Πέρασαν έξι μήνες από την πρώτη φορά που επισκέφθηκα τη Χρύσα στον Κεραμεικό και ανυπομονούσα να ξαναπάω, γιατί ήταν ένα από τα λίγα εστιατόρια που δοκίμασα την προηγούμενη (ακαδημαϊκή, λολ) χρονιά τα οποία με είχαν αφήσει απόλυτα ικανοποιημένη. Με λίγα λόγια, ήμουν προετοιμασμένη για ένα δείπνο από πολύ καλό (τουλάχιστον) έως εξαιρετικό (με λίγη τύχη).
Το εστιατόριο συνεχίζει να έχει το ίδιο γοητευτικό και κομψό ambience. Όλα λειτουργούν σωστά: από τον χαμηλό φωτισμό και το τεράστιο βάζο με φρέσκα λουλούδια στο χολ ως τα στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα τραπέζια και την απαλή μουσική (αυτή τη φορά ακούσαμε κυρίως bossa nova διασκευές γνωστών κομματιών, ποικιλία από oldies -Piaf, Un homme et une femme κ.α.- αλλά και το In the Summertime των Mungo Jerry που με εξέπληξε ευχάριστα).
Το ξεκίνημα ήταν πολύ ευχάριστο και το πρώτο εικοσάλεπτο κύλησε με βούτες (ναι, το παραδέχομαι) των μικρών και μυρωδάτων χειροποίητων καρβελακίων (αυτή η γενική πλυθηντικού των υποκοριστικών είναι από μόνη της ανέκδοτο) στο μπολάκι με τον λευκό ταραμά και φιλικούς διαξιφισμούς σχετικά με το από ποιο hit των 70s πήρε η Madonna τον ρυθμό του Hang Up (Τελικά ήταν από τους ΑΒΒΑ. Είχες δίκιο, Σ., και όπως υποσχέθηκα, αποκαθιστώ την τιμή σου δημοσίως.)
Στον κατάλογο δεν διαπίστωσα αλλαγές, αλλά ένα ήταν το σίγουρο. Και οι τρεις μας θέλαμε να γευτούμε ξανά το ίδιο ακριβώς πιάτο που είχαμε παραγγείλει και την τελευταία φορά (ναι, πήγα με την ίδια ακριβώς παρέα): το ψαρονέφρι, γεμιστό με ρικότα και μανούρι σε σάλτσα από μαριναρισμένα σύκα και μέλι (16 ευρώ). Τελικά, ο ένας μας αποφάσισε να θυσιαστεί για να μην ρεζιλευτούμε εντελώς και να διαλέξει κάποιο από τα πιάτα ημέρας. Παρεμπιπτόντως, τον Απρίλιο, το ίδιο πιάτο είχα σημειώσει ότι στοίχιζε 20 ευρώ, πράγμα που -αν δεν έχω κάνει εγώ κάποιο λάθος, φυσικά- είναι οπωσδήποτε ευχάριστο. Δυστυχώς, όμως, το πιάτο δεν είχε την ίδια δυναμικότητα και δεν άφησε την ίδια ευχαρίστηση στον (αρκετά απαιτητικό, το ομολογώ) ουρανίσκο κανενός από τους δύο μας. Καταρχάς, ερωτηθήκαμε πώς επιθυμούμε ψημένο το κρέας και η σερβιτόρα είπε ότι συνήθως το σερβίρουν μέτριο, κι έτσι συμφωνήσαμε. Το κρέας, όμως, έφτασε και στα δύο πιάτα υπερβολικά στεγνωμένο και οπωσδήποτε ψημένο πολλή ώρα πιο πριν. Τα μαριναρισμένα σύκα ήταν άψογα, αλλά από το πιάτο έλειπε η απαλή σάλτσα κρέμας που το συνόδευε την προηγούμενη φορά, η οποία αντιστάθμιζε ιδανικά τη γλύκα του μελιού και του σύκου. Τέλος, το φορμαρισμένο -σκέτο- λευκό ρύζι που συνόδευε το κρέας από αισθητική θύμιζε πυργάκι 5χρονου στην παραλία με το κουβαδάκι και όχι εστιατόριο του επιπέδου της Χρύσας -εν ολίγοις, καμία σχέση με το food styling που είχα θαυμάσει την άλλη φορά. Δεν ξέρω σε τι οφείλεται η αλλαγή αυτή, αλλά με λυπεί. Το δεύτερο κυρίως πιάτο, από το οποίο δοκίμασα λίγο, ήταν αρνί τσιγαριαστό με μπουρέκι χανιώτικο. Όταν ρωτήσαμε τι ακριβώς ήταν το χανιώτικο μπουρέκι και αν ήταν κάτι με ζύμη, η σερβιτόρα αδυνατούσε να μας το περιγράψει και απλώς λάβαμε την απάντηση ότι, "Ναι, είναι" και ότι "Θα μας αρέσει σίγουρα." Δεν το πολυψειρίσαμε και το παραγγείλαμε. Ήταν νόστιμο, αλλά δεν σε απογείωνε. Τελικώς το "μπουρέκι", ήταν ένα κυλινδρικό πυργάκι από κολοκύθι, τομάτα και κάποιο λευκό τυρί και σίγουρα δεν είχε ζύμη.
'Αρχισα ανάποδα αυτή τη φορά και ξέχασα τη σαλάτα και το πρώτο πιάτο. Μοιραστήκαμε, λοιπόν, τη σαλάτα με λόλα, ραντίτσιο, κρουτόν, καρύδια, μελιτζάνα, κατσικίσιο τυρί και μπαλσάμικο (12 ευρώ), η οποία ήταν νόστιμη -αν και χιλιοσερβιρισμένος πια συνδυασμός- και τα χειροποίητα ραβιόλια γεμιστά με σέσκουλα, παρμεζάνα και σάλτσα φασκόμηλου (10 ευρώ). Ήταν πολύ συμπαθητικά, αλλά ήθελαν λίγο λιγότερο βράσιμο και προσωπικά θα ήθελα το φασκόμηλο κάπως πιο έντονο. Όλα αυτά τα συνοδεύσαμε με μία φιάλη Σκούρα Ερυθρό Πελοποννησιακό Οίνο (Αγιωργήτικο-Cabernet), του οποίου η χαμηλή τιμή με ευχαρίστησε πολύ (18 ευρώ δεν είναι καθόλου άσχημα για εστιατόριο αυτής της κατηγορίας).
Τέλος, ο σιμιγδαλένιος χαλβάς με μασκαρπόνε και καραμέλα, τον οποίο διακαώς να ξαναγευτούμε και οι τρεις μας, ήταν πάρα πολύ νόστιμος, αλλά δεν είχε την απαλή υφή που θυμόμασταν επίσης και οι τρεις μας.
Εν ολίγοις, συνεχίζω να θεωρώ τη Χρύσα ένα καλό και ενδιαφέρον εστιατόριο, αλλά στη δεύτερή μου επίσκεψη δεν αισθάνθηκα την ίδια γευστική ικανοποίηση με την πρώτη φορά. Στην τρίτη φορά θα βγει η πραγματική και πάγια ετυμηγορία (πράγμα που -λίγο ως πολύ- το πιστεύω για όλα τα εστιατόρια).
Τιμές: 30-45 ευρώ το άτομο
Κουζίνα: Έμφαση στην ελληνική κουζίνα, αλλά και κάποια διεθνή πιάτα
Σέρβις: Ευγενικό, αλλά κάπως αμήχανο και όχι τόσο ενημερωμένο. Η (συμπαθέστατη κατά τα άλλα) σερβιτόρα ίδρωνε και ξίδρωνε να θυμηθεί και να μας απαγγείλει όλα τα πιάτα ημέρας.
Διεύθυνση: Αρτεμισίου 4 & Κεραμεικού, Γκάζι
Τηλ: 210 3412515
P.S. Η φωτογραφία είναι από το greakeat.gr
Το εστιατόριο συνεχίζει να έχει το ίδιο γοητευτικό και κομψό ambience. Όλα λειτουργούν σωστά: από τον χαμηλό φωτισμό και το τεράστιο βάζο με φρέσκα λουλούδια στο χολ ως τα στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα τραπέζια και την απαλή μουσική (αυτή τη φορά ακούσαμε κυρίως bossa nova διασκευές γνωστών κομματιών, ποικιλία από oldies -Piaf, Un homme et une femme κ.α.- αλλά και το In the Summertime των Mungo Jerry που με εξέπληξε ευχάριστα).
Το ξεκίνημα ήταν πολύ ευχάριστο και το πρώτο εικοσάλεπτο κύλησε με βούτες (ναι, το παραδέχομαι) των μικρών και μυρωδάτων χειροποίητων καρβελακίων (αυτή η γενική πλυθηντικού των υποκοριστικών είναι από μόνη της ανέκδοτο) στο μπολάκι με τον λευκό ταραμά και φιλικούς διαξιφισμούς σχετικά με το από ποιο hit των 70s πήρε η Madonna τον ρυθμό του Hang Up (Τελικά ήταν από τους ΑΒΒΑ. Είχες δίκιο, Σ., και όπως υποσχέθηκα, αποκαθιστώ την τιμή σου δημοσίως.)
Στον κατάλογο δεν διαπίστωσα αλλαγές, αλλά ένα ήταν το σίγουρο. Και οι τρεις μας θέλαμε να γευτούμε ξανά το ίδιο ακριβώς πιάτο που είχαμε παραγγείλει και την τελευταία φορά (ναι, πήγα με την ίδια ακριβώς παρέα): το ψαρονέφρι, γεμιστό με ρικότα και μανούρι σε σάλτσα από μαριναρισμένα σύκα και μέλι (16 ευρώ). Τελικά, ο ένας μας αποφάσισε να θυσιαστεί για να μην ρεζιλευτούμε εντελώς και να διαλέξει κάποιο από τα πιάτα ημέρας. Παρεμπιπτόντως, τον Απρίλιο, το ίδιο πιάτο είχα σημειώσει ότι στοίχιζε 20 ευρώ, πράγμα που -αν δεν έχω κάνει εγώ κάποιο λάθος, φυσικά- είναι οπωσδήποτε ευχάριστο. Δυστυχώς, όμως, το πιάτο δεν είχε την ίδια δυναμικότητα και δεν άφησε την ίδια ευχαρίστηση στον (αρκετά απαιτητικό, το ομολογώ) ουρανίσκο κανενός από τους δύο μας. Καταρχάς, ερωτηθήκαμε πώς επιθυμούμε ψημένο το κρέας και η σερβιτόρα είπε ότι συνήθως το σερβίρουν μέτριο, κι έτσι συμφωνήσαμε. Το κρέας, όμως, έφτασε και στα δύο πιάτα υπερβολικά στεγνωμένο και οπωσδήποτε ψημένο πολλή ώρα πιο πριν. Τα μαριναρισμένα σύκα ήταν άψογα, αλλά από το πιάτο έλειπε η απαλή σάλτσα κρέμας που το συνόδευε την προηγούμενη φορά, η οποία αντιστάθμιζε ιδανικά τη γλύκα του μελιού και του σύκου. Τέλος, το φορμαρισμένο -σκέτο- λευκό ρύζι που συνόδευε το κρέας από αισθητική θύμιζε πυργάκι 5χρονου στην παραλία με το κουβαδάκι και όχι εστιατόριο του επιπέδου της Χρύσας -εν ολίγοις, καμία σχέση με το food styling που είχα θαυμάσει την άλλη φορά. Δεν ξέρω σε τι οφείλεται η αλλαγή αυτή, αλλά με λυπεί. Το δεύτερο κυρίως πιάτο, από το οποίο δοκίμασα λίγο, ήταν αρνί τσιγαριαστό με μπουρέκι χανιώτικο. Όταν ρωτήσαμε τι ακριβώς ήταν το χανιώτικο μπουρέκι και αν ήταν κάτι με ζύμη, η σερβιτόρα αδυνατούσε να μας το περιγράψει και απλώς λάβαμε την απάντηση ότι, "Ναι, είναι" και ότι "Θα μας αρέσει σίγουρα." Δεν το πολυψειρίσαμε και το παραγγείλαμε. Ήταν νόστιμο, αλλά δεν σε απογείωνε. Τελικώς το "μπουρέκι", ήταν ένα κυλινδρικό πυργάκι από κολοκύθι, τομάτα και κάποιο λευκό τυρί και σίγουρα δεν είχε ζύμη.
'Αρχισα ανάποδα αυτή τη φορά και ξέχασα τη σαλάτα και το πρώτο πιάτο. Μοιραστήκαμε, λοιπόν, τη σαλάτα με λόλα, ραντίτσιο, κρουτόν, καρύδια, μελιτζάνα, κατσικίσιο τυρί και μπαλσάμικο (12 ευρώ), η οποία ήταν νόστιμη -αν και χιλιοσερβιρισμένος πια συνδυασμός- και τα χειροποίητα ραβιόλια γεμιστά με σέσκουλα, παρμεζάνα και σάλτσα φασκόμηλου (10 ευρώ). Ήταν πολύ συμπαθητικά, αλλά ήθελαν λίγο λιγότερο βράσιμο και προσωπικά θα ήθελα το φασκόμηλο κάπως πιο έντονο. Όλα αυτά τα συνοδεύσαμε με μία φιάλη Σκούρα Ερυθρό Πελοποννησιακό Οίνο (Αγιωργήτικο-Cabernet), του οποίου η χαμηλή τιμή με ευχαρίστησε πολύ (18 ευρώ δεν είναι καθόλου άσχημα για εστιατόριο αυτής της κατηγορίας).
Τέλος, ο σιμιγδαλένιος χαλβάς με μασκαρπόνε και καραμέλα, τον οποίο διακαώς να ξαναγευτούμε και οι τρεις μας, ήταν πάρα πολύ νόστιμος, αλλά δεν είχε την απαλή υφή που θυμόμασταν επίσης και οι τρεις μας.
Εν ολίγοις, συνεχίζω να θεωρώ τη Χρύσα ένα καλό και ενδιαφέρον εστιατόριο, αλλά στη δεύτερή μου επίσκεψη δεν αισθάνθηκα την ίδια γευστική ικανοποίηση με την πρώτη φορά. Στην τρίτη φορά θα βγει η πραγματική και πάγια ετυμηγορία (πράγμα που -λίγο ως πολύ- το πιστεύω για όλα τα εστιατόρια).
Τιμές: 30-45 ευρώ το άτομο
Κουζίνα: Έμφαση στην ελληνική κουζίνα, αλλά και κάποια διεθνή πιάτα
Σέρβις: Ευγενικό, αλλά κάπως αμήχανο και όχι τόσο ενημερωμένο. Η (συμπαθέστατη κατά τα άλλα) σερβιτόρα ίδρωνε και ξίδρωνε να θυμηθεί και να μας απαγγείλει όλα τα πιάτα ημέρας.
Διεύθυνση: Αρτεμισίου 4 & Κεραμεικού, Γκάζι
Τηλ: 210 3412515
P.S. Η φωτογραφία είναι από το greakeat.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου