Από το μυθιστόρημα του Ρόαλντ Νταλ με τίτλο "Ο θείος Όσβαλντ" (1979), μια σάτιρα πάνω στις επιστημονικές εξελίξεις της ευγονικής. Ο πρωταγωνιστής του, ο Όσβαλντ, εφευρίσκει το πιο ισχυρό αφροδιασιακό του κόσμου, το οποίο ενσωματώνει σε σοκολατένιες τρούφες και το χρησιμοποιεί -με τη βοήθεια της θηλυκής του συνεργάτιδας- για να αποπλανήσει τους πιο διάσημους και σημαντικούς άντρες στον κόσμο (από τον Πικάσο ως τον Φρόιντ και από τον Αϊνστάιν ως τον Ραχμάνινοφ), με στόχο να πουλήσει το σπέρμα τους σε γυναίκες που θέλουν να μείνουν έγκυοι και να ευνοηθούν από τα προικισμένα γονίδιά τους έτσι ώστε να γεννήσουν μικρές διάνοιες. Ο Νταλ περιγράφει τον ήρωά του ως μεγάλο γυναικοκατακτητή, αλλά και καλοφαγά -έναν σωστό bon viveur. Στη σκηνή αυτή, βλέπουμε πώς ο πατέρας του Όσβαλντ τον μύησε στα μυστικά της οινοποσίας.
Όμως, πέστε μου σας παρακαλώ, τι μπορεί να ήξερε για τα κρασιά ο δεκαεφτάχρονος Όσβαλντ Κορνέλιους; Σωστή ερώτηση. Κι όμως, η απάντηση είναι ότι ήξερε μάλλον πολλά. Διότι αυτό που δεν σας έχω πει ακόμη είναι πως ο πατέρας μου αγαπούσε το κρασί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο· ακόμα και απ' τις γυναίκες. Νομίζω πως ήταν ένας πραγματικός εξπέρ. Το πάθος του ήταν το κρασί της Βουργουνδίας. Λάτρευε και το Claret επίσης, αλλά θεωρούσε πάντα ότι ακόμα και το καλύτερο Claret ήταν λιγάκι θηλυκού γένους. "Το Claret", συνήθιζε να λέει, "μπορεί να έχει πιο όμορφο πρόσωπο κι ωραιότερο κορμί, αλλά το Βουργουνδίας έχει τους μυς και τη δύναμη."
Όταν έγινα δεκατεσσάρων, άρχισε σιγά σιγά να σταλάζει μέσα μου το πάθος του για το κρασί, και ένα χρόνο μετά πήγαμε οι δυο μας ένα δεκαήμερο ταξίδι και τριγυρίσαμε όλη τη Βουργουνδία τον Σεπτέμβρη, την εποχή του τρύγου. Ξεκινήσαμε από το Chagny και από εκεί σεργιανίσαμε ελεύθερα στα βόρεια, προς την Dijon, έτσι ώστε διασχίσαμε όλο το μήκος της Côte de Nuits. Ήταν μια τρομερή εμπειρία. Δεν περπατούσαμε από τον κύριο δρόμο, αλλά μέσα από τα στενά μονοπάτια που μας οδηγούσαν ακριβώς σε καθέναν από τους υπέροχους αμπελώνες, σ' αυτή τη φημισμένη χρυσή πλαγιά. Montrachet, μετά Meursault, μετά Pommard, και μετά μια νύχτα σε ένα θαυμάσιο μικρό ξενοδοχείο στην Beaune, όπου φάγαμε écrevisses που κολυμπούσαν σε λευκό κρασί, και χοντρές φέτες foie gras πάνω σε βουτυρωμένο ψητό ψωμί*.
Μας βλέπω σαν τώρα, την επόμενη μέρα, καθισμένους πάνω στον χαμηλό άσπρο τοίχο κατά μήκος της Romanée-Conti, να τρώμε κρύο κοτόπουλο κι ένα σκληρό τυρί πίνοντας και μια μπουκάλα αληθινό Romanée-Conti . Απλώσαμε το φαΐ μας πάνω στον τοίχο και στήσαμε και το μπουκάλι δίπλα, με δυο ωραία ποτήρια. Ο πατέρας μου έβγαλε το φελλό και σέρβιρε το κρασί ενώ εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να κόψω το κοτόπουλο, κι έτσι καθόμασταν στον ζεστό φθινοπωριάτικο ήλιο παρατηρώντας τους τρυγητές που χτένιζαν τις σειρές με τ' αμπέλια, γέμιζαν τα καλάθια τους, τα έφερναν στην άκρη κάθε βραγιάς κι εκεί τ' άδειαζαν σε μεγαλύτερα κοφίνια, που κι εκείνα με τη σειρά τους αδειάζονταν σε κάρα που τα σέρνανε καφετιά ανοιχτόχρωμα άλογα. Θυμάμαι τον πατέρα μου καθισμένο πάνω στον τοίχο, κουνώντας στον αέρα ένα μισοφαγωμένο μπούτι από κοτόπουλο, προς την κατεύθυνση αυτής της υπέροχης σκηνής και να λέει: "Κάθεσαι τώρα, γιε μου, στην άκρη των πιο φημισμένων χωραφιών ολόκληρου του κόσμου! Κοίτα! Καμιά εικοσαριά στρέμματα μόνο κοκκινόχωμα! Αυτό είναι όλο κι όλο! Αυτές οι ρώγες που τις βλέπεις να τις μαζεύουν τώρα, θα κάνουν το πιο φημισμένο κρασί. Και δεν το βρίσκεις σχεδόν πουθενά, γιατί είναι τόσο λίγο. Αυτό το μπουκάλι που πίνουμε τώρα, είναι κρασί έντεκα ετών. Πάρε μια βαθιά εισπνοή! Μύρισέ το. Γεύσου το. Πιές το! Όμως, μην προσπαθήσεις ποτέ να το περιγράψεις! Είναι αδύνατο να βάλεις σε λέξεις μια τέτοια γεύση! Το να πίνεις ένα Romanée-Conti είναι σαν να έχεις έναν οργασμό ταυτόχρονα στο στόμα και στη μύτη."
*écrevisses είναι οι ποταμίσιες καραβίδες.
P.S. To απόσπασμα είναι από την ελληνική έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου.
Όμως, πέστε μου σας παρακαλώ, τι μπορεί να ήξερε για τα κρασιά ο δεκαεφτάχρονος Όσβαλντ Κορνέλιους; Σωστή ερώτηση. Κι όμως, η απάντηση είναι ότι ήξερε μάλλον πολλά. Διότι αυτό που δεν σας έχω πει ακόμη είναι πως ο πατέρας μου αγαπούσε το κρασί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο· ακόμα και απ' τις γυναίκες. Νομίζω πως ήταν ένας πραγματικός εξπέρ. Το πάθος του ήταν το κρασί της Βουργουνδίας. Λάτρευε και το Claret επίσης, αλλά θεωρούσε πάντα ότι ακόμα και το καλύτερο Claret ήταν λιγάκι θηλυκού γένους. "Το Claret", συνήθιζε να λέει, "μπορεί να έχει πιο όμορφο πρόσωπο κι ωραιότερο κορμί, αλλά το Βουργουνδίας έχει τους μυς και τη δύναμη."
Όταν έγινα δεκατεσσάρων, άρχισε σιγά σιγά να σταλάζει μέσα μου το πάθος του για το κρασί, και ένα χρόνο μετά πήγαμε οι δυο μας ένα δεκαήμερο ταξίδι και τριγυρίσαμε όλη τη Βουργουνδία τον Σεπτέμβρη, την εποχή του τρύγου. Ξεκινήσαμε από το Chagny και από εκεί σεργιανίσαμε ελεύθερα στα βόρεια, προς την Dijon, έτσι ώστε διασχίσαμε όλο το μήκος της Côte de Nuits. Ήταν μια τρομερή εμπειρία. Δεν περπατούσαμε από τον κύριο δρόμο, αλλά μέσα από τα στενά μονοπάτια που μας οδηγούσαν ακριβώς σε καθέναν από τους υπέροχους αμπελώνες, σ' αυτή τη φημισμένη χρυσή πλαγιά. Montrachet, μετά Meursault, μετά Pommard, και μετά μια νύχτα σε ένα θαυμάσιο μικρό ξενοδοχείο στην Beaune, όπου φάγαμε écrevisses που κολυμπούσαν σε λευκό κρασί, και χοντρές φέτες foie gras πάνω σε βουτυρωμένο ψητό ψωμί*.
Μας βλέπω σαν τώρα, την επόμενη μέρα, καθισμένους πάνω στον χαμηλό άσπρο τοίχο κατά μήκος της Romanée-Conti, να τρώμε κρύο κοτόπουλο κι ένα σκληρό τυρί πίνοντας και μια μπουκάλα αληθινό Romanée-Conti . Απλώσαμε το φαΐ μας πάνω στον τοίχο και στήσαμε και το μπουκάλι δίπλα, με δυο ωραία ποτήρια. Ο πατέρας μου έβγαλε το φελλό και σέρβιρε το κρασί ενώ εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να κόψω το κοτόπουλο, κι έτσι καθόμασταν στον ζεστό φθινοπωριάτικο ήλιο παρατηρώντας τους τρυγητές που χτένιζαν τις σειρές με τ' αμπέλια, γέμιζαν τα καλάθια τους, τα έφερναν στην άκρη κάθε βραγιάς κι εκεί τ' άδειαζαν σε μεγαλύτερα κοφίνια, που κι εκείνα με τη σειρά τους αδειάζονταν σε κάρα που τα σέρνανε καφετιά ανοιχτόχρωμα άλογα. Θυμάμαι τον πατέρα μου καθισμένο πάνω στον τοίχο, κουνώντας στον αέρα ένα μισοφαγωμένο μπούτι από κοτόπουλο, προς την κατεύθυνση αυτής της υπέροχης σκηνής και να λέει: "Κάθεσαι τώρα, γιε μου, στην άκρη των πιο φημισμένων χωραφιών ολόκληρου του κόσμου! Κοίτα! Καμιά εικοσαριά στρέμματα μόνο κοκκινόχωμα! Αυτό είναι όλο κι όλο! Αυτές οι ρώγες που τις βλέπεις να τις μαζεύουν τώρα, θα κάνουν το πιο φημισμένο κρασί. Και δεν το βρίσκεις σχεδόν πουθενά, γιατί είναι τόσο λίγο. Αυτό το μπουκάλι που πίνουμε τώρα, είναι κρασί έντεκα ετών. Πάρε μια βαθιά εισπνοή! Μύρισέ το. Γεύσου το. Πιές το! Όμως, μην προσπαθήσεις ποτέ να το περιγράψεις! Είναι αδύνατο να βάλεις σε λέξεις μια τέτοια γεύση! Το να πίνεις ένα Romanée-Conti είναι σαν να έχεις έναν οργασμό ταυτόχρονα στο στόμα και στη μύτη."
*écrevisses είναι οι ποταμίσιες καραβίδες.
P.S. To απόσπασμα είναι από την ελληνική έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου.
I like Roald Dahl! I also like your... ehmmm... point of view... hehe! plus i just received your message! OMG! what i was talking you about, yesterday? maybe it's a sign! maybe you should go there, come back and write another exquisite review!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή