Πριν λίγο καιρό είχα γράψει για την άνθηση των διαφόρων Adventure Eating Clubs στις ΗΠΑ και ο φίλος μου ο Γ. με πληροφόρησε ότι ο Neil Gaiman έχει γράψει ένα διήγημα με το θέμα αυτό, το οποίο και μου έδωσε να διαβάσω. Το διήγημα λέγεται "Sunbird" και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Fragile Things που πρωτοεκδόθηκε το 2006. Το βρήκα απολαυστικό, γι' αυτό και παραθέτω ένα κομμάτι του, αν και είναι δύσκολο να αποσπάσω ένα -σχετικά- σύντομο τμήμα του που να έχει από μόνο του κάποια συνοχή. Όπως και να 'χει, η φανταστική λέσχη που πρωταγωνιστεί στο "Sunbird" λέγεται The Epicureans και ιστορία ξεκινά με τα πέντε μέλη της να παραπονιούνται ότι έχουν δοκιμάσει κυριολεκτικά τα πάντα.
"Έχουμε φάει οτιδήποτε μπορεί να φαγωθεί", είπε ο Αύγουστος ΜακΚόι, κι η φωνή του έκρυβε μια φευγαλέα θλίψη. "Φάγαμε όρνεα, τυφλοπόντικες και νυχτερίδες.Φάγαμε κάμποσα είδη που έχουν εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Φάγαμε κατεψυγμένο μαμούθ και γιγάντιο βραδύποδα της Παταγονίας."
"Μακάρι να είχαμε προλάβει λίγο νωρίτερα το μαμούθ", αναστέναξε ο Τζάκι Νιούχαουζ. "Καταλαβαίνω, πάντως, γιατί εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα οι τριχωτοί ελέφαντες, από τη στιγμή που τους δοκίμασαν οι άνθρωποι. Μπορεί να είμαι εραστής των εκλεπτυσμένων απολαύσεων, αλλά έπειτα από μια μπουκιά, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται τη σος μπάρμπεκιου του Κάνσας Σίτι και τι γεύση θα είχαν τα παϊδάκια αυτού του ζώου έτσι και ήταν φρέσκα."
"Δεν κάνει κακό να μένει κάτι στον πάγο για μία-δύο χιλιετίες", είπε ο Ζεμπεντάια Τ. Κρόουκρασλ. Χαμογέλασε πονηρά. "Ακόμα κι έτσι, όμως, αν ήθελες πραγματική γεύση έπρεπε να δοκιμάσεις ένα ζουμερό μαστόδοντο. Οι άνθρωποι συμβιβάζονταν με τα μαμούθ όταν δεν μπορούσαν να βρουν μαστόδοντα." "Φάγαμε καλαμάρι, και γιγάντιο καλαμάρι και κολοσσιαίο καλαμάρι", είπε ο Αύγουστος ΜακΚόι. "Φάγαμε λέμμους και τίγρεις της Τασμανίας. Φάγαμε πτιλλονόρυγχο και ορτολάνη και παγώνι. Φάγαμε το ψάρι-δελφίνι (που δεν είναι το θηλαστικό δελφίνι) και τη γιγάντια θαλάσσια χελώνα και τον ρινόκερο της Σουμάτρας. Φάγαμε ό,τι είναι δυνατόν να φαγωθεί."
"Ανοησίες. Υπάρχουν εκατοντάδες πράγματα που δεν έχουμε δοκιμάσει ακόμα", είπε ο καθηγητής Μάνταλεϊ. "Χιλιάδες, ίσως. Σκεφτείτε μόνο πόσα είδη σκαθαριών υπάρχουν που δεν έχουν δοκιμαστεί."
"Ω, Μάντι", αναστέναξε η Βιρτζίνια Μπουτ. "Αν έχεις δοκιμάσει ένα σκαθάρι, είναι σαν να τα έχεις δοκιμάσει όλα. Κι έχουμε δοκιμάσει μερικές εκατοντάδες είδη."
"Κάποτε υπολόγισα ότι αν κάποιος έτρωγε έξι διαφορετικά είδη σκαθαριού τη μέρα, θα του έπαιρνε πάνω από είκοσι χρόνια να φάει όλα τα είδη σκαθαριών που έχουν ταυτοποιηθεί. Και μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια θα είχαν ανακαλυφθεί αρκετά νέα είδη σκαθαριών για μπορεί να τρώει άλλα δυόμισι χρόνια, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Είναι το παράδοξο του ανεξάντλητου. Το αποκαλώ Το Σκαθάρι του Μάνταλεϊ. Θα έπρεπε να απολαμβάνει κανείς να τρώει σκαθάρια, πάντως", πρόσθεσε, "αλλιώς θα ήταν άσχημα τα πράγματα."
"Έχουμε οργώσει τον γαστρονομικό χάρτη απ' άκρη σ' άκρη, έχουμε ταξιδέψει ως τα πέρατα της γευσιγνωσίας. Γίναμε κοσμοναύτες που εξερεύνησαν ανεκδιήγητους κόσμους γευστικών απολαύσεων", είπε ο Τζάκι Νιούχαουζ.
"Πράγματι, πράγματι", είπε ο Αύγουστος ΜακΚόι. "Οι Επικούρειοι συναντιούνται κάθε εβδομάδα εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, τον καιρό του πατέρα μου, τον καιρό του παππού μου και τον καιρό του προπάππου μου, και τώρα φοβάμαι πως η λέσχη πρέπει να κλείσει γιατί δεν υπάρχει τίποτα πια που να μην έχουμε φάει εμείς ή οι προκάτοχοί μας."
"Κι όμως, υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν έχουμε φάει", είπε ο Ζεμπεντάια Τ. Κρόουκρασλ. "Πες ένα", είπε ο Μάνταλεϊ, με το μολύβι του στημένο όρθιο, ακριβώς πάνω από το σημειωματάριό του.
"Υπάρχει ο Φοίνιξ της Ηλιουπόλεως", είπε ο Ζεμπεντάια Τ. Κρόουκρασλ.
"Δεν τον έχω ξανακούσει", είπε ο Τζάκι Νιούχαουζ. "Τώρα τον επινόησες." "Εγώ τον έχω ακούσει", είπε ο καθηγητής Μάνταλεϊ, "αλλά σε άλλο πλαίσιο. Και εξάλλου, είναι φανταστικό ον."
"Και οι μονόκεροι είναι φανταστικά όντα", είπε η Βιρτζίνια Μπουτ, αλλά Θεούλη μου, αυτά τα πλευρά μονόκερου ταρτάρ ήταν πεντανόστιμα. Λίγο αλογίσια, λίγο κατσικίσια, και ακόμα καλύτερα με κάππαρη και ωμά αυγά ορτυκιού.
H Βιρτζίνια Μπουτ ήταν πρακτικός άνθρωπος. Είπε, "Ας πούμε ότι θέλαμε να φάμε Φοίνικα της Ηλιουπόλεως. Πού θα τον βρίσκαμε;"
Ο Ζεμπεντάια Κρόουκρασλ έξυσε τη σκληρή, επτά ημερών γενειάδα που ξεφύτρωνε στο σαγόνι του. "Στη θέση σας εγώ θα πήγαινα στην Ηλιούπολη του Καΐρου ένα βραδάκι του μεσοκαλόκαιρου, και θα έβρισκα ένα άνετο μέρος να καθίσω -το καφενείο του Μουσταφά Στρόχαϊμ, για παράδειγμα- και θα περίμενα να περάσει ο Φοίνιξ. Τότε, θα τον έπιανα με τον παραδοσιακό τρόπο και θα τον μαγείρευα, επίσης με τον παραδοσιακό τρόπο." "Και ποιος είναι ο παραδοσιακός τρόπος;", ρώτησε ο Τζάκι Νιούχαουζ. "Μα, ο ίδιος τρόπος που ο διάσημος πρόγονός σου μαγείρευε τα ορτύκια και τις πέρδικες ποσέ, φυσικά", είπε ο Κρόουκρασλ.
"Έχουμε φάει οτιδήποτε μπορεί να φαγωθεί", είπε ο Αύγουστος ΜακΚόι, κι η φωνή του έκρυβε μια φευγαλέα θλίψη. "Φάγαμε όρνεα, τυφλοπόντικες και νυχτερίδες.Φάγαμε κάμποσα είδη που έχουν εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Φάγαμε κατεψυγμένο μαμούθ και γιγάντιο βραδύποδα της Παταγονίας."
"Μακάρι να είχαμε προλάβει λίγο νωρίτερα το μαμούθ", αναστέναξε ο Τζάκι Νιούχαουζ. "Καταλαβαίνω, πάντως, γιατί εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα οι τριχωτοί ελέφαντες, από τη στιγμή που τους δοκίμασαν οι άνθρωποι. Μπορεί να είμαι εραστής των εκλεπτυσμένων απολαύσεων, αλλά έπειτα από μια μπουκιά, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται τη σος μπάρμπεκιου του Κάνσας Σίτι και τι γεύση θα είχαν τα παϊδάκια αυτού του ζώου έτσι και ήταν φρέσκα."
"Δεν κάνει κακό να μένει κάτι στον πάγο για μία-δύο χιλιετίες", είπε ο Ζεμπεντάια Τ. Κρόουκρασλ. Χαμογέλασε πονηρά. "Ακόμα κι έτσι, όμως, αν ήθελες πραγματική γεύση έπρεπε να δοκιμάσεις ένα ζουμερό μαστόδοντο. Οι άνθρωποι συμβιβάζονταν με τα μαμούθ όταν δεν μπορούσαν να βρουν μαστόδοντα." "Φάγαμε καλαμάρι, και γιγάντιο καλαμάρι και κολοσσιαίο καλαμάρι", είπε ο Αύγουστος ΜακΚόι. "Φάγαμε λέμμους και τίγρεις της Τασμανίας. Φάγαμε πτιλλονόρυγχο και ορτολάνη και παγώνι. Φάγαμε το ψάρι-δελφίνι (που δεν είναι το θηλαστικό δελφίνι) και τη γιγάντια θαλάσσια χελώνα και τον ρινόκερο της Σουμάτρας. Φάγαμε ό,τι είναι δυνατόν να φαγωθεί."
"Ανοησίες. Υπάρχουν εκατοντάδες πράγματα που δεν έχουμε δοκιμάσει ακόμα", είπε ο καθηγητής Μάνταλεϊ. "Χιλιάδες, ίσως. Σκεφτείτε μόνο πόσα είδη σκαθαριών υπάρχουν που δεν έχουν δοκιμαστεί."
"Ω, Μάντι", αναστέναξε η Βιρτζίνια Μπουτ. "Αν έχεις δοκιμάσει ένα σκαθάρι, είναι σαν να τα έχεις δοκιμάσει όλα. Κι έχουμε δοκιμάσει μερικές εκατοντάδες είδη."
"Κάποτε υπολόγισα ότι αν κάποιος έτρωγε έξι διαφορετικά είδη σκαθαριού τη μέρα, θα του έπαιρνε πάνω από είκοσι χρόνια να φάει όλα τα είδη σκαθαριών που έχουν ταυτοποιηθεί. Και μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια θα είχαν ανακαλυφθεί αρκετά νέα είδη σκαθαριών για μπορεί να τρώει άλλα δυόμισι χρόνια, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Είναι το παράδοξο του ανεξάντλητου. Το αποκαλώ Το Σκαθάρι του Μάνταλεϊ. Θα έπρεπε να απολαμβάνει κανείς να τρώει σκαθάρια, πάντως", πρόσθεσε, "αλλιώς θα ήταν άσχημα τα πράγματα."
"Έχουμε οργώσει τον γαστρονομικό χάρτη απ' άκρη σ' άκρη, έχουμε ταξιδέψει ως τα πέρατα της γευσιγνωσίας. Γίναμε κοσμοναύτες που εξερεύνησαν ανεκδιήγητους κόσμους γευστικών απολαύσεων", είπε ο Τζάκι Νιούχαουζ.
"Πράγματι, πράγματι", είπε ο Αύγουστος ΜακΚόι. "Οι Επικούρειοι συναντιούνται κάθε εβδομάδα εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, τον καιρό του πατέρα μου, τον καιρό του παππού μου και τον καιρό του προπάππου μου, και τώρα φοβάμαι πως η λέσχη πρέπει να κλείσει γιατί δεν υπάρχει τίποτα πια που να μην έχουμε φάει εμείς ή οι προκάτοχοί μας."
"Κι όμως, υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν έχουμε φάει", είπε ο Ζεμπεντάια Τ. Κρόουκρασλ. "Πες ένα", είπε ο Μάνταλεϊ, με το μολύβι του στημένο όρθιο, ακριβώς πάνω από το σημειωματάριό του.
"Υπάρχει ο Φοίνιξ της Ηλιουπόλεως", είπε ο Ζεμπεντάια Τ. Κρόουκρασλ.
"Δεν τον έχω ξανακούσει", είπε ο Τζάκι Νιούχαουζ. "Τώρα τον επινόησες." "Εγώ τον έχω ακούσει", είπε ο καθηγητής Μάνταλεϊ, "αλλά σε άλλο πλαίσιο. Και εξάλλου, είναι φανταστικό ον."
"Και οι μονόκεροι είναι φανταστικά όντα", είπε η Βιρτζίνια Μπουτ, αλλά Θεούλη μου, αυτά τα πλευρά μονόκερου ταρτάρ ήταν πεντανόστιμα. Λίγο αλογίσια, λίγο κατσικίσια, και ακόμα καλύτερα με κάππαρη και ωμά αυγά ορτυκιού.
H Βιρτζίνια Μπουτ ήταν πρακτικός άνθρωπος. Είπε, "Ας πούμε ότι θέλαμε να φάμε Φοίνικα της Ηλιουπόλεως. Πού θα τον βρίσκαμε;"
Ο Ζεμπεντάια Κρόουκρασλ έξυσε τη σκληρή, επτά ημερών γενειάδα που ξεφύτρωνε στο σαγόνι του. "Στη θέση σας εγώ θα πήγαινα στην Ηλιούπολη του Καΐρου ένα βραδάκι του μεσοκαλόκαιρου, και θα έβρισκα ένα άνετο μέρος να καθίσω -το καφενείο του Μουσταφά Στρόχαϊμ, για παράδειγμα- και θα περίμενα να περάσει ο Φοίνιξ. Τότε, θα τον έπιανα με τον παραδοσιακό τρόπο και θα τον μαγείρευα, επίσης με τον παραδοσιακό τρόπο." "Και ποιος είναι ο παραδοσιακός τρόπος;", ρώτησε ο Τζάκι Νιούχαουζ. "Μα, ο ίδιος τρόπος που ο διάσημος πρόγονός σου μαγείρευε τα ορτύκια και τις πέρδικες ποσέ, φυσικά", είπε ο Κρόουκρασλ.
Ωραία μετάφραση! Ακριβώς το στυλ του Gaiman.
ΑπάντησηΔιαγραφήPS.
Γ. sounds awesome, just sayin'.
Thanksies.
ΑπάντησηΔιαγραφήIndeed, he is a really neat guy, that Γ.
Λολ!