Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που με τράβηξε να δοκιμάσω το Mataroa δεν ήταν η κουζίνα, αλλά η θέα. Το εστιατόριο βρίσκεται στον Κεραμεικό, επί της Ιεράς οδού και έχει μια υπέροχη βεράντα με θέα στο Γκάζι και τη φωτισμένη Ακρόπολη. Παρεμπιπτόντως, "Mataroa" σημαίνει στη γλώσσα των νεοζηλανδών Μαορί "γυναίκα με μεγάλα μάτια", αλλά είναι και το όνομα του διάσημου πλοίου που το 1945 μετέφερε στην Κάτω Ιταλία και από εκεί στο Παρίσι Έλληνες διανοούμενους διασώζοντάς τους.
Το Mataroa είναι ένα καθαρόαιμο bar restaurant. Το ισόγειο είναι bar που κλαμπίζει (αν και στη 1.00 π.μ. που φύγαμε παρέμενε άδειο, ενώ στον επάνω όροφο βρίσκεται το εστιατόριο, το οποίο, όμως, barίζει υπερβολικά -τουλάχιστον για τα γούστα μου. Αδυνατώ πραγματικά να καταλάβω γιατί, εφόσον οι ιδιοκτήτες μπαίνουν στη διαδικασία να χωρίσουν το χώρο του εστιατορίου από αυτόν του bar, να παίζεται η μουσική σε ένταση τόσο δυνατή που να είναι αδύνατο για όσους δειπνούν να ανταλλάξουν έως και την παραμικρή κουβέντα χωρίς ντουντούκα.
Ο χώρος, βέβαια, είναι καλαίσθητος και η θέα όντως καταπληκτική. Παρόλο που ο καιρός ήταν ακόμα κρύος για να καθίσει κανείς στη βεράντα -αν και υπήρχαν και κάποιοι τολμηροί- τη θέα μπορείς να την απολαύσεις και από μέσα, αφού κατά μήκος της μίας πλευράς το εστιατόριο έχει τζαμαρία. Όσον αφορά τη διακόσμηση, το Mataroa συνδυάζει επιτυχημένα το βιομηχανικό design που τόσο ταιριάζει στην περιοχή του Κεραμεικού με πιο ζεστά στοιχεία όπως το μπορντώ χρώμα της μπάρας και τα κομψά του ξύλινα τραπεζοκαθίσματα.
Από το γαστρονομικό κομμάτι, όμως, απογοητεύτηκα πλήρως. Η κουζίνα είναι μεσογειακή και μοντερνίζουσα, όμως, ο κατάλογος είναι απογοητευτικός. Ευθύς εξαρχής αισθάνθηκα από τις περιγραφές του μενού ότι τα πιάτα είναι όλα εμπλουτισμένα με στοιχεία εντυπωσιασμού χωρίς γευστική ουσία. Σχεδόν κάθε πιάτο, από τα ορεκτικά και τις σαλάτες ως τα κυρίως, διαθέτει ένα τουλάχιστον πρωτότυπο συστατικό-κράχτη: το μπιφτέκι γαλοπούλας από βιολογικό κιμά, ας πούμε, είναι γαρνιρισμένο με σος ιβίσκου, ενώ η φάβα Σαντορίνης (την οποία και παραγγείλαμε) συνοδεύεται από κοτόπουλο τυλιγμένο με προσούτο και πουρέ από ακτινίδιο (8.00 ευρώ). Η μεν φάβα είχε σωστή υφή, αλλά ήταν πολύ στεγνή και οι δε μπουκιές κοτόπουλου αισθάνθηκα ότι ήταν προψημένες και ξαναζεσταμένες. Το ακτινίδιο θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα πινελιά αν ήταν σε λίγο μεγαλύτερη ποσότητα, διότι η έντονη γεύση του μπέικον το υπερκάλυπτε. Παρόλα αυτά, δεν αισθάνθηκα ότι επρόκειτο και για κανέναν επαναστατικό συνδυασμό αλλαντικού με φρούτο που θα γίνει κλασικός (τύπου φέτες πεπονιού τυλιγμένες με προσούτο).
Από τα κυρίως πιάτα δυσκολευτήκαμε να βρούμε κάποιο που να ακούγεται πραγματικά δελεαστικό. Το μοσχαρίσιο φιλέτο (που παρατήρησα ότι παρήγγελναν σχεδόν όλοι στο κατάστημα) κόστιζε 28 ευρώ -τιμή όχι εξωφρενική, αλλά αρκετά τσουχτερή σε περίοδο επιτήρησης από το ΔΝΤ- αλλά το πιάτο αυτό προτιμώ να το παραγγέλνω σε εστιατόρια που ειδικεύονται στο κρέας και είναι εγγυημένο ότι θα είναι σωστό. Το μιλφέιγ (άντε πάλι αυτός ο εκνευριστικός όρος -αν θέλετε να μάθετε γιατί τον έχω άχτι, το θέμα το έχω ξαναθίξει εδώ) από γλώσσα, σολομό και μπακαλιάρο σε βελουτέ πατάτας με λάδι κολοκυθόσπορου και μους σχοινόπρασου (23 ευρώ) θα ακουγόταν ενδιαφέρον αν ο σεφ είχε εστιάσει σε ένα αντί για τρία ψάρια (πραγματικά δε βλέπω το λόγο, νομίζω ότι είναι απλώς άλλη μια νεωτερίζουσα κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά πάλι ας μην το κρίνω δίχως να το έχω δοκιμάσει). Τελικά, διαλέξαμε το μπιφτέκι σχάρας με ρύζι και λαχανικά (15 ευρώ) το οποίο ήταν μετριότατο. Αν και ήταν ικανοποιητικά ψημένο, ο κιμάς ήταν εντελώς αδιάφορος γευστικά ως πρώτη ύλη και η γαρνιτούρα άνοστη. Τα λαχανικά παραψημένα, το ρύζι άβραστο, όσο για τη σος, πραγματικά μου θύμισε το Golden Burger των Goodies (ναι, αυτό που είχε πρωτολανσαριστεί γύρω στο '99). Το δεύτερο κυρίως, τα χειροποίητα νιόκι κολοκύθας με φιλετάκια μόσχου και κουκουνάρι, σερβιρισμένα σε φωλιά παρμεζάνας (13 ευρώ) ήταν ένα πιάτο που διάλεξα πρώτον απλώς ελλείψει άλλου πιο θελκτικού και δεύτερον επειδή μου έκαναν κλικ τα νιόκι κολοκύθας -και φυσικά όχι η φωλιά παρμεζάνας την οποία πλέον σερβίρει ως και το μεξικάνικο κουτούκι της γειτονιάς μου (ονόματα δε λέω, αλλά έχω και γι' αυτουνού τη γούνα ράμματα κάποια στιγμή). Δυστυχώς, από τα νιόκι γευόμουν σκέτο ζυμάρι και ακόμα και το σχήμα τους απέπνεε προχειρότητα. Το πιάτο ήταν υπερβολικά άλμυρό και η φωλιά παρμεζάνας έπρεπε να είναι τουλάχιστον 2 χιλιοστά πιο λεπτή, γιατί με το πάχος αυτό, το τυρί όταν πήξει είναι αδύνατο να γίνει τραγανό.
Εν ολίγοις, και τα τρία πιάτα που δοκιμάσαμε ήταν τόσο απογοητευτικά που αν και δε χορτάσαμε, αποφύγαμε να παραγγείλουμε κάποιο επιδόρπιο. Άλλωστε, δεν υπήρχε και κάτι που να σε βάλει σε πειρασμό. Και ενδεικτικά παραθέτω: ψητό μήλο με παγωτό, παγωτό με nutella (πόσο επαρχιακή καφετέρια 90s;) και πανακότα με μαστίχα (what else is new?).
Συν τοις άλλοις, το προσωπικό ήταν οριακά ευγενικό και όλοι μου έδιναν την εντύπωση ότι βαριούνται τη ζωή τους. Με λίγα λόγια, το μόνο θετικό της όλης υπόθεσης για μένα ήταν ...η θέα. Αν αυτό σας αρκεί, είστε εντάξει.
Ετυμηγορία: Neeext!!
Κουζίνα: fusion
Τιμές: 28-40 ευρώ
Crowd: Καταρχας, celebrities (το λέει και στο Αθηνόραμα). Εμείς είδαμε τον Αιμίλιο Χειλάκη, και μία κυρία που ο Σ. επέμενε αρχικά ότι ήταν η Άννα Διαμαντοπούλου και στη συνέχεια έκοβε το χέρι του ότι ήταν η Άντζι Σαμίου (δεν ξέρω, οι παραλίγο σελέμπριτις πιάνονται;). Επίσης, πολλοί 50-60άρηδες με/χωρίς καράφλα, με/χωρίς μουστάκι, αλλά εξάπαντος με blue μπλέιζερ με χρυσά κουμπιά (το απόλυτο αξεσουάρ του 50άρη που σέβεται τον εαυτό του).
Μουσική: loungίζουσα jazz.
Διεύθυνση: Κεραμεικού 116 και Ιεράς Οδού, Γκάζι
Τηλ: 210 34 28 312
Το Mataroa είναι ένα καθαρόαιμο bar restaurant. Το ισόγειο είναι bar που κλαμπίζει (αν και στη 1.00 π.μ. που φύγαμε παρέμενε άδειο, ενώ στον επάνω όροφο βρίσκεται το εστιατόριο, το οποίο, όμως, barίζει υπερβολικά -τουλάχιστον για τα γούστα μου. Αδυνατώ πραγματικά να καταλάβω γιατί, εφόσον οι ιδιοκτήτες μπαίνουν στη διαδικασία να χωρίσουν το χώρο του εστιατορίου από αυτόν του bar, να παίζεται η μουσική σε ένταση τόσο δυνατή που να είναι αδύνατο για όσους δειπνούν να ανταλλάξουν έως και την παραμικρή κουβέντα χωρίς ντουντούκα.
Ο χώρος, βέβαια, είναι καλαίσθητος και η θέα όντως καταπληκτική. Παρόλο που ο καιρός ήταν ακόμα κρύος για να καθίσει κανείς στη βεράντα -αν και υπήρχαν και κάποιοι τολμηροί- τη θέα μπορείς να την απολαύσεις και από μέσα, αφού κατά μήκος της μίας πλευράς το εστιατόριο έχει τζαμαρία. Όσον αφορά τη διακόσμηση, το Mataroa συνδυάζει επιτυχημένα το βιομηχανικό design που τόσο ταιριάζει στην περιοχή του Κεραμεικού με πιο ζεστά στοιχεία όπως το μπορντώ χρώμα της μπάρας και τα κομψά του ξύλινα τραπεζοκαθίσματα.
Από το γαστρονομικό κομμάτι, όμως, απογοητεύτηκα πλήρως. Η κουζίνα είναι μεσογειακή και μοντερνίζουσα, όμως, ο κατάλογος είναι απογοητευτικός. Ευθύς εξαρχής αισθάνθηκα από τις περιγραφές του μενού ότι τα πιάτα είναι όλα εμπλουτισμένα με στοιχεία εντυπωσιασμού χωρίς γευστική ουσία. Σχεδόν κάθε πιάτο, από τα ορεκτικά και τις σαλάτες ως τα κυρίως, διαθέτει ένα τουλάχιστον πρωτότυπο συστατικό-κράχτη: το μπιφτέκι γαλοπούλας από βιολογικό κιμά, ας πούμε, είναι γαρνιρισμένο με σος ιβίσκου, ενώ η φάβα Σαντορίνης (την οποία και παραγγείλαμε) συνοδεύεται από κοτόπουλο τυλιγμένο με προσούτο και πουρέ από ακτινίδιο (8.00 ευρώ). Η μεν φάβα είχε σωστή υφή, αλλά ήταν πολύ στεγνή και οι δε μπουκιές κοτόπουλου αισθάνθηκα ότι ήταν προψημένες και ξαναζεσταμένες. Το ακτινίδιο θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα πινελιά αν ήταν σε λίγο μεγαλύτερη ποσότητα, διότι η έντονη γεύση του μπέικον το υπερκάλυπτε. Παρόλα αυτά, δεν αισθάνθηκα ότι επρόκειτο και για κανέναν επαναστατικό συνδυασμό αλλαντικού με φρούτο που θα γίνει κλασικός (τύπου φέτες πεπονιού τυλιγμένες με προσούτο).
Από τα κυρίως πιάτα δυσκολευτήκαμε να βρούμε κάποιο που να ακούγεται πραγματικά δελεαστικό. Το μοσχαρίσιο φιλέτο (που παρατήρησα ότι παρήγγελναν σχεδόν όλοι στο κατάστημα) κόστιζε 28 ευρώ -τιμή όχι εξωφρενική, αλλά αρκετά τσουχτερή σε περίοδο επιτήρησης από το ΔΝΤ- αλλά το πιάτο αυτό προτιμώ να το παραγγέλνω σε εστιατόρια που ειδικεύονται στο κρέας και είναι εγγυημένο ότι θα είναι σωστό. Το μιλφέιγ (άντε πάλι αυτός ο εκνευριστικός όρος -αν θέλετε να μάθετε γιατί τον έχω άχτι, το θέμα το έχω ξαναθίξει εδώ) από γλώσσα, σολομό και μπακαλιάρο σε βελουτέ πατάτας με λάδι κολοκυθόσπορου και μους σχοινόπρασου (23 ευρώ) θα ακουγόταν ενδιαφέρον αν ο σεφ είχε εστιάσει σε ένα αντί για τρία ψάρια (πραγματικά δε βλέπω το λόγο, νομίζω ότι είναι απλώς άλλη μια νεωτερίζουσα κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά πάλι ας μην το κρίνω δίχως να το έχω δοκιμάσει). Τελικά, διαλέξαμε το μπιφτέκι σχάρας με ρύζι και λαχανικά (15 ευρώ) το οποίο ήταν μετριότατο. Αν και ήταν ικανοποιητικά ψημένο, ο κιμάς ήταν εντελώς αδιάφορος γευστικά ως πρώτη ύλη και η γαρνιτούρα άνοστη. Τα λαχανικά παραψημένα, το ρύζι άβραστο, όσο για τη σος, πραγματικά μου θύμισε το Golden Burger των Goodies (ναι, αυτό που είχε πρωτολανσαριστεί γύρω στο '99). Το δεύτερο κυρίως, τα χειροποίητα νιόκι κολοκύθας με φιλετάκια μόσχου και κουκουνάρι, σερβιρισμένα σε φωλιά παρμεζάνας (13 ευρώ) ήταν ένα πιάτο που διάλεξα πρώτον απλώς ελλείψει άλλου πιο θελκτικού και δεύτερον επειδή μου έκαναν κλικ τα νιόκι κολοκύθας -και φυσικά όχι η φωλιά παρμεζάνας την οποία πλέον σερβίρει ως και το μεξικάνικο κουτούκι της γειτονιάς μου (ονόματα δε λέω, αλλά έχω και γι' αυτουνού τη γούνα ράμματα κάποια στιγμή). Δυστυχώς, από τα νιόκι γευόμουν σκέτο ζυμάρι και ακόμα και το σχήμα τους απέπνεε προχειρότητα. Το πιάτο ήταν υπερβολικά άλμυρό και η φωλιά παρμεζάνας έπρεπε να είναι τουλάχιστον 2 χιλιοστά πιο λεπτή, γιατί με το πάχος αυτό, το τυρί όταν πήξει είναι αδύνατο να γίνει τραγανό.
Εν ολίγοις, και τα τρία πιάτα που δοκιμάσαμε ήταν τόσο απογοητευτικά που αν και δε χορτάσαμε, αποφύγαμε να παραγγείλουμε κάποιο επιδόρπιο. Άλλωστε, δεν υπήρχε και κάτι που να σε βάλει σε πειρασμό. Και ενδεικτικά παραθέτω: ψητό μήλο με παγωτό, παγωτό με nutella (πόσο επαρχιακή καφετέρια 90s;) και πανακότα με μαστίχα (what else is new?).
Συν τοις άλλοις, το προσωπικό ήταν οριακά ευγενικό και όλοι μου έδιναν την εντύπωση ότι βαριούνται τη ζωή τους. Με λίγα λόγια, το μόνο θετικό της όλης υπόθεσης για μένα ήταν ...η θέα. Αν αυτό σας αρκεί, είστε εντάξει.
Ετυμηγορία: Neeext!!
Κουζίνα: fusion
Τιμές: 28-40 ευρώ
Crowd: Καταρχας, celebrities (το λέει και στο Αθηνόραμα). Εμείς είδαμε τον Αιμίλιο Χειλάκη, και μία κυρία που ο Σ. επέμενε αρχικά ότι ήταν η Άννα Διαμαντοπούλου και στη συνέχεια έκοβε το χέρι του ότι ήταν η Άντζι Σαμίου (δεν ξέρω, οι παραλίγο σελέμπριτις πιάνονται;). Επίσης, πολλοί 50-60άρηδες με/χωρίς καράφλα, με/χωρίς μουστάκι, αλλά εξάπαντος με blue μπλέιζερ με χρυσά κουμπιά (το απόλυτο αξεσουάρ του 50άρη που σέβεται τον εαυτό του).
Μουσική: loungίζουσα jazz.
Διεύθυνση: Κεραμεικού 116 και Ιεράς Οδού, Γκάζι
Τηλ: 210 34 28 312
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου