς αριθμούς. Και καλά αν είστε δύο, μοιράζεστε το τρίτο samosa. Αν είστε τέσσερις τι κάνετε; Ρίχνετε κλήρο;
Τεσπά, εγώ, λοιπόν βούταγα αμέριμνη τα samosas μου μέσα στο ντιπ μέντας-γιαουρτιού που προορίζεται για τα papadam και τότε μου ήρθε η ιδέα ότι ίσως στα μάτια ενός Ινδού πρόκειται για τρομερό γαστρονομικό faux-pas. Περίπου, δηλαδή, όπως φαίνονται σε εμάς οι τουρίστες στις ταβέρνες των νησιών που παραγγέλνουν τζατζίκι και Ό,ΤΙ ΑΛΛΟ υπάρχει επάνω στο τραπέζι το ντιπάρουν μέσα σε αυτό, από την πατάτα (αποδεκτό ως εδώ) και την ντομάτα (ας πάει και το παλιάμπελο), ως το χοιρινό παϊδάκι (έλεος) και τον γαύρο τον τηγανητό (double έλεος). Εγώ βέβαια έμεινα απτόητη, και ο Σ. μου έδωσε το ελεύθερο να συνεχίσω ακάθεκτη το ατόπημα, αφού συμφώνησε ότι "πάει ωραία".
Anyway, πάλι ξέφυγα από το θέμα (το συνηθίζω, που να πάρει η οργή).
Παραγγείλαμε, λοιπόν, από τα ψωμιά, το garlic kulcha (2.60 ευρώ). Ε, εκεί μου δημιουργήθηκε και δεύτερη απορία, διότι δεν ήξερα ποια είναι η διαφορά του kulcha από το γνωστό naan bread ή το paratha, που επίσης συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο. Όταν ρώτησα τι σερβιτόρα, μου απάντησε βαριεστημένα ότι "είναι το ίδιο πράμα (sic)". E, συγγνώμη, όταν πας σε ένα εστιατόριο με εθνική κουζίνα, δεν είναι υποχρεωμένο το προσωπικό να σε κατατοπίζει και να λύνει τέτοιες απορίες; Σε κάθε περίπτωση πάντως, το garlic kulcha ήταν νοστιμότατο κι εγώ έλυσα την απορία μου χάρη στον καλό κύριο Γκουγκλ για άλλη μία φορά. Το naan, το paratha και το kulcha είναι παρόμοια στην παρασκευή τους (όλα στρογγυλές, επίπεδες πίτες) και μπορεί να έχουν διαφορετική γέμιση, αλλά η διαφορά έγγειται στο είδος του αλευριού και του βουτύρου που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του καθενός. Πάντως, γευστικά, στον δικό μας δυτικό ουρανίσκο φαντάζουν ίδια. Οι Ινδοί ωστόσο, συνοδεύουν με άλλο τύπο ψωμιού τα διαφορετικά εδέσματα.
Από τα κυρίως, παραγγείλαμε το mughai murgh korma (16.90), που είναι κοτόπουλο μαγειρεμένο με αρωματική σάλτσα από κάσιους (στην παράδοση των Μογγόλων), μόνο που εμείς το ζητήσαμε με αρνί. Ήταν καλομαγειρεμένο και αρωματικό, αλλά κάπως ελλιπές σε καρυκεύματα. (Δεν εννοώ ότι δεν ήταν αρκετά καυτερό, γιατί ούτως ή άλλως το συγκεκριμένο πιάτο είναι mild). Το συνοδεύσαμε με το απαραίτητο μπασμάτι. Διαλέξαμε το ρύζι με σαφράν (3.60), το οποίο, όμως, δεν είχε κατά τη γνώμη μου αρκετό σαφράν. Τέλος, παραγγείλαμε κι ένα chana masala (8.80), ρεβύθια δηλαδή μαγειρεμένα με κρεμμύδι, τζίντζερ, σκόρδο και ντομάτα, που ήταν και το νοστιμότερο πιάτο από όσα φάγαμε δοκιμάσαμε.
Κι ενώ ήμασταν αρκετά ικανοποιημένοι από τα πιάτα μας, ζητήσαμε το λογαριασμό, που μας έκανε έξω φρενών όταν διαπιστώσαμε ότι το korma που ζητήσαμε με αρνί αντί για κοτόπουλο είχε χρεωθεί 21.80 αντί για 16.80, δηλαδή ΠΕΝΤΕ ολόκληρα ευρώ παραπάνω. Όταν ζήτησα εξηγήσεις από το σερβιτόρο, μου είπε πως ό,τι σερβίρεται με αρνί τιμολογείται 21.80. Του είπα πως αν πρόκειται να χρεωθούμε 5 ευρώ περισσότερα, καλό θα είναι να μας ενημερώνετε με την παραγγελία, και πως ούτως ή άλλως η διαφορά των 5 ευρώ του αρνιού από το κοτόπουλο είναι υπερβολική, ειδικά για ένα πιάτο που περιέχει όλα κι όλα 5 κομμάτια αρνιού. Αυτός βέβαια παρέμεινε απτόητος και μου εξήγησε ότι έτσι συνηθίζει το κατάστημα και ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Όχι ότι εμείς του ζητήσαμε να κάνει κάτι, αλλά και μόνο αυτή η λογική κοστολόγησης με έκανε να νιώθω ότι το μαγαζί κοιτάζει απλώς από πού μπορεί να βγάλει περισσότερα και όχι πώς να ικανοποιήσει τον πελάτη του. Ίσως γι' αυτό, Πέμπτη βράδυ, δειπνούσαμε μόνο εμείς κι άλλοι δύο.

Ετυμηγορία: Μπα... Έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουνε samosas.
Τιμές: 30-45 ευρώ. Εμείς πληρώσαμε 25, αλλά παραγγέλνοντας λίγα πράγματα και χωρίς ποτά.
Σέρβις: Βαριεστημένο.
Crowd: Well, αν κρίνουμε από τη συγκεκριμένη βραδιά, αν είστε μόνο εσείς και άλλοι δύο, ό,τι και αν είναι αυτοί οι άλλοι δύο δε θα σας νοιάζει, απλώς θα προσεύχεστε να μην φύγουν και αυτοί και μείνετε μόνοι, με το σερβιτόρο πάνω από το σβέρκο σας. Θέλω να ελπίζω πως τα Σαββατοκύριακα όλο και κάποιος τρίτος θα εμφανιστεί.
Καλοκαίρι: Υπάρχει ένας ευρύχωρος κήπος με δέντρα και θάμνους. Αν δεν σας ενοχλούν οι περίπου δέκα γάτες που σβουρνάνε στα πόδια σας καραδοκώντας να σας πέσει κάνα κομμάτι kulcha απ' το τραπέζι, δεν είν' κακά. Εμένα πάντως, με ενοχλούν, από την άποψη της υγιεινής και μόνο.
Διεύθυνση:
Αγ. Κων­σταντίνου & Θέμιδος, Μαρούσι. Υπάρχει κι ένα δεύτερο Jaipur στη Γλυφάδα, Λαζαράκη 63.
Τηλ: 210 80 52 762-3 (Μαρούσι), 210 89 45 366 (Γλυφάδα).

2 σχόλια:

  1. Ευχαριστούμε γιά τα σχόλια σας, και αν μη τι άλλο αυστηρή κριτική σας.
    Οσον αφορά την προσεύση πελατών τους καλοκαιρινούς μήνες στο εστιατόριο δυστυχώς δεν είναι τόσο μεγάλη ειδικά τις καθημερινές.
    Τώρα γιά την κοστολόγηση των πιάτων θα πρέπει να λάβεται υπόψη σας κατά πόσο έχουν αυξηθεί οι πρώτες ύλες τα τελευταία δύο χρόνια. Βέβαια δεν είναι και το ίδιο στην τιμή το αρνί με το κοτόπουλο έτσι?
    Δεν θεωρώ ότι οι σερβιτόροι βρίσκονται πάνω από το σβέρκο σας όπως περιγράφετε, θα θέλατε ίσως να μην σας δίνουν καμιά σημασία μήπως?
    ANYWAYόπως λέτε, θεωρώ αρκετά άστοχα τα σχόλια σας, και καλό είναι να είστε πιό καλ'υτερα ενημερωμένη την επόμενη φορά!!!
    Σας ευχαριστούμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κύριε Perry, σας ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου για το σχόλιό σας, αν και αισθάνομαι πως οι απαντήσεις σας στα θέματα που έθιξα δεν καλυπτουν κανέναν.
    Καταρχάς, για μένα, ένας σερβιτόρος που στέκεται διαρκώς από πάνω μου, αλλά όταν τον χρειαστώ για να τον ρωτήσω κάτι βαριέται (ή δεν ξέρει τι) να μου απαντήσει, δεν εξυπηρετεί σε κάτι. Από τον σερβιτόρο στο ένα μέτρο μέχρι τον σερβιτόρο στο διάστημα, η απόσταση ειναι τεράστια, και υπάρχουν πολλοί τρόποι να είναι ο σερβιτόρος ταυτόχρονα παρών και απών.
    Δεύτερον, μια χαρά ενημερωμένη είμαι και γνωρίζω καλά ποια είναι η τιμή του αρνιού και του κοτόπουλου στην αγορά. Γι' αυτό, λοιπόν, τα 100 γραμμάρια αρνιού σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται να κοστολογούνται σε τιμή παραπάνω από διπλάσια από την τρέχουσα τιμή του κιλού στην αγορά.
    Τρίτον, το πρόβλημα του λιγοστού κόσμου το καλοκαίρι και μόνο (όχι ότι και τον χειμώνα που είχα έρθει παλιότερα -και μάλιστα Σάββατο- ήταν ιδιαίτερα γεμάτο το κατάστημα)θα έπρεπε να σας προβληματίσει όσον αφορά το κόστος και να κάνετε μια σχετική μείωση τιμών, γιατί, όπως είπα, θεωρώ ότι το πρόβλημα του εστιατορίου δεν έγκειται στην ποιότητα του φαγητού σας.
    Τέταρτον, γάτες -και μάλιστα σε τέτοιο αριθμό- μόνο σε χασαποταβέρνες στα νησιά βλέπουμε, κι ακόμα κι εκεί οι ιδιοκτήτες το καταλαβαίνουν και τις μαζεύουν πλέον. Αν μη τι άλλο, είναι ανθυγιεινό.
    Σας ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή