Μια προσφορά σαν κι αυτή του Αθηνοράματος, με 50% στα μενού των βραβευμένων με Χρυσούς Σκούφους εστιατορίων της Αθήνας, πρέπει κανείς να την εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Έτσι κι εγώ, δεν αρκέστηκα στη Σπονδή -που ήταν αναμφίβολα καταπληκτική εμπειρία- και έκανα και δεύτερη κράτηση, αυτή τη φορά στο Vardis, το εστιατόριο του ξενοδοχείου Πεντελικόν στην Κηφισιά.
Το εστιατόριο αυτό, που επί σειρά ετών βραβεύεται σταθερά με ένα αστέρι Michelin, σέρβιρε για χρόνια γαλλική κουζίνα, αλλά εδώ και δύο χρόνια έχει κάνει στροφή στην ελληνική δημιουργική κουζίνα με τον σεφ Αστέριο Κουστούδη στο τιμόνι.
Πρώτα από όλα πρέπει να πω για τον υπέροχο χώρο του εστιατορίου. Tουλάχιστον για τον θερινό, γιατί πλέον ο καιρός άνοιξε κι έτσι καθίσαμε στον κήπο -οποίος είναι καταπράσινος- δίπλα σε έναν τεράστιο ευκάλυπτο. Τα τραπέζια βρίσκονται πάνω σε ξύλινη εξέδρα-βεράντα, που στεγάζεται με πέργκολες καλυμμένες με λευκές τέντες και μακριές κουρτίνες. Οι καρέκλες είναι μαύρες μαντεμένιες κήπου και τα τραπέζια καλύπτονται με λευκά λινά τραπεζομάντηλα. Ο φωτισμός είναι χαμηλός και προέρχεται από καλαίσθητα μεταλλικά φωτιστικά σαν φανάρια, ενώ πάνω σε κάθε τραπέζι είναι τοποθετημένο ένα κηροπήγιο που μοιάζει με λάμπα θυέλλης και ένα μικρό βάζο με λουλούδια.
Ξεκινήσαμε με το καλωσόρισμα του σεφ, μια κρύα σούπα τομάτας με μους φέτας και ρίγανη -κάτι σαν την ελληνική εκδοχή του gazpacho- που σερβιρίστηκε χαριτωμένα σε φλυτζάνι του καφέ με διπλό χερούλι. Τη βρήκα κάπως αδιάφορη -από την άλλη, πάλι, ποτέ δεν ήμουν fan του gazpacho, αλλά ούτε και της κρύας σούπας εν γένει, οπότε πείτε πως η άποψή μου ήταν biased.
Όσον αφορά τη wine list, αν και ιδιαίτερα ενημερωμένη -δε θα μπορούσε να μην είναι φυσικά, σε ένα τέτοιο εστιατόριο- βρήκα τις τιμές της αρκετά ψηλές, ακόμα και για το χώρο αυτό. Θα μου πείτε, λογικό αν λάβει κανείς υπόψη του την κατηγορία του εστιατορίου. Ας πούμε, τότε, πως δεν υπήρχαν αρκετές πιο οικονομικές επιλογές. Ακόμα και στη Σπονδή, το φθηνότερο μπουκάλι ξεκινούσε από τα 20 ευρώ, ενώ εδώ, ακόμα και στα ελληνικά κρασιά, δεν έβρισκες φιάλη κάτω από 25 ευρώ. Τελικά επιλέξαμε το Φανταξομέτοχο του Μπουτάρη, ένα κρασί που δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει κι αποδείχτηκε εξαιρετική επιλογή (στοίχιζε 27 ευρώ). Πρόκειται για ένα γευστικότατο λευκό με υψηλή οξύτητα, που αποτελείται από Chardonnay, Malvasia Aromatica και Βηλάνα και προέρχεται από το ονοποιείο του Μπουτάρη στο Σκαλάνι της Κρήτης, ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο.
Το πρώτο πιάτο ήταν χτένια με σπανακόρυζο, εσπεριδοειδή και ούζο με μαστίχα. Ήταν ένα πολύ καλό πιάτο, μια ωραία ελληνική βερσιόν ριζότου, που είχε μαεστρία και στην εκτέλεση και στην αισθητική. Ωραία και η ιδέα της ανανέωσης του παραδοσιακού σπανακόρυζου που συνήθως τρώμε με μπόλικο λεμόνι και η αντικατάσταση του τελευταίου με το πορτοκάλι. Τα χτένια, σε μορφή ζελέ, κομμένα σε ροδέλες, είχαν φινέτσα στη γεύση και την όψη, ενώ το πιο γουστόζικο στοιχείο του πιάτου ήταν δύο εξαιρετικά λεπτοκομμένες φέτες αποξηραμένου πορτοκαλιού με τη φλούδα. Θα ήθελα, όμως, πιο έντονη τη γεύση της μαστίχας, που νιώθω ότι χανόταν μέσα στα εσπεριδοειδή.
Συνεχίσαμε με το κυρίως, που ήταν καλκάνι ψητό με μαραθόριζα, καλαμάρι «αλά Σπετσιώτα» και αβγοτάραχο Μεσολογγίου. Ενδιαφέρον πιάτο και αυτό, αλλά κάπου ένιωθα πως τα στοιχεία του δεν έδεναν μεταξύ τους. Ας ξεκινήσω από το καλκάνι: μόνο του, ως πρώτη ύλη δεν είχε κάποια ιδιαίτερη νοστιμιά, αλλά με τις φέτες του φινόκιο ως συνοδευτικό, βελτιωνόταν φυσικά πολύ. Το καλαμάρι "αλά Σπετσιώτα", εξαιρετικά τρυφερό και ψιλοκομμένο, ήταν μάλλον το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του πιάτου, ενώ το μικρό φετάκι αυγοτάραχου ήταν ένα όνειρο (αυτό βέβαια ήταν αναμενόμενο).
Πριν προλάβουν καλά-καλά να μας σηκώσουν τα πιάτα, ήρθε το πρώτο επιδόρπιο (εκτός μενού), μια αφράτη γλυκιά κρέμα ανθότυρου με γλυκό κουταλιού σταφύλι μέσα σε σφηνοπότηρο. Στην προσπάθειά μας να πάρουμε μια ανάσα ανάμεσα στο κυρίως και το επιδόρπιο, περιμέναμε λιγάκι χωρίς να την τρώμε -και ξαφνικά έρχεται και το δεύτερο επιδόρπιο: ψητό μήλο με σάλτσα Μακεδονικού Χαλβά και παγωτό δεντρολίβανο. Αγχωμένοι διότι το παγωτό έλιωνε, φάγαμε την κρέμα ανθότυρου με συνοπτικές διαδικασίες. Ήταν νοστιμότατη. Περάσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη στο δεύτερο επιδόρπιο. Εδώ, όμως, συναντήσαμε ξανά το πρόβλημα της συνοχής ή αδυναμίας σύνδεσης των διαφορετικών στοιχείων μεταξύ τους, πράγμα που με κάνει να δυσκολεύομαι να το κρίνω ως σύνολο. Μεμονωμένα, το ψητό μήλο με σάλτσα χαλβά ήταν πεντανόστιμο, αλλά το σοκολατένιο κυλινδρικό κεκάκι τύπου brownie που βρισκόταν δίπλα του το βρήκα λίγο άσχετο. Η αποκάλυψη του πιάτου -για να μην πω και ολόκληρου του μενού- ήταν το παγωτό δεντρολίβανο, που πέραν του ότι πρόκειται για μια αρκετά πρωτότυπη ιδέα, είχε αφενός εξαιρετική υφή και αφετέρου απερίγραπτο άρωμα.
Στο τέλος μας έφεραν και πιατέλα με petit-fours, από τα οποία δοκίμασα το brownie, το τρουφάκι με κακάο και το μπακλαβαδάκι. Πολύ cute κατάληξη.
Συνολικά, μείναμε αρκετά ευχαριστημένοι για τα 34,5 ευρώ που πληρώσαμε ανά άτομο (συν το κρασί φυσικά). Αν, όμως, είχαμε δώσει τα διπλάσια που στοιχίζει το συγκεκριμένο μενού -ή τα 70-90 που κοστίζει κατά μέσο όρο το άτομο στο Vardis, ίσως και να είχα απογοητευτεί λιγάκι. Αυτό, βέβαια, με αρκετά αυστηρή ματιά, η οποία, όμως, αρμόζει και όταν κρίνει κανείς τέτοιας κλάσης εστιατόρια. Προσωπικά, από τη συγκεκριμένη κατηγορία ρεστοράν, προτιμώ το Πιλ Πουλ, από όλες τις απόψεις: γεύση, περιβάλλον και σέρβις.
Τιμές: 70-90 ευρώ.
Κουζίνα: ελληνική δημιουργική
Σέρβις: Ευγενικό κι επαγγελματικό. Ωστόσο, διέκρινα μια χαλάρωση από το επιδόρπιο και μετά. Σίγουρα δε δικαιολογούνται τα 40 λεπτά από τη στιγμή που ζητήσαμε λογαριασμό μέχρι τελικά να πάρουμε στα χέρια μας τα ρέστα.
Crowd: 50 και άνω.
Μουσική: γνωστές ελληνικές μελωδίες σε ορχηστρικές εκτελέσεις. Χαρακτηριστικό κομμάτι: Μια Ελλάδα Φως -Yanni feat. Κωνσταντίνα. Not my cup of tea, αλλά περί ορέξεως...
Διεύθυνση: Δηλιγιάννη 66 (ξενοδοχείο Πεντελικόν), Κηφισιά.
Τηλ: 210 62 30 650-6
P.S. Double date 60άρηδων στο διπλανό τραπέζι. Κυρία με ξανθιά κοντή κουπ αλά Βίκυ Μοσχολιού και μακρύ diamante σκουλαρίκι, όταν καταφθάνει η τοματόσουπα, έπειτα από την εξήγηση της σερβιτόρας ότι πρόκειται για μια σούπα-καλωσόρισμα: "Ααααα! Είναι βραβευμένη κι αυτή;" (ειπωμένο με -συγκρατημένο- ενθουσιασμό). Στη συνέχεια, η ίδια παρέα ρώτησε έναν άλλο σερβιτόρο αν ο σεφ είναι Έλληνας και έλαβε την απάντηση ότι κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη. Ο κύριος της προαναφερθείσας κυρίας, γευόμενος το καλκάνι, αναφωνεί: "Αυτός ο Θεσσαλονικιός έχει έμπνευση!". Και το καλύτερο σας το φυλάω για το τέλος. Όταν σερβίρεται στην παρέα το επιδόρπιο με το παγωτό δεντρολίβανο, η δεύτερη κυρία ρωτάει απορημένη: "Τι; Από το Λίβανο το έχετε αυτό;" και ο σύζυγός της τής εξηγεί, "Ναι, το δεντρολίβανο είναι ο κέδρος του Λιβάνου".
Το εστιατόριο αυτό, που επί σειρά ετών βραβεύεται σταθερά με ένα αστέρι Michelin, σέρβιρε για χρόνια γαλλική κουζίνα, αλλά εδώ και δύο χρόνια έχει κάνει στροφή στην ελληνική δημιουργική κουζίνα με τον σεφ Αστέριο Κουστούδη στο τιμόνι.
Πρώτα από όλα πρέπει να πω για τον υπέροχο χώρο του εστιατορίου. Tουλάχιστον για τον θερινό, γιατί πλέον ο καιρός άνοιξε κι έτσι καθίσαμε στον κήπο -οποίος είναι καταπράσινος- δίπλα σε έναν τεράστιο ευκάλυπτο. Τα τραπέζια βρίσκονται πάνω σε ξύλινη εξέδρα-βεράντα, που στεγάζεται με πέργκολες καλυμμένες με λευκές τέντες και μακριές κουρτίνες. Οι καρέκλες είναι μαύρες μαντεμένιες κήπου και τα τραπέζια καλύπτονται με λευκά λινά τραπεζομάντηλα. Ο φωτισμός είναι χαμηλός και προέρχεται από καλαίσθητα μεταλλικά φωτιστικά σαν φανάρια, ενώ πάνω σε κάθε τραπέζι είναι τοποθετημένο ένα κηροπήγιο που μοιάζει με λάμπα θυέλλης και ένα μικρό βάζο με λουλούδια.
Ξεκινήσαμε με το καλωσόρισμα του σεφ, μια κρύα σούπα τομάτας με μους φέτας και ρίγανη -κάτι σαν την ελληνική εκδοχή του gazpacho- που σερβιρίστηκε χαριτωμένα σε φλυτζάνι του καφέ με διπλό χερούλι. Τη βρήκα κάπως αδιάφορη -από την άλλη, πάλι, ποτέ δεν ήμουν fan του gazpacho, αλλά ούτε και της κρύας σούπας εν γένει, οπότε πείτε πως η άποψή μου ήταν biased.
Όσον αφορά τη wine list, αν και ιδιαίτερα ενημερωμένη -δε θα μπορούσε να μην είναι φυσικά, σε ένα τέτοιο εστιατόριο- βρήκα τις τιμές της αρκετά ψηλές, ακόμα και για το χώρο αυτό. Θα μου πείτε, λογικό αν λάβει κανείς υπόψη του την κατηγορία του εστιατορίου. Ας πούμε, τότε, πως δεν υπήρχαν αρκετές πιο οικονομικές επιλογές. Ακόμα και στη Σπονδή, το φθηνότερο μπουκάλι ξεκινούσε από τα 20 ευρώ, ενώ εδώ, ακόμα και στα ελληνικά κρασιά, δεν έβρισκες φιάλη κάτω από 25 ευρώ. Τελικά επιλέξαμε το Φανταξομέτοχο του Μπουτάρη, ένα κρασί που δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει κι αποδείχτηκε εξαιρετική επιλογή (στοίχιζε 27 ευρώ). Πρόκειται για ένα γευστικότατο λευκό με υψηλή οξύτητα, που αποτελείται από Chardonnay, Malvasia Aromatica και Βηλάνα και προέρχεται από το ονοποιείο του Μπουτάρη στο Σκαλάνι της Κρήτης, ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο.
Το πρώτο πιάτο ήταν χτένια με σπανακόρυζο, εσπεριδοειδή και ούζο με μαστίχα. Ήταν ένα πολύ καλό πιάτο, μια ωραία ελληνική βερσιόν ριζότου, που είχε μαεστρία και στην εκτέλεση και στην αισθητική. Ωραία και η ιδέα της ανανέωσης του παραδοσιακού σπανακόρυζου που συνήθως τρώμε με μπόλικο λεμόνι και η αντικατάσταση του τελευταίου με το πορτοκάλι. Τα χτένια, σε μορφή ζελέ, κομμένα σε ροδέλες, είχαν φινέτσα στη γεύση και την όψη, ενώ το πιο γουστόζικο στοιχείο του πιάτου ήταν δύο εξαιρετικά λεπτοκομμένες φέτες αποξηραμένου πορτοκαλιού με τη φλούδα. Θα ήθελα, όμως, πιο έντονη τη γεύση της μαστίχας, που νιώθω ότι χανόταν μέσα στα εσπεριδοειδή.
Συνεχίσαμε με το κυρίως, που ήταν καλκάνι ψητό με μαραθόριζα, καλαμάρι «αλά Σπετσιώτα» και αβγοτάραχο Μεσολογγίου. Ενδιαφέρον πιάτο και αυτό, αλλά κάπου ένιωθα πως τα στοιχεία του δεν έδεναν μεταξύ τους. Ας ξεκινήσω από το καλκάνι: μόνο του, ως πρώτη ύλη δεν είχε κάποια ιδιαίτερη νοστιμιά, αλλά με τις φέτες του φινόκιο ως συνοδευτικό, βελτιωνόταν φυσικά πολύ. Το καλαμάρι "αλά Σπετσιώτα", εξαιρετικά τρυφερό και ψιλοκομμένο, ήταν μάλλον το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του πιάτου, ενώ το μικρό φετάκι αυγοτάραχου ήταν ένα όνειρο (αυτό βέβαια ήταν αναμενόμενο).
Πριν προλάβουν καλά-καλά να μας σηκώσουν τα πιάτα, ήρθε το πρώτο επιδόρπιο (εκτός μενού), μια αφράτη γλυκιά κρέμα ανθότυρου με γλυκό κουταλιού σταφύλι μέσα σε σφηνοπότηρο. Στην προσπάθειά μας να πάρουμε μια ανάσα ανάμεσα στο κυρίως και το επιδόρπιο, περιμέναμε λιγάκι χωρίς να την τρώμε -και ξαφνικά έρχεται και το δεύτερο επιδόρπιο: ψητό μήλο με σάλτσα Μακεδονικού Χαλβά και παγωτό δεντρολίβανο. Αγχωμένοι διότι το παγωτό έλιωνε, φάγαμε την κρέμα ανθότυρου με συνοπτικές διαδικασίες. Ήταν νοστιμότατη. Περάσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη στο δεύτερο επιδόρπιο. Εδώ, όμως, συναντήσαμε ξανά το πρόβλημα της συνοχής ή αδυναμίας σύνδεσης των διαφορετικών στοιχείων μεταξύ τους, πράγμα που με κάνει να δυσκολεύομαι να το κρίνω ως σύνολο. Μεμονωμένα, το ψητό μήλο με σάλτσα χαλβά ήταν πεντανόστιμο, αλλά το σοκολατένιο κυλινδρικό κεκάκι τύπου brownie που βρισκόταν δίπλα του το βρήκα λίγο άσχετο. Η αποκάλυψη του πιάτου -για να μην πω και ολόκληρου του μενού- ήταν το παγωτό δεντρολίβανο, που πέραν του ότι πρόκειται για μια αρκετά πρωτότυπη ιδέα, είχε αφενός εξαιρετική υφή και αφετέρου απερίγραπτο άρωμα.
Στο τέλος μας έφεραν και πιατέλα με petit-fours, από τα οποία δοκίμασα το brownie, το τρουφάκι με κακάο και το μπακλαβαδάκι. Πολύ cute κατάληξη.
Συνολικά, μείναμε αρκετά ευχαριστημένοι για τα 34,5 ευρώ που πληρώσαμε ανά άτομο (συν το κρασί φυσικά). Αν, όμως, είχαμε δώσει τα διπλάσια που στοιχίζει το συγκεκριμένο μενού -ή τα 70-90 που κοστίζει κατά μέσο όρο το άτομο στο Vardis, ίσως και να είχα απογοητευτεί λιγάκι. Αυτό, βέβαια, με αρκετά αυστηρή ματιά, η οποία, όμως, αρμόζει και όταν κρίνει κανείς τέτοιας κλάσης εστιατόρια. Προσωπικά, από τη συγκεκριμένη κατηγορία ρεστοράν, προτιμώ το Πιλ Πουλ, από όλες τις απόψεις: γεύση, περιβάλλον και σέρβις.
Τιμές: 70-90 ευρώ.
Κουζίνα: ελληνική δημιουργική
Σέρβις: Ευγενικό κι επαγγελματικό. Ωστόσο, διέκρινα μια χαλάρωση από το επιδόρπιο και μετά. Σίγουρα δε δικαιολογούνται τα 40 λεπτά από τη στιγμή που ζητήσαμε λογαριασμό μέχρι τελικά να πάρουμε στα χέρια μας τα ρέστα.
Crowd: 50 και άνω.
Μουσική: γνωστές ελληνικές μελωδίες σε ορχηστρικές εκτελέσεις. Χαρακτηριστικό κομμάτι: Μια Ελλάδα Φως -Yanni feat. Κωνσταντίνα. Not my cup of tea, αλλά περί ορέξεως...
Διεύθυνση: Δηλιγιάννη 66 (ξενοδοχείο Πεντελικόν), Κηφισιά.
Τηλ: 210 62 30 650-6
P.S. Double date 60άρηδων στο διπλανό τραπέζι. Κυρία με ξανθιά κοντή κουπ αλά Βίκυ Μοσχολιού και μακρύ diamante σκουλαρίκι, όταν καταφθάνει η τοματόσουπα, έπειτα από την εξήγηση της σερβιτόρας ότι πρόκειται για μια σούπα-καλωσόρισμα: "Ααααα! Είναι βραβευμένη κι αυτή;" (ειπωμένο με -συγκρατημένο- ενθουσιασμό). Στη συνέχεια, η ίδια παρέα ρώτησε έναν άλλο σερβιτόρο αν ο σεφ είναι Έλληνας και έλαβε την απάντηση ότι κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη. Ο κύριος της προαναφερθείσας κυρίας, γευόμενος το καλκάνι, αναφωνεί: "Αυτός ο Θεσσαλονικιός έχει έμπνευση!". Και το καλύτερο σας το φυλάω για το τέλος. Όταν σερβίρεται στην παρέα το επιδόρπιο με το παγωτό δεντρολίβανο, η δεύτερη κυρία ρωτάει απορημένη: "Τι; Από το Λίβανο το έχετε αυτό;" και ο σύζυγός της τής εξηγεί, "Ναι, το δεντρολίβανο είναι ο κέδρος του Λιβάνου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου